Οι εναρκτήριες ομιλίες της διάσκεψης εμπέδωσαν τον πολεμικό πυρετό, που επικρατεί στις δυτικές πρωτεύουσες. Ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι άνοιξε το συνέδριο με διαδικτυακή ομιλία, όπου επανέλαβε το κάλεσμά του για ποιοτική και ποσοτική αύξηση της στρατιωτικής συνδρομής του ΝΑΤΟ προς την Ουκρανία. Ο ένας μετά τον άλλον οι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί ηγέτες απέκλεισαν κάθε ενδεχόμενο διαπραγματεύσεων και κατάπαυσης του πυρός. Παραμένουν αφοσιωμένοι σε μια ολοκληρωτική στρατιωτική επικράτηση εναντίον της Ρωσίας, αλλά και σε κάτι ακόμα περισσότερο: την αλλαγή καθεστώτος στη Μόσχα.
Δεκαέξι χρόνια πριν, στα πλαίσια της ίδιας Διάσκεψης, ο τότε καλεσμένος του συνεδρίου Βλαντίμιρ Πούτιν είχε παραχωρήσει μία ομιλία, που είχε προκαλέσει αίσθηση στο κοινό του συνεδρίου, αλλά και σε όσους παρακολουθούσαν με προσοχή τα διεθνή τεκταινόμενα. Ήταν η εποχή που στη διεθνή διπλωματία κυριαρχούσε το σοκ του απόηχου της αμερικανικής εισβολής και κατάληψης του Ιράκ, εκεί όπου η αμερικανική υπερδύναμη είχε κουρελιάσει το διεθνές δίκαιο διαλύοντας μία χώρα βασισμένη σε εντελώς ψευδή προσχήματα. Η εποχή κατά την οποία τα δυτικά γεράκια προωθούσαν την εγκατάσταση αντιπυραυλικής ασπίδας στην Ανατολική Ευρώπη με πρόσχημα την πυρηνική απειλή από τη Βόρεια Κορέα. Μία εποχή, που η μονοκρατορία των ΗΠΑ ήταν εμπεδωμένη, αδιαμφισβήτητη, κοινός τόπος για οποιονδήποτε διπλωμάτη σεβόταν τον εαυτό του.
Η Ρωσία στα μέσα της δεκαετίας του 2000 ολοκλήρωνε την επανένταξή της στο διεθνές στερέωμα. H Σοβιετική Ένωση ήταν πια παρελθόν. Η Ρωσία δεν επιτελούσε πλέον τον ρόλο του ιδεολογικού αντιπάλου της Δύσης. Ενεργούσε πυρετωδώς για την ομαλή ενσωμάτωσή της στο διεθνές οικονομικό και πολιτικό σύστημα. Συζητούσε με τις ΗΠΑ την αμοιβαία μείωση των πυρηνικών κεφαλών των δύο χωρών, προετοίμαζε την είσοδό της στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, άνοιγε αφειδώς τις αγορές της στις δυτικές επενδύσεις. Έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να αποδείξει στην κυρίαρχη Δύση ότι θέλει να συνεργαστεί, ότι θέλει να αποτελέσει τμήμα ενός ενοποιημένου καπιταλιστικού κόσμου, όπως αυτός προέκυψε από τον θρίαμβο των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στον Ψυχρό Πόλεμο. Όμως όλες της οι ενέργειες συναντούσαν έναν τοίχο, που στην αρχή φάνταζε δυσνόητος, αλλά μέχρι τη διάσκεψη του 2007 είχε γίνει φανερός.
Η Δύση δεν μπορούσε να επιτρέψει στη Ρωσία να συμμετάσχει με ίσους όρους στο διεθνές σκηνικό. Την αντιμετώπιζε ως δυνητικό ανταγωνιστή και γεωπολιτικό αντίπαλο. Είναι αυτή η συνειδητοποίηση που κάνει τον Πούτιν του 2007 να εκφράζει την απορία του για τα δύο μέτρα και δύο σταθμά, που εφαρμόζει η Δύση στις διεθνείς υποθέσεις της. Καταγγέλλει την μονοκρατορία των ΗΠΑ, την απομάκρυνση από το διεθνές δίκαιο, την άρνηση της Δύσης να συναινέσει στην οικοδόμηση μιας διεθνούς αρχιτεκτονικής ασφάλειας που θα λάμβανε υπόψη και τις ανησυχίες των ανερχόμενων δυνάμεων των BRICS. Ανάμεσα σε πειράγματα και γέλια μεταξύ των υψηλών διπλωματικών αποστολών της Γερμανίας, της Ρωσίας και των ΗΠΑ – που πλέον φαντάζουν αδιανόητα – ο Πούτιν προειδοποιούσε ότι η ασφυξία που επιβάλλουν οι Δυτικοί απέναντι σε κάθε πιθανό γεωπολιτικό ανταγωνιστή θα οδηγήσει σε έναν κόσμο με λιγότερη ασφάλεια και ομαλότητα.
Πίσω στη Διάσκεψη Ασφαλείας του 2023, οι δυτικοί ηγέτες θρυμμάτισαν τις όποιες ελπίδες υπήρχαν για διπλωματικές προσπάθειες επίλυσης της κρίσης, ένα χρόνο μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής. Ο Γερμανός καγκελάριος Σολτς δήλωσε ότι «είναι σοφό να προετοιμαστούμε για έναν μακροχρόνιο πόλεμο». Ακόμα περισσότερο, κάλεσε όσες χώρες έχουν την δυνατότητα να στείλουν τανκς στην Ουκρανία να το κάνουν το συντομότερο δυνατό. Η ίδια η Γερμανία έχει δεσμευτεί για την αποστολή δεκάδων αρμάτων μάχης τους επόμενους μήνες. Στη δική του τοποθέτηση, ο Ρίσι Σούνακ εκ μέρους του Ηνωμένου Βασιλείου, τόνισε ότι «χρειαζόμαστε μία στρατηγική που θα δώσει το στρατιωτικό πλεονέκτημα στην Ουκρανία». Συνέχισε λέγοντας ότι η Βρετανία ήταν η πρώτη χώρα, που έδωσε άρματα μάχης στο Κίεβο, ότι εκπαιδεύει πιλότους, πεζοναύτες και λοιπό στρατιωτικό προσωπικό για να εξασφαλίσει την ικανότητα του ουκρανικού στρατού να χειρίζεται όπλα Νατοϊκής προέλευσης. Η Βρετανία δεν έχει κρύψει στιγμή άλλωστε ότι δεν επιθυμεί κανενός είδους διαπραγματεύσεων με τη ρωσική πλευρά για όσο διαρκεί ο πόλεμος. Η αντιπρόεδρος Κάμαλα Χάρις, που ηγείται πολυπληθέστατης αμερικανικής αντιπροσωπείας, μίλησε για την ανάγκη διατλαντικής ενότητας απέναντι στην απειλή που πρεσβεύει ο Πούτιν «αλλά και κάθε άλλος αυταρχικός ηγέτης του κόσμου που δεν σέβεται τη διεθνή νομιμότητα».
Ενδεικτικό της πολεμικής υστερίας που επικρατεί στη Δύση είναι η μουδιασμένη έως και επιθετική αντίδραση στην ομιλία Μακρόν. Ο Γάλλος ηγέτης φυσικά δεν υιοθέτησε κάποια φιλειρηνική θέση, που απειλεί το αρραγές μέτωπο της Δύσης, καθώς κάλεσε κάθε σύμμαχο της Ουκρανίας να ενισχύσει την πολεμική προσπάθεια μέχρι το Κίεβο να μπορεί να διαπραγματευτεί με τη Μόσχα με τους δικούς του όρους. Τόνισε όμως, παράλληλα, ότι για να επιτευχθεί η ειρήνη στην Ευρώπη και τον κόσμο, η Δύση πρέπει να βρει έναν τρόπο να συνυπάρξει με τη Ρωσία. «Δεν πιστεύω ούτε λίγο στην αλλαγή καθεστώτος», δήλωσε ο Εμανουέλ Μακρόν. Και συνέχισε: «Όταν ακούω σενάρια για αλλαγή καθεστώτος αναρωτιέμαι ποιος και τι θα έρθει μετά. Πώς μπορούμε να το πετύχουμε; Έχουμε πλέον εμπειρία τι σημαίνει αλλαγή καθεστώτος τις τελευταίες δεκαετίες και ήταν μία ολοκληρωτική αποτυχία». Ακόμα και η υπόνοια ότι ένας δυτικός ηγέτης μπορεί να σκέφτεται τις συνομιλίες με την παρούσα κυβέρνηση στη Μόσχα εκλαμβάνεται ως παραφωνία στην καλοκουρδισμένη και εξαιρετικά πολεμοχαρή πολιτική ηγεσία της Δύσης.
Τίποτα δεν έχει αλλάξει από την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και μετά. Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους δεν μπορούν να φανταστούν έναν κόσμο, στον οποίο δεν κρατάνε σφιχτά τα ηνία της οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής πρωτοκαθεδρίας.
Οι εκπεφρασμένες προθέσεις των πολιτικών ηγετών, στρατηγικών αναλυτών, διπλωματών και επιχειρηματιών, που συμμετείχαν στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, δεν προμηνύουν τίποτα θετικό μεσοπρόθεσμα. Η ένταση θα συνεχίσει να οξύνεται, οι στρατιωτικοί προϋπολογισμοί θα συνεχίσουν να φουσκώνουν και οι πολεμικές βιομηχανίες θα πλουτίσουν πέραν κάθε φαντασίας. Την ίδια ώρα, η πιο φονική σύγκρουση, που γνώρισε η ανθρωπότητα τις τελευταίες δεκαετίες, θα συνεχίσει να μαίνεται. Οι πιο σκοτεινές μέρες για την Ουκρανία και τον κόσμο είναι, δυστυχώς, μπροστά.