ΑΘΗΝΑ
13:43
|
20.11.2024
Ο μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης (Ζηζιούλας), που εξεδήμησε στις 2 Φεβρουαρίου, υπήρξε ένας από τους πλέον επιδραστικούς Έλληνες στοχαστές.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Ο μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης (Ζηζιούλας), που εξεδήμησε στις 2 Φεβρουαρίου, υπήρξε ένας από τους πλέον επιδραστικούς Έλληνες στοχαστές, ο οποίος ευτύχησε, ενόσω ακόμη ζούσε, να αλλάξει τους όρους με τους οποίους γίνεται η Θεολογία.

Επιδραστικότητα στο εξωτερικό, αγνόηση στην Ελλάδα

Πάνω από εκατό ήταν οι διδακτορικές διατριβές και οι μεταπτυχιακές εργασίες που εκπονήθηκαν για το έργο του σε πανεπιστήμια ανά τον κόσμο, όσο ακόμη ήταν εν ζωή. Πρόκειται για μια εξαιρετικά σπάνια προβολή Έλληνα στοχαστή στο εξωτερικό, η οποία θα μπορούσε ίσως να συγκριθεί μόνο με αυτήν του Κορνήλιου Καστοριάδη ή του Νίκου Πουλαντζά, τουλάχιστον ως προς ποσοτικούς βαθμούς επιδραστικότητας. Παρ’ όλα αυτά, το μεγαλύτερο μέρος του έργου του εκλιπόντος παραμένει ανέκδοτο στα ελληνικά, ενώ η εκδημία του απασχόλησε τα εγχώρια μέσα ενημέρωσης δυσανάλογα λίγο σε σχέση με τη διεθνή προβολή του έργου του.

Ως προς την τελευταία αξίζει να σημειωθεί ότι έχει χαρακτηριστεί από τον ίδιο τον Πάπα Φραγκίσκο ως ο σημαντικότερος θεολόγος της εποχής του, συμπεριλαμβανομένων όλων των ομολογιών, δηλαδή εμμέσως ως πιο σημαντικός λ.χ. από τον Προτεστάντη Γιούργκεν Μόλτμαν, από τον Πάπα Βενέδικτο (Γιόζεφ Ράτσινγκερ) και πολλούς άλλους. Το γεγονός ότι μια προσωπικότητα παρόμοιας ακτινοβολίας παραμένει εν πολλοίς άγνωστη στην Ελλάδα, παρότι κατείχε έδρα και ακαδημαϊκού από το 1993, εγείρει ερωτήματα για το τι εντέλει εννοούμε ως «διαπρεπή» ή ως «επιφανή» Έλληνα. Αν και δεν είναι εδώ το μέρος να πραγματευτεί κανείς ενδελεχώς παρόμοια ερωτήματα, και μάλιστα εν μέσω πρόσφατου πένθους, θα μπορούσαμε ίσως να αναλογιστούμε μήπως η Θεολογία έχει εξοβελιστεί από τη συνείδηση του Νεοέλληνα ως ένας χώρος όπου μπορεί να αναζητηθεί η επίδραση της Ελλάδας στο εξωτερικό. Σημειωτέον μάλιστα ότι αυτό δεν συμβαίνει σε άλλες ορθόδοξες (και εν γένει ευρωπαϊκές) χώρες, όπου η Θεολογία βρίσκεται στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου. Πιθανόν αυτό να σχετίζεται με τη νεωτερική αυτοσυνειδησία του νεοελληνικού κράτους ως απευθείας συνέχειας της αρχαίας Ελλάδας, η οποία σήμανε πως ο,τιδήποτε θεωρείται ότι προέρχεται από το Βυζάντιο, τοποθετείται σε ένα limbo μη συζήτησης, ιδίως αν πρόκειται για συστηματικό στοχασμό με επικαιρότητα για το σήμερα.

Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι το σημαντικότερο μέρος του έργου του παραμένει ανέκδοτο στα ελληνικά αποτελεί εν πολλοίς επιλογή του ίδιου του εκλιπόντος μητροπολίτη Ιωάννη. Από τη στιγμή που έφυγε από την Ελλάδα, κατά την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών, αποφάσισε να γράφει απευθείας στα αγγλικά, προκειμένου να έχει ένα μεγαλύτερο ακροατήριο και προτίμησε να εκθέσει στους ετερόδοξους και στο εκκοσμικευμένο κοινό το ήθος της Ορθοδοξίας αντί να «κάνει κήρυγμα στους ήδη προσηλυτισμένους» κατά την αγγλική έκφραση. Ένας από τους λόγους για τους οποίους στη συνέχεια φαίνεται να απέφυγε τη μετάφραση των έργων του στα ελληνικά ήταν ίσως ότι προτιμούσε η συζήτηση επ’ αυτών να γίνεται με όρους ακαδημαϊκού διαλόγου, ενώ υπήρχε ο φόβος ότι η πρόσληψή τους στην Ελλάδα θα πυροδοτούσε περισσότερο εριστικές διαμάχες, είτε στον ευρύτερο δημόσιο χώρο, είτε στον ενδο-εκκλησιαστικό/ενδοθεολογικό, όπου η μισαλλοδοξία είναι ομολογουμένως αυξημένη.

Το γεγονός, πάντως, ότι το πιο καίριο μέρος του έργου του πρόκειται κατ’ ελπίδα να μεταφραστεί στα ελληνικά κατά το επόμενο διάστημα σημαίνει ότι είναι πιθανό να ανακαλυφθεί τώρα η σκέψη του στα καθ’ ημάς και να έχουμε μια καθυστερημένη, πλην ανοικτή και συναρπαστική πνευματική παρακαταθήκη. Σε κάθε περίπτωση, διερωτάται κανείς γιατί εφόσον ο εκλιπών είχε ευτυχήσει να είναι ο πιο επιδραστικός διεθνώς εκπρόσωπος ενός κλάδου, αλλάζοντας άρδην την εξέλιξή του, εν προκειμένω της Θεολογίας, να μην έχει μία θέση στη χορεία των άλλων «επιφανών» Ελλήνων που επηρέασαν ριζικά την εξέλιξη της ιδιαίτερης σπουδής τους, όπως λ.χ. οι μεγάλοι μας λογοτέχνες και καλλιτεέχνες, ένας Νίκος Καζαντζάκης, μία Μαρία Κάλλας, ένας Δημήτρης Μητρόπουλος, ένας Ιάννης Ξενάκης, ή επιστήμονες, όπως ο Γεώργιος Παπανικολάου, ή από τον χώρο του θεωρητικού στοχασμού, ο Καστοριάδης, ο Πουλαντζάς κ.ο.κ. Το ερώτημα είναι περισσότερο ρητορικό και αποσκοπεί στο να μας προκαλέσει σχετικά με την ιδέα που έχουμε για το ποιος είναι εντέλει ο «επιφανής» Έλληνας.

Ετερότητα έναντι ιδιοτήτων

Ο λόγος της μεγάλης επιδραστικότητας του μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη (Ζηζιούλα) ήταν μεταξύ άλλων ότι προσπαθούσε συνήθως να βρει το πλέον σημαντικό θεμέλιο της αλήθειας, αντιπαραθέτοντάς το προς ό,τι θεωρούσε ως επουσιώδες ή δευτερεύον. Διέθετε, δηλαδή, μία σκέψη προκλητική και αντιθετική, σε πείσμα μάλιστα της ίδιας της ορθόδοξης παραδοσιακής θεολογίας, η οποία κατά κανόνα παρουσιάζει μεγάλη συμπερίληψη και άμβλυνση των γωνιών του στοχασμού. Μεγάλο, λοιπόν, μέρος των ζυμώσεων που προκάλεσε οφείλεται στο ότι επέμενε να διαλέγει ό,τι θεωρούσε ο ίδιος ως καίριο, αίροντάς το από την πολλαπλότητα των πνευματικών φαινομένων και δημιουργώντας οξείες αντιθέσεις, προκειμένου να διαυγάσει την ανθρώπινη υπαρξιακή συνθήκη. Θα λέγαμε ότι ορισμένοι παρόμοιοι πόλοι ήταν οι εξής: Ετερότητα έναντι ιδιοτήτων, πρόσωπο έναντι φύσεως, μέλλον έναντι παρελθόντος, οντολογία έναντι ψυχολογίας και, ως προς τα περισσότερο θεολογικά διλήμματα, ευχαριστία έναντι ηθικής και θεσμός έναντι χαρίσματος.

Το πλέον χαρακτηριστικό δίπολο της σκέψης του ήταν αυτό της προσωπικής ετερότητας έναντι των φυσικών ιδιοτήτων, το οποίο εν ολίγοις σημαίνει ότι η αυθεντική αγάπη αφορά σε ένα πρόσωπο που είναι απολύτως άλλο και δεν μπορεί να αναχθεί στις φυσικές ιδιότητές του. Αυτό είναι το πιο ρηξικέλευθο μήνυμα του Χριστιανισμού που ανέτρεψε τον αρχαίο κόσμο, ελληνικό και ιουδαϊκό: Η αγάπη προς τον εχθρό, τον αμαρτωλό, τον ανείδεο και άσχημο, αυτόν δηλαδή που οι ιδιότητές του τον καθιστούν απεχθή, αλλά εντούτοις τον αγαπάμε. Μήπως κατά βάθος το συμβάν της αγάπης αυτό ακριβώς δεν σημαίνει; Το να μην μπορείς να εξαντλήσεις τον αγαπώμενο στις ιδιότητές του, αλλά αν χρειαστεί να τον αγαπάς πέρα από αυτές; Ενώ, αν εντέλει η αγάπη εξαρτηθεί από ιδιότητες, όπως η αγάπη ή η ευφυία κ.ο.κ., δεν θα εκλαμβανόταν αυτό ως προδοσία της αγάπης; Λ.χ. δεν θεωρούμε προδοσία της αγάπης το να σταματάμε να αγαπάμε ένα πρόσωπο, επειδή έχει απωλέσει το κάλλος του ή την ευφυία του; Ο παραπάνω προβληματισμός, ενώ αφορμάται από τη συστατική διαφορά του Χριστιανισμού από τον Ελληνισμό και τον Ιουδαϊσμό στις απαρχές του, είναι πιο επίκαιρος από ποτέ στην εποχή των αλγορίθμων, οι οποίοι εξαρτούν τη σχέση μας από ποσοτικοποιημένες πλέον ιδιότητες, τις οποίες συχνά εμπιστευόμαστε ακόμη και στην τεχνητή νοημοσύνη· μια εποχή στην οποία, εντούτοις, αναζητούμε περισσότερο από ποτέ το «αυθεντικό», ήτοι το μη αναγώγιμο σε τυποποιημένες ιδιότητες.

Το οδοιπορικό της ζωής του

Σε πείσμα, πάντως, του παραπάνω προβληματισμού, ας μας επιτραπεί να αναφέρουμε ορισμένες από τις ιδιότητες του εκδημήσαντος Μητροπολίτη Περγάμου, προκειμένου να οριοθετηθεί το γενικό οδοιπορικό της ζωής του: Ο Ιωάννης Ζηζιούλας γεννήθηκε στο Καταφύγιο Κοζάνης το 1931 και σπούδασε στις Θεολογικές Σχολές Θεσσαλονίκης και Αθηνών. Στο πανεπιστήμιο του Harvard μαθήτευσε στον υπαρξιστή στοχαστή Πάουλ Τίλιχ και στον Ρώσο π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ που είχε επανερμηνεύσει την πατερική βυζαντινή θεολογία εν όψει των προκλήσεων του 20ου αιώνα, καθώς και στον κλασικό φιλόλογο Βέρνερ Γαίγκερ. Εργάστηκε ως εταίρος στο Ίδρυμα Βυζαντινών Μελετών του Harvard, το Dumbarton Oaks. Στη Θεολογική Αθηνών υπέβαλε τη διδακτορική διατριβή «Η Ενότητα της Εκκλησίας εν τη Θεία Ευχαριστία και τω επισκόπω κατά τους τρεις πρώτους αιώνες» (1966), η οποία υπήρξε σταθμός, καθώς επανεισήγαγε την κεντρική σημασία του συμβάντος της Θείας Λειτουργίας για τη σύσταση της Εκκλησίας, ανατρέποντας μια υπερβολικά ιδρυματική ή ιδεολογική κατανόηση του εκκλησιαστικού θεσμού.

Από το 1967 εργάστηκε ως Γραμματέας του Τμήματος «Πίστις και Τάξις» του Παγκόσμιου Συμβούλιου Εκκλησιών, δραστηριοποιούμενος στον διάλογο των διαφορετικών ομολογιακών Εκκλησιών. Από το 1970 δίδαξε δογματική θεολογία στα πανεπιστήμια Εδιμβούργου και Γλασκόβης, από το 1984 στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και από το 1989 στο King’s College στο Λονδίνο. Το 1986 χειροτονήθηκε «αθρόως» (δηλ. από λαϊκός) Μητροπολίτης Περγάμου και υπήρξε εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στον διαχριστιανικό διάλογο, ενώ από το 1993 ήταν μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Τα θεμελιώδη έργα του είναι τρία: (α) το Είναι ως Κοινωνία (Being as Communion, 1985) στο οποίο ασχολείται με το ζήτημα τι σημαίνει να υπάρχεις επειδή αγαπάς (αυτή είναι η θεολογική έννοια της «κοινωνίας») και όχι να υπάρχεις και μετά να αγαπάς, (β) το Κοινωνία και Ετερότητα (Communion and Otherness, 2006) όπου ο προβληματισμός αφορά ακριβώς στο τι σημαίνει το να είσαι απολύτως Άλλος που δεν μπορεί να υπαχθεί σε ταυτότητα και ιδιότητες ως προϋπόθεση της αγάπης, (γ) το τρίτο έργο ζωής του παρέμεινε ανέκδοτο τη στιγμή της εκδημίας του. Ο δυνητικός τίτλος του είναι «Ανάμνηση του Μέλλοντος: Μια Εσχατολογική Οντολογία» (Remembering the Future: An Eschatological Ontology) και αφορά στο ότι η πίστη των Χριστιανών για τη σωτηρία του κόσμου που προσδοκάται στο μέλλον, μετά το τέλος της Ιστορίας, σημαίνει ότι παραδόξως είναι το μέλλον που καθορίζει το παρελθόν, αντί για το αντίστροφο. Και αν ο κατά κόσμον φιλόσοφος καλείται σε μνήμη θανάτου, κατά τον Πλάτωνα ή τον Χάιντεγκερ, τότε ο κατά Χριστόν φιλόσοφος καλείται σε μία μνήμη της αναστάσεως που αποτελεί μία παράδοξη μνήμη του μέλλοντος, καθώς η μελλοντική νίκη επί του θανάτου είναι αυτή που καθορίζει το πώς θα αντιμετωπίσουμε τον θάνατο και τις συνέπειές του μέσα στην Ιστορία. Κατά μία όχι παράξενη τραγική ειρωνεία αυτό το magnum opus στο οποίο ο Ιωάννης Ζηζιούλας αντιμετωπίζει το μυστήριο του θανάτου, της υπέρβασής του και του μέλλοντος ως οντολογικής κατηγορίας, θα δημοσιευτεί μετά τον θάνατό του, αποτελώντας μία νέα πρόκληση για τον στοχασμό και αφήνοντας ανοικτή την πνευματική του παρακαταθήκη.

Η ετερότητα ως πρότερη της σχέσης

Ας επανέλθουμε, όμως, στο ζήτημα της ετερότητας, που αποτελεί το κλειδί για την κατανόηση της σύνολης σκέψης του. Όντας μαθητής του Πάουλ Τίλιχ στο Harvard, o Ιωάννης Ζηζιούλας ακολούθησε τη λεγόμενη «μέθοδο του συσχετισμού», η οποία σημαίνει ότι ο θεολόγος αντιμετωπίζει τις απορίες που γεννά η υπαρξιακή συνθήκη και θεολογεί μόνο ενώπιόν τους. Με τη μέθοδο αυτή αναδιατυπώνονται τα κλασικά χριστιανικά «δόγματα». Εν προκειμένω, η χριστιανική πίστη σε «Αγία Τριάδα» σημαίνει ότι το υπαρξιακό αίτημα για αγάπη απαντάται από μια απολύτως υπερφυσική αποκάλυψη ότι ο Θεός είναι αγάπη στο ίδιο Του το είναι και όχι μόνο σε συνάρτηση με τον κόσμο και για τον λόγο αυτό υπάρχει πολλαπλότητα και πλουραλισμός εντός του ίδιου του Θεού, κάτι ανήκουστο στη φιλοσοφική σκέψη που έφτανε στον Θεό ως πέρασμα από την πολλαπλότητα στην ενότητα. Αυτό ήταν και το θέμα του έργου Το Είναι ως Κοινωνία, όμως στο Κοινωνία και Ετερότητα τίθεται το ζήτημα ότι στη γνήσια αγάπη είναι η ετερότητα αυτή που αποτελεί αιτία της ταυτότητας και όχι το αντίστροφο.

Η αγάπη είναι για τον Ζηζιούλα πάντα ασύμμετρη: Προηγείται ένας όλως άλλος που εγκαινιάζει τη σχέση και έπεται η αγάπη ως μοίρασμα και ως κοινότητα. Στο θεολογικό ιδίωμα, ο Πατήρ με τρόπο ασύμμετρο γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Πνεύμα και αυτό τρόπον τινά προκαλεί την κοινότητα της ουσίας του Θεού, το λεγόμενο «ομοούσιον». Αλλά και σε κάθε αυθεντική ανθρώπινη αγάπη, κατά τον Ζηζιούλα, το να είναι κανείς απολύτως άλλος και να μην υπάγεται σε φυσικές ιδιότητες, αποτελεί προϋπόθεση της αγαπητικής σχέσης, η οποία θα σημάνει το όποιο μοίρασμα και κοινότητα μεταξύ των αγαπωμένων προσώπων. Αυτή η απόλυτη πρόταξη της ετερότητας θυμίζει τη σκέψη του Εμανουέλ Λεβινάς: Η διαφορά είναι ότι σε αντίθεση με τον Εβραίο στοχαστή, ο Ζηζιούλας θα επιχειρήσει μια ελληνοχριστιανική σύνθεση με την οντολογία, στην οποία όμως το Είναι προκύπτει από την ετερότητα και όχι το αντίστροφο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο χριστιανισμός ικανοποιεί το ελληνικό φιλοσοφικό αίτημα της οντολογίας, δηλαδή του λόγου περί του είναι, αλλά με τρόπο που πραγματώνει και την ιουδαϊκή διαίσθηση για το πρωτείο ενός θεϊκού απολύτως Άλλου.

Με την ίδια έννοια, ο Ζηζιούλας επιμένει ότι η παγκόσμια συμβολή Βυζαντινών Πατέρων, όπως οι Καππαδόκες (Μέγας Βασίλειος, άγιος Γρηγόριος Θεολόγος, άγιος Γρηγόριος Νύσσης) ήταν ότι ταύτισαν το πρόσωπο με την υπόσταση: Με άλλα λόγια, το να έχει κανείς προσωπικό τρόπο υπάρξεως, δηλαδή ετερότητα, ελευθερία και σχέση είναι αυτό που του δίνει υπόσταση, είναι με άλλα λόγια το θεμέλιο της ύπαρξής του. Σε διαφορετική περίπτωση, το πρόσωπο θα ήταν απλώς ένα επίθεμα του όντος, μία προσθήκη, εντέλει ένα προσωπείο ή μια persona με τη λατινική σημασία του όρου, δηλαδή μία μάσκα που φοράμε, προκειμένου να επιδράσουμε κοινωνικώς και νομικώς. Σημειωτέον ότι αυτή η σκέψη είναι εξαιρετικά επίκαιρη στην εποχή του διαδικτύου. Άλλωστε, όλοι μας ξέρουμε ότι οι διαδικτυακές μας «περσόνες» έχουν μια εκζήτηση και πολλαπλότητα, προσπαθούμε να τις φοράμε σαν πληθώρα μασκών, ενώ η πραγματική αγάπη, αν προκύψει, θα είναι ένα εγχείρημα σχεσιακής ενότητας με έναν μη αφομοιώσιμο άλλο πίσω από τις ιντερνετικές μάσκες.

Το μέλλον καθορίζει το παρελθόν

Εξίσου κομβικοί είναι και οι υπόλοιποι πόλοι της σκέψης του Ιωάννη Ζηζιούλα. Ήδη στη διδακτορική διατριβή του για την Ενότητα της Εκκλησίας (1965) θεώρησε πώς η Θεία Λειτουργία είναι αυτή που συνιστά την Εκκλησία και όχι το αντίστροφο, αναιρώντας έτσι μία υπερβολικά ιδεολογική, ιδρυματική ή ηθική εκδοχή της Εκκλησίας. Ταυτοχρόνως, όμως, τόνισε τον ασύμμετρα σημαντικό ρόλο του επισκόπου ως «εικόνος του Χριστού» για αυτή τη σύσταση, θέτοντας τον θεσμό πάνω από το χάρισμα. Η Θεία Λειτουργία λέγεται, όμως, και Ευχαριστία: αυτό σημαίνει ότι η συνθήκη ευχαριστίας και ευγνωμοσύνης προς τον Θεό είναι αυτή που προκαλεί ένα ήθος ασκήσεως και όχι το αντίστροφο, απορρίπτεται δηλαδή μία θεώρηση της ηθικής ως «δρόμου του σταυρού» (via crucis) προς την Ευχαριστία.

Σε ένα περισσότερο φιλοσοφικό επίπεδο, ο Ιωάννης Ζηζιούλας θα υποστηρίξει την οντολογία έναντι της ψυχολογίας, εν προκειμένω πηγαίνοντας κόντρα στη φορά της νεωτερικότητας. Ενώ δηλαδή μετά τον Καρτέσιο, η δυτική σκέψη βασίζεται στην αυτοσυνειδησία ως πρωταρχικό γεγονός της φιλοσοφίας, και μετά τον Καντ, στην ηθική αυτονομία του ατόμου, ο Ζηζιούλας αποτελεί έναν μοντερνιστικό στοχαστή, ο οποίος μετά τον Χάιντεγκερ, πηγαίνει προς τα πίσω και επιχειρεί να βρει ένα οντολογικό έρεισμα στον στοχασμό. Με την κατά βάση θεολογική του σύνθεση το εντοπίζει στην τριαδική αγάπη ως συνύπαρξη ετερότητας και κοινωνίας η οποία συνιστά το είναι. Κατ’ αντιστοιχία και στην ανθρώπινη συνθήκη, το να είναι κανείς άλλος (ετερότητα) και το να καλεί στην αγάπη προηγείται της συνειδητοποίησης, η οποία τείνει μέσω μιας αντικειμενοποιητικής σκέψης να αφομοιώνει τον άλλο σε ιδιότητες. Με αυτήν την έννοια η οντολογία είναι πιο σημαντική από την ψυχολογία. Αλλά και το ανοικτό μέλλον είναι πιο καθοριστικό από την εμμονή στο παρελθόν. Το παρελθόν είναι οι φυσικές ιδιότητες, ενώ το μέλλον είναι η απελευθέρωση από αυτές ως επαγγελία: Αυτό άλλωστε ήταν και το επαναστατικό μήνυμα του αποστόλου Παύλου που ταυτίζει την αμαρτία με τον «παλαιό άνθρωπο» και τη σωτηρία με μια νέα μελλοντική γέννηση. Ο Ζηζιούλας παρομοίως διέκρινε την οντολογία που αφορά στη γνήσια αγάπη από κάθε ψυχολογική γνώση, η οποία μας εγκυστώνει σε ιδιότητες του παρελθόντος. Ήταν μάλιστα εξαιρετικά καχύποπτος και προς την ψυχανάλυση, η οποία έχει τη δική της εμμονή με το παρελθόν και την αυτοαναφορικότητα ενίοτε σε βάρος της υπέρβασης που μπορεί να προκαλέσει το μέλλον και ο άλλος.

Στο έργο του που δεν έχει εκδοθεί ακόμη, ο Ιωάννης Ζηζιούλας επεχείρησε μία συνολική επανερμηνεία των χριστιανικών δογμάτων υπό το φως της θέσης ότι το μέλλον καθορίζει το παρελθόν, αντί για το αντίστροφο. Κατά τον τρόπο αυτό, δόγματα που φαίνονται συχνά καταπιεστικά αποκτούν μία χειραφετητική δυναμική. Λ.χ. η αντίληψη ότι η ανθρωπότητα έχει υποστεί μία «πτώση», αντί για αφορμή συλλογικής ενοχής, μπορεί να θεωρηθεί ως μία «πτώση από το μέλλον», δηλαδή ως διάνοιξη μίας άλλης δυνατότητας, αυτό που στο πολιτικό ιδίωμα θα λέγαμε «ένας άλλος κόσμος είναι δυνατός», το οποίο, για όσο καιρό δεν επέρχεται, μας δημιουργεί μία συνθήκη πένθους εντέλει χαροποιού και απελευθερωτικού.

Το «καλόν λίαν» στο δόγμα της Δημιουργίας δεν σημαίνει ότι ο κόσμος είναι οπωσδήποτε ήδη λυτρωμένος από τον θάνατο (αυτό διαψεύδεται λ.χ. από την παλαιοντολογία, τη φυσική, την εξελικτική βιολογία κ.ο.κ.), αλλά ότι έχει την προοπτική να γίνει παρομοίως «καλή», δηλαδή αθάνατη, στο μέλλον. Μια παρόμοια πρόταξη του μέλλοντος έναντι του παρελθόντος βρίσκουμε κατ’ εξοχήν στην τέχνη και όντως ο Ζηζιούλας θεωρεί σε αυτό το ανέκδοτο έργο του ότι η γνήσια θεολογία ομοιάζει περισσότερο με τέχνη παρά με επιστήμη. Αλλά και η ηθική ακόμη δεν νοείται πλέον ως αντικειμενικές συνταγές, που χωρίζουν τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς, αλλά ως μία πιστότητα στο μέλλον, ήτοι στον μελλοντικό αναγεννημένο τρόπο υπάρξεως της ανθρωπότητας που έχει εγκαινιάσει η πίστη στην υπέρβαση του θανάτου. «Ηθικός» υπό αυτήν την έννοια είναι ο άνθρωπος που ζει σαν να μην έχει ο θάνατος την τελευταία λέξη και για αυτό δεν αντικειμενοποιεί τους συνανθρώπους του, υπερβαίνει την εκμετάλλευση, την αλλοτρίωση κ.ο.κ. Με το βιβλίο αυτό ο Ζηζιούλας θέτει εαυτόν στη μακρά γραμμή της υπαρξιστικής ερμηνευτικής, πλην με έναν πρωτότυπο τρόπο, που βασίζεται σε αυτό που ονομάζει «εσχατολογική οντολογία»: Καθ’ αυτόν, ο συνδυασμός είναι παράδοξος, καθώς η εσχατολογία συνήθως αναφέρεται στις έσχατες μέρες συντέλειας του κόσμου (παρεμπιπτόντως, κάτι επίκαιρο στην εποχή μας της οικολογικής καταστροφής και της πυρηνικής απειλής), ενώ οντολογία είναι στο φιλοσοφικό ιδίωμα αυτό που είναι πραγματικά. Για τον Ζηζιούλα, η εσχατολογική οντολογία σημαίνει ότι το αληθινό είναι ενός όντος αποκαλύπτεται στο τέλος του και με αυτήν την έννοια «τα στερνά δείχνουν τα πρώτα».

Η προσωπικότητα του Ιωάννη Ζηζιούλα

Αν ο Ιωάννης Ζηζιούλας υπήρξε ο στοχαστής που τόνισε το πρόσωπο ως μία απολύτως μοναδική και ανεπανάληπτη ταυτότητα, αυτό ισχύει κατ’ εξοχήν για την ίδια την προσωπικότητά του, που υπήρξε όχι μόνο σπάνια, αλλά μάλλον όλως ανεπανάληπτη. Είχα την τύχη να μαθητεύσω κοντά του από μικρή ηλικία. Είχε έναν σωκρατικό τρόπο συνδιάλεξης, κατά τον οποίο πριμοδοτούσε την προσωπική προφορική συζήτηση έναντι της συγγραφής. Κάθε θέμα, για το οποίο χρειαζόταν να γράψει, το συζητούσε επί πολλές ώρες, συνήθως από την εσπέρα μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, αντιμετωπίζοντας διαλογικά κάθε δυνητική ένσταση, προτού να καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα, το οποίο θα έθετε στο χαρτί. Του άρεσαν οι άνθρωποι που δεν ήταν «yes-men», αλλά έφερναν αντιρρήσεις στα λεγόμενά του, αν και επίσης του άρεσε στο τέλος να θριαμβεύει στους διαλόγους, αλλά μόνο αφού είχαν διαρκέσει πολλές ώρες. Αν και έχει συγγράψει πάνω από 200 μελέτες, μέρος των οποίων έχει συγκεντρωθεί σε περίπου 20 βιβλία, έγραφε πολύ λιγότερο από όσο σκεφτόταν και συνδιαλεγόταν, παραμένοντας ένας αυθεντικός Έλληνας στοχαστής σαν τους αρχαίους φιλοσόφους.

Ήταν ένας άνθρωπος που λαχταρούσε την αγάπη. Είχε υπερευαίσθητες κεραίες για να εντοπίζει το παραμικρό συναίσθημα για αυτόν, θετικό ή αρνητικό. Ήταν ένας «αρνητής» της ψηφιακής τεχνολογίας. Δεν ανεχόταν να απορροφάται κανείς στο κινητό του όσο ήταν παρών. Δεν έγραφε σε υπολογιστή, καθώς θεωρούσε τον γραφικό χαρακτήρα ως ελάχιστη σωτηρία της υλικότητας στις σχέσεις μας. Ως μεγαλύτερη «αμαρτία» του θεωρούσε ότι του ήταν δύσκολο να αγαπήσει κάποιον που δεν ήταν έξυπνος. Προβληματιζόταν μήπως με αυτόν τον τρόπο ανήγαγε τις σχέσεις του σε ιδιότητες, έστω ευφυίας ή μόρφωσης. Κι όμως ήταν ανοικτός σε κάθε άνθρωπο, προερχόμενο από οποιαδήποτε διαδρομή. Τόνιζε ότι το μυστικό της αγάπης είναι να μπορεί να γίνει κανείς «πλησίον», κυρίως με την ετυμολογική σημασία, δηλαδή να αγαπήσει όποιον τύχει να είναι κοντά του, ανεξάρτητα από τις ιδιότητές του. Η τυχαιότητα αυτής της συνύπαρξης θα μπορούσε να είναι ένα δώρο Θεού σε μια εποχή όπου συχνά εναποθέτουμε το με ποιους θα σχετιστούμε σε αλγορίθμους. Είχε μεγάλη ευαισθησία για το οικολογικό ζήτημα. Ήταν κριτικός προς ό,τι συνήθως θεωρούμε ως «αμαρτίες», κατά τον τρόπο που γίνεται σήμερα το μυστήριο της εξομολόγησης. Θεωρούσε ότι οι μεγαλύτερες αμαρτίες μας είναι οι παραλείψεις μας. Καθώς επίσης και ότι βασική αμαρτία είναι ο τρόπος με τον οποίο φερόμαστε σήμερα στον κατ’ εξοχήν αδύναμο: το φυσικό περιβάλλον. Πίστευε ότι συχνότατα οι αμαρτίες είναι συλλογικές και δεν μπορεί ένας άνθρωπος να βγάλει τον εαυτό του έξω από μια αμαρτωλή συνθήκη, όπως συμβαίνει και με την οικολογική κρίση και για αυτό αντίστοιχα συλλογική είναι η μετάνοια και η λύτρωση.

Είχε βλέμμα ταυτοχρόνως εταστικό και απορητικό, εκκρεμώς έκπληκτο. Ο λόγος του δεν μπορούσε να αναπαραχθεί ως πληροφορία, καθώς βασιζόταν κυρίως στην απορητική διάθεση, στις σιωπές και παύσεις που ακολουθούσαν τα ερωτήματα, σε ένα μεγάλο φάσμα αινικτικού επιτονισμού, συμπεριλαμβανομένου και του χιούμορ και της ειρωνείας. Έστεκε με δέος απέναντι στον θάνατο, γιατί είχε μια ακραία άποψη για την αγάπη. Θεωρούσε ότι όταν αγαπά κανείς πραγματικά («οντολογικά» στο φιλοσοφικό του ιδίωμα), τότε καταρρέει τη στιγμή του θανάτου του αγαπημένου του. Πολύ απλά δεν μπορεί να συνεχίσει να ζει.

Για αυτό και το να γράφει κανείς έναν «επικήδειο» για τον Ιωάννη Ζηζιούλα αποτελεί ένα οξύμωρο σχήμα. Αν ακολουθούσε κανείς την εκδοχή του για την αγάπη, τότε ο θάνατος θα οδηγούσε σε μία κατάρρευση, την οποία θα μπορούσε να λυτρώσει μόνο η εν σιωπή προσδοκία ενός ξανανταμώματος. Η εμμονή στην καταγραφή του παρελθόντος αντικειμενοποιεί έναν «παλαιό άνθρωπο» που χάνεται, ενώ η αγάπη κοιτάζει προς το μέλλον. Επαναλάμβανε συχνά τη φράση: «Αγαπώ σημαίνει θέλω να είσαι αθάνατος».

Ετερότητα: Η ανοικτή πνευματική παρακαταθήκη

Το ερώτημα που τίθεται στην εποχή μας, μια περίοδο, νομίζω θα συμφωνήσουμε, γενικευμένης ευτέλειας ως προς τους πνευματικούς ανθρώπους, είναι τι σημαίνει σήμερα η «ετερότητα». Κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του, αλλά και μετά την εκδημία του, ο Ιωάννης Ζηζιούλας δοξάστηκε κατ’ εξοχήν από τη φιλελεύθερη διανόηση, επειδή, τονίζοντας την ετερότητα, η σκέψη του είχε ως συνέπεια τον σεβασμό όλων των διαφορετικών ανθρώπων, τη συμπερίληψη ανεξαρτήτως φυλής, έθνους, φύλου, ταυτότητας κ.ο.κ. Αρέσει, επίσης, σε πολλούς το γεγονός ότι ο Ζηζιούλας τόνιζε ότι ο δυτικός πολιτισμός βρίσκεται ακόμη στη συνέχεια του ελληνισμού, βασικό πνευματικό πρόγραμμα του οποίου είναι η οντολογία, δηλαδή η συζήτηση περί του όντος, και για αυτό η θέση της Ορθοδοξίας είναι κυρίως στη Δύση και της Ελλάδας στην Ευρώπη αντί για την Ανατολή. Δεν πρέπει, πάντως, να ξεχνούμε ότι ο ίδιος διανοητής ήταν ένας από τους κύριους κατασκευαστές αντιθετικών σχημάτων Δύσης και Ανατολής, με τα οποία ωστόσο, σε αντίθεση με άλλους συγχρόνους ομοτέχνους τους, αποσκοπούσε να καταστήσει την «ανατολική» Ορθοδοξία πιο προσιτή, προκλητική και γοητευτική για τον δυτικό άνθρωπο. Με την πάροδο των δεκαετιών, η αρχική εμμονή της αντίθεσης Ορθοδοξίας και Δύσης, που χαρακτήρισε τη θεολογική γενιά του 1960, της οποίας υπήρξε εμβληματικό μέλος, έδωσε για τον Ζηζιούλα τη θέση της στον εν ετερότητι διάλογο και εντέλει στη συνύπαρξη με τη Δύση, τηρουμένων όμως πάντοτε των διακρίσεων, που άλλοι σήμερα θεωρούν ως παρωχημένες.

Παραμένει το ερώτημα τι σημαίνει σήμερα η ετερότητα. Για τον Ζηζιούλα η ετερότητα ήταν κάτι το ασύμμετρο, σχεδόν άγριο. Ήταν αυτός που μας καλεί σε σχέση, όντας όλως άλλος, μη αφομοιώσιμος σε φυσικές ιδιότητες, ανεξημέρωτος. Προφανώς και αυτό οδηγεί σε ένα ήθος σεβασμού της όποιας διαφορετικότητας και αυτό στην εποχή του Ιωάννη Ζηζιούλα είχε θεωρηθεί ως μία από τις πλέον ριζοσπαστικές συνέπειες της διδασκαλίας του, ιδίως για τον εκκλησιαστικό χώρο με τη συντηρητική του δυσανεξία στο διαφορετικό.

Σήμερα, όμως, οι προκλήσεις της εποχής μας είναι πιο απαιτητικές. Ο δικαιωματισμός έχει καταστεί ο κατ’ εξοχήν κυρίαρχος λόγος (discourse) του δυτικού ανθρώπου, προκειμένου να παρατείνει λίγο ακόμη την καπιταλιστική του κυριαρχία έναντι των άλλων πολιτισμών και δη στην πιο αφηρημένη εκδοχή της χρηματοπιστωτικής (επίδοξης) παγκοσμιοποίησης. Συχνά καταλήγει να είναι ένας πανηγυρισμός των επιμέρους αποσπασματικών ταυτοτήτων που επισκιάζει την καθολικότητα της χειραφέτησης. Αν και θα μπορούσε να προκύψει ένας φιλελεύθερος δικαιωματισμός ως συνέπεια από τη διδασκαλία του Ιωάννη Ζηζιούλα περί ετερότητας (και αυτό μπορεί να είναι θεμιτό ιδίως σε περιβάλλοντα εκκλησιαστικού συντηρητισμού), ωστόσο, το ερώτημα είναι τι θα σήμαινε για τη συνύπαρξή μας σήμερα (είτε πολιτική, είτε εκκλησιαστική) η κατάφαση στην πλέον ριζική ετερότητα, όχι απλώς στην ξεθυμασμένη και εξημερωμένη διαφορετικότητα που σέβονται πλέον οι κοινωνίες μας. Η τελευταία, η διαφορετικότητα, μάλλον γίνεται σήμερα το λάβαρο για νέες σταυροφορίες έναντι του μη δυτικού, προκειμένου κάθε πολιτισμική ετερότητα να καταποθεί μέχρι να αφομοιωθεί σε μία ανεκτή διαφορετικότητα που δεν θα ενοχλεί ουσιαστικά.

Ενώ ο ταυτόχρονος τονισμός από τον μητροπολίτη Περγάμου της σημασίας του επισκόπου στα έσω της Εκκλησίας και του σεβασμού της διαφοράς προς τα έξω, κινδυνεύει να λάβει τη μορφή μιας νέας «πεφωτισμένης δεσποτείας»: Η τελευταία σημαίνει ότι στο μεν εσωτερικό της η Εκκλησία ακολουθεί ένα περήφανα αντιδημοκρατικό συγκεντρωτικό πυραμιδωτό μοντέλο, την ίδια στιγμή που σεμνύνεται στο εξωτερικό για τη δημοκρατική συνύπαρξή της με τους άλλους θεσμούς μια πλουραλιστικής κοινωνίας. Αυτό το μοντέλο, όμως, που πολλοί θεολόγοι ανερυθρίαστα διαφημίζουν, σημαίνει ότι η Εκκλησία γίνεται χειρότερη από τον κόσμο, αντί για πρωτοπόρο «άλας της γης»: Ανέχεται δηλαδή έξω της μια φιλελεύθερη δημοκρατία την οποία, όμως, συνειδητά αποτάσσεται στο εσωτερικό της. (Βεβαίως, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι ως προς αυτό οι εκκλησιαστικοί ηγέτες προηγήθηκαν των πολιτικών: Σήμερα και οι πολιτικοί πλέον προσανατολίζονται σε ένα μοντέλο πεφωτισμένης δεσποτείας, όπου οι κοινωνίες είναι φιλελεύθερες, δικαιωματικές, αλλ’ επ’ ουδενί δημοκρατικές και ως προς αυτό έπονται των πεφωτισμένων ιεραρχών που είχαν έγκαιρα φιλοδοξήσει μία παρόμοια δομή για τις εκκλησίες. Ένας «αυταρχικός δικαιωματισμός» είναι πλέον η κυρίαρχη τάση και στην πολιτική).

Κατά παρόμοιο τρόπο, και ο οικολογικός προβληματισμός, καθολικώς αποδεκτός πλέον, (όπως δεν ήταν στη δεκαετία του 1980, όταν ο Ιωάννης Ζηζιούλας ως νεωστί χειροτονηθείς μητροπολίτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον είχε εισαγάγει στην εκκλησιαστική προβληματική), κινδυνεύει να γίνει ανώδυνο green-washing, αν δεν συνδυαστεί με μία στιβαρή κριτική προς τις ιμπεριαλιστικές και αποικιοκρατικές δυνάμεις που απειλούν την ανθρωπότητα με ολοκαύτωμα. Πώς, όμως, να αναλάβουν την κριτική αυτή εκκλησίες που έχουν επιλέξει πρόθυμα τον ρόλο της ήπιας ισχύος των ίδιων αυτών δυνάμεων ως υπέρτατο λόγο ύπαρξής τους;

Για αυτό και χρειάζεται σήμερα χωρίς εύκολους πανηγυρισμούς να ψελλίσουμε ξανά με συντριβή το τι σημαίνει η ετερότητα, η αγριότητα κι η αγιότητα, αν δεν θέλουμε να έρθει ένα τέλος που θα εξηγήσει με τραγικό για εμάς τρόπο την ως τώρα πορεία μας.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Economist: Τα Γλυπτά του Παρθενώνα ενδέχεται να επιστρέψουν στην Ελλάδα το 2025

Για «φρένο» στην κυβέρνηση Ζελένσκι καλεί ο συνήγορος της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας

Το Λος Άντζελες αυτοανακηρύσσεται «ασφαλές καταφύγιο» για πρόσφυγες και μετανάστες

31 μετανάστες και πρόσφυγες σε βραχονησίδα κοντά στο Αγαθονήσι

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα