Παρά τις όποιες εξαγγελίες της κυβέρνησης Σοσιαλιστών/Podemos για την προστασία των δανειοληπτών από τη φρενήρη αύξηση των κυμαινόμενων επιτοκίων και του Euribor, ακόμη μαίνεται η μάχη ανάμεσα στις οικονομικές ελίτ. Σύμφωνα με στοιχεία, που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα, μόνο ο τραπεζικός τομέας συσσωρεύει κέρδη άνω των 20 δισ. ευρώ. Η πολυθρύλητη συμφωνία κυρίων με τους τραπεζίτες να εφαρμόσουν «εθελοντικά» μέτρα συγκράτησης των αυξήσεων στα κυμαινόμενα επιτόκια, όχι μόνον μοιάζει κενό γράμμα, αλλά οι διευθυντές τους σκοπεύουν να προσβάλλουν δικαστικά το σχετικό διάταγμα της κυβέρνησης, που ενδεχομένως θα τους επέβαλε μία συμμόρφωση.
Τα χρήματα για να μοιρασθούν είναι πολλά και κυρίως εύκολα, αφού φροντίζει γι’ αυτό η ΕΚΤ, με πρόσχημα την καταπολέμηση του πληθωρισμού, ο οποίος είναι καθαρά πληθωρισμός κόστους με ευθύνη της ίδιας της Ε.Ε., που συντηρεί ενάντια στο συμφέρον της τον πόλεμο στην Ουκρανία και την κρίση στην ενέργεια και τις τιμές. Οι δε, τράπεζες, που έχουν υπογράψει το Σύμφωνο Καλών Πρακτικών για να διευκολύνουν περίπου ένα εκατομμύριο νοικοκυριά δε μοιάζουν διατεθειμένες να το τηρήσουν.
Οι πέντε τράπεζες, που περιλαμβάνονται στη συμφωνία κυρίων και έχουν ανακοινώσει τους ισολογισμούς και τα κέρδη τους, υπολογίζεται πως θα κληθούν να καταβάλουν έναν συνολικό λογαριασμό περίπου ένα δισ. ευρώ σε φόρο στα υπερκέρδη τους. Πιο πολλά αναμένεται να καταβάλλει η CaixaBank, 400 εκατ. ευρώ, ενώ για τη ΒBVA και Santander η αντίστοιχη δαπάνη ανέρχεται σε περίπου 225 εκατ. η καθεμία. Η Sabadell ακολουθεί με 170 εκατ. ευρώ και έπεται η Bankinter, με φόρο μεταξύ 80 και 100 εκατ. ευρώ. Η Unicaja είναι η μόνη από τις μεγάλες οντότητες, που δεν έχει δημοσιεύσει τα σχετικά δεδομένα.
Συγκρίνοντας την καταβολή αυτού του φόρου (εάν πληρωθεί βέβαια ποτέ, αλλά και πότε, άμα υποτεθεί ότι θα προσβάλλουν το μέτρο) με το όφελος που έχουν αποκομίσει αυτές οι πέντε τραπεζικές οντότητες μόνο στην Ισπανία, προκύπτει ένα ποσοστό της τάξης του 13%. Οι τράπεζες εξετάζουν άμεσα να ασκήσουν έφεση σε αυτόν τον φόρο, καθώς πρέπει να κάνουν την πρώτη πληρωμή πριν από τις 20 Φεβρουαρίου. Η τράπεζα, που ανακοίνωσε σαφώς πως θα προσφύγει κατά του μέτρου για τη φορολόγησή της ήταν η Bankinter, αν και όλες οι υπόλοιπες άφησαν επίσης ανοιχτό το ενδεχόμενο να αμφισβητήσουν τον νέο φόρο. «Αναλύουμε από νομική άποψη εάν έχει ή όχι νόημα να αμφισβητήσουμε τον φόρο», δήλωσε ήδη από την περασμένη Παρασκευή ο πρόεδρός της, Χοσέ Ιγνάθιο Γκοϊριγολθάρι.
Στον χορό των στοιχείων για τα ιλιγγιώδη τούτα κέρδη -μάλιστα σε εποχή πλήρους κρίσης- που ξεκίνησαν με την τράπεζα BBVA (6,4 δισ. ευρώ) προστέθηκαν αυτά της Santander και λίγο μετά της CaixaBank (3,15 δισ. ευρώ). Μάλιστα η πιο «διεθνής» Santander κατέγραψε την υψηλότερη κερδοφορία στην ιστορία της με 9,605 δις. ευρώ, δηλ. 18% περισσότερα από την προηγούμενη χρονιά. Μάλιστα, τα 1,560 δισ. ευρώ των κερδών της προέρχονται από τις δραστηριότητές της την Ισπανία, που τουτέστιν μεθερμηνεύεται σε ένα 149% (sic!) περισσότερο από το 2021!
Πιστή στις εξαγγελίες και το πρόγραμμα, που είχε ανακοινώσει, απέναντι σ’ αυτά τα ιλιγγιώδη κέρδη η αντιπρόεδρος Γιολάνδα Ντίαθ πρότεινε να παγώσουν τα στεγαστικά δάνεια με μεταβλητό επιτόκιο. Μία πρόταση, που συνάδει με τις υποσχέσεις του κόμματός της, των Podemos, για τα κοινωνικά και οικονομικά μέτρα προστασίας των δανειοληπτών και των οικονομικά ασθενέστερων. Αλλά και η υφυπουργός της, Ιόνε Μπελάρα, χαρακτήρισε «απόλυτη αυθάδεια» τα τραπεζικά υπερκέρδη, υπαινισσόμενη πως οι τράπεζες οφείλουν να επιδείξουν καλή πρόθεση.
Φωνές βοώντων, όμως γιατί η πρόεδρος της Santander, Άνα Πατρίθια Μποτίν, επανέλαβε τα στερεότυπα επιχειρήματα των οικονομικών ελίτ, όταν καλούνται να συνεισφέρουν στην εθνική οικονομία και την κοινωνία. «Μία τέτοια παραχώρηση», είπε η πρόεδρος της Santander «θα οδηγούσε σε ένα κίνημα επάξιο του ανεπανάληπτου θεατρικού του Εντουάρντο Ντε Φιλίπο ‘Non ti pago’ (Δεν πληρώνω)». Και συνέχισε με τη συνήθη επωδό πως το καλύτερο μέτρο είναι να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας, «που αυτό δεν είναι δουλειά των τραπεζών, αλλά της κυβέρνησης». Βέβαια, οι ίδιες οι υπερκερδοφόρες τράπεζες μειώνουν το προσωπικό τους και τα λειτουργικά κόστη (με τους χρήστες των ηλεκτρονικών συναλλαγών να πληρώνουν προμήθεια για δουλειά που γλιτώνουν οι τράπεζες) και ξεφορτώνουν τα βάρη των απολυμένων στο Κράτος.
Με τον ίδιον κυνισμό, αναφέρεται στη φρενίτιδα των αυξήσεων στα στεγαστικά επιτόκια ο Ισπανός επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής, Χοσέ Μανουέλ Κάμπα, που και γι’ αυτόν οι δανειολήπτες με κυμαινόμενο επιτόκιο δεν πρέπει να προστατευθούν. «Ας πρόσεχαν», λέει και προσθέτει πως «εφόσον τόσον καιρό επωφελούνταν από τα χαμηλά επιτόκια, τώρα θα πρέπει να κάνουν ‘τα κουμάντα’ τους με τις αυξημένες υποχρεώσεις». Βέβαια, παραλείπει να σκεφθεί πως όσοι είχαν εξαρχής επιλέξει κυμαινόμενο επιτόκιο ήταν εκείνοι, που μόλις και μπορούσαν να ανταποκριθούν οικονομικά σε ένα στεγαστικό δάνειο. Και τώρα, οι ίδιοι, που μάλιστα από τα χρήματά τους είχαν στηρίξει στην κρίση του 2008 τις ίδιες τράπεζες, θα πρέπει να κινδυνεύουν να χάσουν τα σπίτια τους, ενώ οι τράπεζες κερδοσκοπούν από τα επιτόκια και από τις χαμηλές αποδόσεις των καταθέσεων.
Τη στιγμή μάλιστα που οι τράπεζες, καίτοι κερδίζουν από την αύξηση του Euribor, δεν φροντίζουν να ανεβάσουν τις αποδόσεις των μερισμάτων ή των τόκων τους. Αν κάποιος έχει κάποια χρήματα στην τράπεζα μπορεί το ανώτερο να χαρεί μία απόδοση 0,4%, να βγάλει δηλ. τους καφέδες του. Η μόνη σταθερή επένδυση για κάποιον μικρομεσαίο είναι μόνο τα κρατικά ομόλογα, όπως μαρτυρούν οι ουρές που σχηματίζονται μπροστά από την Τράπεζα της Ισπανίας.
Τώρα βέβαια, εάν κάποιος είναι από τα εκατομμύρια δανειοληπτών με κυμαινόμενο επιτόκιο, θα πρέπει να κάνει ευφάνταστες ταχυδακτυλουργίες για να περάσει τον μήνα, έχοντας να ξοδέψει περισσότερα για την εξυπηρέτηση του δανείου του. Μετά από επτά χρόνια σε αρνητικό έδαφος, το Euribor (το σημείο αναφοράς για τα περισσότερα στεγαστικά δάνεια) επέστρεψε σε θετικό έδαφος τον Απρίλιο του 2022 και ξεκίνησε μια ακατάπαυστη ανοδική πορεία, που μάλλον δεν προβλέπεται να σταματήσει.
Οι ειδικοί υπολογίζουν ότι, ανάλογα με την περίπτωση, στην Ισπανία οι μηνιαίες δόσεις των δανείων θα αυξηθούν από 100 έως 250 ευρώ. Κάτι που θα επιβαρύνει αφάνταστα τον προϋπολογισμό του κάθε νοικοκυριού, χωρίς βέβαια να υπολογίζονται ο πληθωρισμός, η άνοδος στα τρόφιμα και αγαθά και η ουσιαστική καθήλωση των μισθών, παρά το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ διαβεβαίωνε πως την Τρίτη 14 Φεβρουαρίου θα θέσπιζε την αύξηση του κατώτατου μισθού, σε 1.080 ευρώ. Ουσιαστικά, ο Σύνδεσμος Εργοδοτών (με επικεφαλής τον πρόεδρό του Αντόνιο Γαραμένδι των 400.000 ευρώ τον χρόνο) έχει απορρίψει την αύξηση, αρνούμενος -όπως οι Τράπεζες- να μπει στη θέση των υπερχρεωμένων, υποπληρωμένων εργαζομένων.
Υπάρχουν εργαζόμενοι, που χαίρουν μίας κάποιας σταθερότητας, χάρις στο νομοσχέδιο της Γιολάνδα Ντίαθ για την αύξηση των συμβάσεων αορίστου χρόνου, αλλά το πρόβλημα αρχίζει πάλι να ακούει στο όνομα της ανεργίας. Η χρόνια νόσος της απασχόλησης, η εποχικότητα, κτυπά πάντοτε τις σύγχρονες κοινωνίες και αγορές εργασίας και με βάσει τα νέα στοιχεία για τον Ιανουάριο ο αριθμός των ανέργων αυξήθηκε κατά 71.000, ενώ συνολικά χάθηκαν 215.000 θέσεις εργασίας. Ο συνολικός αριθμός των ανέργων παραμένει μόλις κάτω από το ψυχολογικό όριο των 3 εκατ. ( 2.908.397 ), όμως οι προοπτικές στους χώρους δουλειάς και οι αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων, δεν φαίνεται να συμβαδίζουν με τις αυξημένες προοπτικές για την ανάπτυξη της Ισπανίας, που προβλέπουν οι νέες εκτιμήσεις της Ε.Ε..
Στη σημερινή Ισπανία 1,3 εκατομμύρια άνθρωποι ακόμη προσφεύγουν στις «τράπεζες τροφίμων», που μοιράζουν φαγώσιμα και άλλα είδη διαβίωσης σε αναξιοπαθούντες, για να κατορθώσουν να μειώσουν κάποια έξοδα της καθημερινότητας, καθώς οι άλλες τράπεζες, με τακτική αρπακτικού ζητούν μόνο να παίρνουν.