Ας διασκεδάσουμε λίγο με μια αναχρονιστική υπόθεση. Είμαστε στο 1970 και ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον υπόσχεται κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου πως μπορεί να οργανώσει μια διάρρηξη στο αρχηγείο των Δημοκρατικών. Όταν όμως, έναν χρόνο μετά, συλλαμβάνονται οι διαρρήκτες του Watergate, καμία μεγάλη εφημερίδα της εποχής δεν καταλογίζει στον Νίξον ευθύνες, αλλά αντίθετα τα μέσα ενημέρωσης εξετάζουν την πιθανότητα να έκαναν οι ίδιοι οι Δημοκρατικοί διάρρηξη στα γραφεία τους. Tελικά, ένας μόνο δημοσιογράφος δημοσιεύει ρεπορτάζ που «δείχνει» τον Νίξον ως υπαίτιο, με πληροφορίες από ανώνυμη πηγή στο Λευκό Οίκο. Οι συνάδελφοί του συνεχίζουν παρόλα αυτά να σφυρίζουν αδιάφορα, αν δεν επιχειρούν να αποδομήσουν τον ενοχλητικό δημοσιογράφο.
Μολονότι δεν υπάρχει ευθεία αναλογία ανάμεσα στο σαμποτάζ των κομματικών σου αντιπάλων με το στρατιωτικό σαμποτάζ υποθαλάσσιων αγωγών φυσικού αερίου εντός των συνόρων συμμαχικής χώρας, το οποίο οδηγεί σε ανυπολόγιστη περιβαλλοντική καταστροφή και διακινδυνεύει περαιτέρω τη στρατιωτική σύγκρουση με μια πυρηνική δύναμη, η παραπάνω υπόθεση ίσως αρμόζει στα γελοία και εξωφρενικά που διαδραματίζονται αυτές τις μέρες στο φιλοπολεμικό στρατόπεδο που ονομάζεται αμερικανική mainstream δημοσιογραφία.
Τις τελευταίες δέκα ημέρες, ιστορικές εφημερίδες όπως η Washington Post και οι New York Times (μαζί με τα ABC, NBC, MSNBC, NPR, BuzzFeed, CNN, The Huffington Post, και Politico, μεταξύ άλλων) σιωπούν επιδεικτικά στις αποκαλύψεις που δημοσίευσε ο θρύλος της ερευνητικής δημοσιογραφίας Σίμουρ Χερς (Seymour Hersh) στον ανεξάρτητο ιστότοπο Substack, για το πώς οι ΗΠΑ σε συνεργασία με τη Νορβηγία ανατίναξαν τους ρωσο-γερμανικούς αγωγούς φυσικού αερίου Nord Stream.
Τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης έχουν φυσικά επιλέξει τη σιωπή εδώ και ένα χρόνο. Ο πρόεδρος Μπάιντεν δήλωνε ήδη από τις 7 Φεβρουαρίου του 2022 (με τον Γερμανό καγκελάριο στο πλευρό του!) πως σε περίπτωση ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία «θα τελειώσουμε τον Nord Stream. Σας υπόσχομαι ότι μπορούμε να το κάνουμε». Παρόμοια δήλωση είχε κάνει νωρίτερα και η υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Βικτόρια Νούλαντ. Όπως αναφέρει όμως στο ρεπορτάζ του ο Χερς (ο άνθρωπος, για να έχουμε ένα μέτρο, που αποκάλυψε τη σφαγή στο Μι Λάι του Βιετνάμ το 1969 και αργότερα τα βασανιστήρια στις φυλακές του Άμπου Γκράιμπ στο Ιράκ), οι συνάδελφοί του αντιμετώπισαν την ανατίναξη του περασμένου Σεπτέμβρη ως «άλυτο μυστήριο», αναφέροντας μάλιστα ως πιθανό ένοχο τη Ρωσία, και χωρίς φυσικά να διευκρινίσουν ένα σαφές κίνητρο. «Αυτό που έκανα» πρόσθεσε σε πρόσφατη συνέντευξή του «ήταν απλώς να εξηγήσω το προφανές».
Δεν είμαστε όμως πλέον στο 1970 και το να εξηγείς το προφανές δεν είναι προφανές. Κάτι έχει αλλάξει και μάλλον δεν είναι η διαχρονική προθυμία της κυρίαρχης αμερικανικής δημοσιογραφίας να στηρίζει την αμερικανική ηγεμονία. Πριν τον Πόλεμο του Ιράκ, για παράδειγμα, οι New York Times επικαλούνταν πολλαπλές ανώνυμες πηγές για το ότι ο Σαντάμ δήθεν προσπαθούσε να κατασκευάσει ατομική βόμβα. Τα πρωτοσέλιδα αυτά ρεπορτάζ αποδείχθηκαν φυσικά ανακριβή, πράγμα που ακολούθησε ένα χλιαρό mea culpa. Τα δημοσιεύματα αυτά ακολούθησαν τα ψέματα της κυβέρνησης Μπους που είχε ήδη αποφασίσει την εγκληματική εισβολή στο Ιράκ. Αντίθετα, οι βομβαρδισμοί του Nord Stream έγιναν σε ένα κλίμα αυξανόμενης ανησυχίας από το αμερικανικό κατεστημένο για τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία, την ίδια στιγμή που τα μέσα ενημέρωσης αρνούνταν να κάνουν κριτική στον επεκτατισμό του ΝΑΤΟ πριν την ρωσική εισβολή και δημοσίευαν πανηγυρισμούς για τον εξοπλισμό της Ουκρανίας.
Πώς εξηγείται αυτή η μετάβαση των αμερικανικών μέσων ενημέρωσης από στενογράφους, έστω, της εξουσίας σε απροκάλυπτους στρατιωτικούς προπαγανδιστές; Ίσως για μια εξήγηση μπορούμε να απευθυνθούμε σε έναν Γάλλο. Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο ιστορικός Εμανουέλ Τοντ (Emmanuel Todd) έδωσε όνομα σε μια νέα ιδεολογία: την «Δημοσιογραφία με κεφαλαίο Δ» (Journalisme, κατά το Catholicisme ή Communisme, όπως λέει). Η Δημοσιογραφία εκκολάφθηκε μετά τη διάβρωση των ιδεολογιών, δίνοντας τέλος στον μιντιακό πλουραλισμό αντιμαχόμενων πολιτικών τάσεων. Η Δημοσιογραφία πλέον βλέπει ως μόνη ελευθερία που έχει σημασία αυτή του δημοσιογράφου, με μια υποκείμενη ιδέα ότι ο δημοσιογράφος είναι ανώτερος από τον πολιτικό.
Οι πολιτικοί, τόνισε ο Τοντ, «τρομοκρατούνται πλέον από τους δημοσιογράφους». Η πολεμοχαρής Δημοσιογραφία, ομογενοποιημένη και αυτοτροφοδοτούμενη, μπορεί να αναχαιτίσει ακόμα και κυβερνήσεις που αναζητούν λογικές λύσεις στις πολεμικές συρράξεις. «Βρισκόμαστε σε μια ολοένα και πιο επικίνδυνη κατάσταση διεθνώς» πρόσθεσε ο Τοντ «όπου ο Τύπος […] θα λειτουργεί ως κίνητρο για τους πολιτικούς να είναι ανεύθυνοι». Ένα παράδειγμα που φέρνει είναι η ανάπτυξη της ρωσοφοβίας: εκκολάφθηκε στα μέσα ενημέρωσης πολύ πριν το μοιραίο έτος 2014 και κατόπιν υιοθετήθηκε από τους πολιτικούς.
Ίσως λοιπόν τα όπλα που στέλνει το αμερικανικό Κογκρέσο στην Ουκρανία να είναι μια προσπάθεια κατευνασμού της πολεμόχαρης Τέταρτης Εξουσίας. Ίσως επίσης, ο δισταγμός του Μπάιντεν, όπως περιγράφεται στο ρεπορτάζ του Χερς, στο να δώσει το πράσινο φως για την ανατίναξη του Nord Stream δεν ήταν μια αμιγώς στρατηγική επιλογή. Μετά το faux σκάνδαλο Russiagate για δήθεν παρέμβαση στις αμερικανικές εκλογές του 2016 από τον Πούτιν, τα μέσα ενημέρωσης των ΗΠΑ δεν υπηρετούν απλώς ένα νέο ψυχροπολεμικό κλίμα, αλλά το καθοδηγούν και το παροξύνουν. Ο Μπάιντεν οφείλει να τα ανταμείβει με πλάνα από φουρτουνιασμένες θάλασσες, κάπου μακριά, εννοείται, από τα γραφεία τους στο Μανχάταν.
Τελικά, ίσως ακόμα και ο δημοσιογράφος με «μικρό δέλτα» Χερς δεν έχει δίκιο όταν λέει πως «η δουλειά του δημοσιογράφου δεν είναι να φοβάται». Η Δημοσιογραφία των ΗΠΑ δεν φοβάται να πει την αλήθεια για προφανή γεγονότα, αλλά ενθουσιάζεται με τη σκέψη πως είναι ελεύθερη να τα κατευθύνει. Η δουλειά των Δημοσιογράφων της Δύσης δεν είναι η δημοσιογραφία.