Τα νέα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα το γερμανικό υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων αποτυπώνουν τις εντεινόμενες δυσκολίες που αντιμετωπίζει το ένα πέμπτο των συνταξιούχων στη χώρα καθώς ένας στους πέντε συνταξιούχους άνω των 65 ετών πασχίζει να επιβιώσει λόγω φτώχειας.
Ο ένας στους πέντε συνταξιούχους στη Γερμανία ζει με μηνιαία εισοδήματα κάτω των 1135 ευρώ και επομένως βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας, όπως αυτό προσδιορίζεται βάσει μιας σειράς παραγόντων που σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με το καθεστώς μισθών και εισφορών, το κόστος διαβίωσης, αλλά και την γενικότερη πορεία του πληθωρισμού.
Ήδη από τον Ιούλιο του 2021 είχε καταγραφεί πως σχεδόν το 18% των συνολικά 19,6 εκατομμυρίων συνταξιούχων στη Γερμανία καλούνταν να επιβιώσει με συντάξεις κάτω του ορίου της φτώχειας, ενώ 11 χρόνια πριν (το 2010) το ποσοστό αυτό περιοριζόταν στο 12,6%. Δεν πρόκειται επομένως για πρόσκαιρο φαινόμενο αλλά για ισχυρή τάση που δείχνει πως όσο περνούν τα χρόνια αυξάνεται ο αριθμός των φτωχών χαμηλοσυνταξιούχων.
Η Χάιντι Ράιχινεκ, εκπρόσωπος του κόμματος της Αριστεράς για ζητήματα τρίτης ηλικίας, σχολιάζοντας τα στοιχεία αυτά τόνισε πως «ο πληθωρισμός και οι αυξανόμενες τιμές της ενέργειας ροκανίζουν ολοένα περισσότερο τις ήδη πενιχρές συντάξεις». Η ίδια τάσσεται υπέρ της κατοχύρωσης μιας ελάχιστης μηνιαίας σύνταξης αλληλεγγύης στα 1.200 ευρώ καθαρά, κατά το πρότυπο της Αυστρίας, όπου ισχύει σύστημα με τρεις ελάχιστες συντάξεις μεταξύ 1.200 και 1.500 ευρώ, ανάλογα με τα έτη καταβολής εισφορών.
Από τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας προκύπτει επίσης ότι από τον κίνδυνο φτώχειας στην τρίτη ηλικία απειλούνται κυρίως οι γυναίκες. Σύμφωνα με τη Ράιχινεκ, ειδικότερα, οι γυναίκες εργαζόμενες στους κλάδους της εκπαίδευσης ή της υγειονομικής περίθαλψης θα πρέπει να αμείβονται καλύτερα, ώστε να έχουν καλύτερες απολαβές την περίοδο της συνταξιοδότησης.
Άλλο στοιχείο που κάνει δυσκολότερη τη ζωή των συνταξιούχων αφορά την έκρηξη στις τιμές των ενοικίων σε πολλές γερμανικές πόλεις στις οποίες ολοένα και περισσότεροι εξαρτώνται από τα επιδόματα στέγασης ή αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τους τόπους διαμονής για περιοχές με πιο προσιτή στέγαση.