Για τους περισσοτέρους εξ ημών που έχουμε έστω μέχρι ενός σημείου γνωρίσει την Τουρκία και τους Τούρκους, κυρίως (αλλά όχι μόνο ή κυρίως) στο πλαίσιο του τουρισμού, η σχέση μας με ένα μεγάλο μέρος του τουρκικού λαού είναι πάντα ιδιαίτερη. Όπως με τους περισσότερους λαούς της Ανατολικής Μεσογείου υπάρχει μια πολιτιστική εγγύτητα και αλληλοκατανόηση, την οποία είναι αδύνατο να αισθανθείς (όχι χωρίς μεγάλη προσπάθεια τουλάχιστον) με τους λαούς της Δυτικής Ευρώπης. Αν θέλει κανείς να δει την ιστορική ρίζα της εγγύτητας αυτής, μπορεί να διαβάσει Διδώ Σωτηρίου και τα «Ματωμένα Χώματα».
Όσο αληθινή όμως είναι αυτή η προσέγγιση, άλλο τόσο αφελής γίνεται αν μετατραπεί στη θεώρηση ότι σε κάθε δεδομένη στιγμή σύγκρουσης, οι λαοί απλώς χειραγωγούνται, συνιστώντας ένα ενιαίο σώμα παντού και πάντα με αποτέλεσμα, περίπου σα μικρά παιδιά να είναι άμοιροι ευθυνών. Ιδίως για αριστερούς, τέτοιες προσεγγίσεις είναι αντιεπιστημονικές. Τα ιστορικά φαινόμενα αποδεικνύονται πάντα πολύ πιο σύνθετα από όσο καθεστωτικές ή φολκλορικές, αφαιρετικές ερμηνείες προτείνουν. Κυρίως δε, εκεί που ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και η ιδεολογική ηγεμονία του εκάστοτε κατεστημένου κυριαρχούν, χρειάζεται ελάχιστος χρόνος προκειμένου μια φιλική σχέση μεταξύ μεγάλου μέρους των λαών, ακόμα και των εργατικών τάξεων, η οποία μοιάζει ακλόνητη, να δώσει τη θέση της στο ασίγαστο μίσος. Και πάλι η Διδώ Σωτηρίου μπορεί να διαφωτίσει, όπως και η μετάπτωση από το θαυμασμό των Τούρκων για την ελληνική αντίσταση στον Άξονα και από το Κουρτουλούς, στα Σεπτεμβριανά και στο Κυπριακό.
Το 1999, οι τότε φιλο-νατοϊκές ηγεσίες Τουρκίας και Ελλάδας αποπειράθηκαν να χειραγωγήσουν τα αισθήματα που είχαν καλλιεργήσει οι σεισμοί μέσα από τη «διπλωματία των σεισμών». Η «διπλωματία των σεισμών» δεν μας έδωσε καμία σταθερή και πλήρη ειρήνη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Μας έδωσε το Σχέδιο Ανάν, την αναγνώριση τουρκικών ζωτικών συμφερόντων στο Αιγαίο, υπόγεια διαπραγμάτευση για το αν το Καστελόριζο διαθέτει υφαλοκρηπίδα, δισεκατομμύρια εξοπλισμών και αργότερα πλήρη επανάκαμψη, αλλά και διεύρυνση του τουρκικού, νεοοθωμανικού, αναθεωρητισμού. Στη δε Ελλάδα έδωσε ακόμα μεγαλύτερη πατρωνία από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε., η οποία μετατράπηκε μεταξύ άλλων σε ελληνική υποστήριξη στον τουρκικό νεοοθωμανισμό στη Συρία και σε προδοσία εναντίον των νομίμων κυβερνήσεων Συρίας και Λιβύης.
Δεν είναι λοιπόν καθόλου άσχημο, να συνειδητοποιούν μεγάλες ομάδες πληθυσμών πόσα τους ενώνουν, την πολιτιστική τους εγγύτητα, το αδιέξοδο των εθνικισμών, το γεγονός ότι υπάρχει ειρηνικός τρόπος συνύπαρξης. Κάθε άλλο, είναι απολύτως αναγκαίο. Το πρόβλημα συνίσταται στη χειραγώγηση και αξιοποίηση αυτών των αισθημάτων, με την σπανίως αφελή και συνήθως κακόπιστη προσέγγιση ότι μπορούν αυτά τα αισθήματα να κρύψουν κάτω από το χαλί βαθύτερα προβλήματα προς όφελος μιας κοινής πατρωνίας, όπως συνέβη και με τη διπλωματία των σεισμών.
Το πόσο ανοχύρωτη αποδείχτηκε η τουρκική αστική υποδομή (και ελπίζουμε να μη χρειαστεί να μάθουμε και εμείς για την επάρκεια της δικής μας) φυσικά αποτελεί καίριο χτύπημα στις μεγαλοστομίες του τουρκικού κατεστημένου. Το τουρκικό κράτος βεβαίως δεν είναι το μόνο το οποίο ενώ κατασκευάζει ολοένα πιο σύγχρονα όπλα, αποτυγχάνει να συντηρήσει βασικές πολιτικές υποδομές και κοινωνικές υπηρεσίες. Οι ΗΠΑ είναι οι κατεξοχήν διδάξασες του τι σημαίνει οι κυβερνήσεις να «ταΐζουν» το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα και να εγκαταλείπουν τους φτωχότερους πολίτες τους. Σε κάθε περίπτωση, εν προκειμένω ο Τούρκος πρόεδρος, με την ισχυρή εκλογική βάση στα ανατολικά της χώρας του θα εισπράξει δίκαιη οργή, δεδομένου ότι η κατασκευαστική φούσκα (και) στην Τουρκία γιγάντωσε τη διαφθορά και, όπως αποδεικνύεται, ουκ ολίγες φορές είχε χάρτινα θεμέλια. Γνωστά «εαυγή» ιδρύματα, όπως το ΔΝΤ, θα επανακάμψουν σύντομα, με «προσφορές» για (απο-)σταθεροποιητικά προγράμματα.
Φυσικά επίσης, η παρουσία Ελλήνων διασωστών αποτελεί έμπρακτη και ισχυρότατη απάντηση, όσον αφορά το θυμικό μέρους των Τούρκων πολιτών, στις απειλές περί κομάντος που θα έρθουν νύχτα στα ελληνικά νησιά. Τίποτα από τα παραπάνω, όμως, δεν αναιρεί το νεοοθωμανικό μεγαλοϊδεατισμό. Η αναίρεσή του μπορεί να προκύψει από την ισορροπία των δυνάμεων και από δομικούς μετασχηματισμούς στο εσωτερικό της τουρκικής κοινωνίας, αλλά και της ελληνικής πολιτικής, ως εξαρτημένης από τις ΗΠΑ. Οι αφελείς προσεγγίσεις αποδεικνύονται εύκολα επικίνδυνες.
Δίπλα δε σε όλα αυτά έχουμε το θεσμικό ρατσισμό της Ε.Ε., με βασικό εκφραστή τον Μπορέλ του «κήπου», που τον ζηλεύει η «ζούγκλα». Ακόμα και σήμερα, οι ΗΠΑ και οι υποτακτικοί τους στην Ε.Ε. αρνούνται να άρουν τις κυρώσεις εναντίον της Συρίας, επειδή η τελευταία αρνείται να υποταχθεί στο σχέδιο της Ουάσιγκτον να καταστεί Λιβύη Νο. 2. Καμιά ανθρώπινη τραγωδία, καμία φυσική καταστροφή δε συγκινεί τη «Δύση». Θα συνεχίζει να λεηλατεί τον συριακό πλούτο μέσω του στρατού κατοχής των ΗΠΑ και μέρους των Κούρδων, ενώ ταυτοχρόνως θα βυθίζει όσο μπορεί στη φτώχεια τον λαό της Συρίας. Την ίδια στιγμή δε, εγκαλεί τη νόμιμη κυβέρνηση της Συρίας, γιατί δε ζήτησε δήθεν εγκαίρως βοήθεια από την Ε.Ε.
Οι επιπτώσεις των σεισμών και η διαχείρισή τους είναι και πολιτικά ζητήματα. Το ίδιο και τα αισθήματα σε μαζική κλίμακα μεταξύ των λαών. Είναι σημαντικό μεγάλα μέρη των λαών να αντιλαμβάνονται τη γύμνια των αστικών μεγαλοϊδεατισμών – κατά προτίμηση χωρίς να λαμβάνουν χώρα τραγικά γεγονότα, όπως αυτά των σεισμών, παρότι πολύ συχνά δυστυχώς, μόνο τέτοια γεγονότα διαλύουν εθνικιστικούς μύθους. Ακόμα και τότε όμως, απαιτείται πολλή δουλειά προκειμένου να κατοχυρωθεί πλήρης και βιώσιμη ειρήνη. Χρειαζόμαστε τη φιλία των λαών. Όχι τη νατοϊκή, υποκριτική, «διπλωματία των σεισμών», αλλά μια διπλωματία μεταξύ κυρίαρχων, ουσιαστικώς ισότιμων λαών και πατρίδων, με σταθερά σύνορα και χωρίς ξένους πάτρωνες.