Από την εναρκτήρια εντυπωσιακή σκηνή μάχης της ταινίας «Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο», η πρώτη αυτή γερμανόφωνη κινηματογραφική μεταφορά του κλασικού μπεστ-σέλερ του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, αποπνέει το πρεστίζ μιας επικής υπερπαραγωγής. Ένας Γερμανός στρατιώτης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου τρέχει πανικόβλητος, ενώ οι σύντροφοί του πέφτουν ένας-ένας από τα πυρά των Γάλλων. Το όπλο του μπλοκάρει, αλλά η μόνη επιλογή είναι να συνεχίσει να προχωρά προς τα μπρος, προς έναν σχεδόν βέβαιο θάνατο. Η δράση τελικά κόβεται ξαφνικά σε ένα μαύρο καρέ χωρίς ήχο, αυτό δηλαδή που ίσως νιώθει κανείς τη στιγμή που κόβεται το νήμα της ζωής.
Είναι μια από τις πολλές αριστοτεχνικά σκηνοθετημένες σκηνές της ταινίας, που μετατρέπουν τον θεατή σε «μύγα στον τοίχο» της κινηματογραφικής δράσης. Η αγωνία που νιώθουμε για την τύχη ενός στρατιώτη, ενός ανάμεσα στα σχεδόν δέκα εκατομμύρια που σκοτώθηκαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μας προϊδεάζει για τις προθέσεις των δημιουργών: ο πόλεμος είναι μάταιος, μοιάζει να μας λένε· κανένα πολιτικό κίνητρο δεν δικαιολογεί αυτή τη φρίκη.
Οι δημιουργοί του «Ουδέν Νεώτερον» έχουν ήδη ανταμειφθεί τόσο για τις εντυπωσιακές σεκάνς μάχης, όσο και για τις πολιτικές τους προθέσεις. Η ταινία έχει ξεπεράσει τα 100 εκατομμύρια ωρών θέασης στο Netflix, ενώ μόλις απέσπασε το βρετανικό βραβείο BAFTA καλύτερης ταινίας. Απουσία μιας χολιγουντιανής παραγωγής που να αγγίζει έστω και εμμέσως την επικαιρότητα του πολέμου στην Ουκρανία, το «Ουδέν Νεώτερον» θα προσδώσει και στα επερχόμενα Όσκαρ, ως η πρώτη γερμανόφωνη υποψήφια καλύτερης ταινίας στην ιστορία των βραβείων, μιαν αύρα αντιπολεμικής συναίνεσης.
Η ταινία όμως κάνει τους συνειρμούς για τον πόλεμο της Ουκρανίας, που κάποιοι ήδη χαρακτηρίζουν ως έναρξη του Τρίτου Παγκόσμιου Πολέμου, αναπόφευκτους. Και αυτό κυρίως γιατί ο σκηνοθέτης Έντουαρντ Μπέργκερ (Edward Berger), που συνυπογράφει και το σενάριο με τους Ίαν Στόκελ (Ian Stokell) και Λέσλι Πάτερσον (Lesley Paterson), πρόσθεσε στην αφήγηση του Ρεμάρκ μια δικής του επινόησης παράλληλη δράση για τις διαπραγματεύσεις Γερμανών και Γάλλων, μακριά από τα χαρακώματα. Σε αυτές τις σκηνές, ένας Γερμανός πολιτικός προσπαθεί να πείσει τους στρατιωτικούς να συνθηκολογήσουν, υποφέροντας για τις αυξανόμενες απώλειες. Αφού όμως υποκύψει στους σκληρούς όρους των Γάλλων, η ταινία σκαρφίζεται μια στροφή της πλοκής στο φινάλε, όταν ένας Γερμανός στρατηγός διατάσσει αντεπίθεση, μόλις τέσσερις ώρες πριν την ανακοίνωση της εκεχειρίας. Ποιος άραγε είναι αυτός ο Γερμανός στρατηγός του σήμερα, αναρωτιόμαστε, που στέλνει χιλιάδες στρατιώτες στη σφαγή, ενώ ο πόλεμος έχει ουσιαστικά τελειώσει; Μήπως είναι ο Πούτιν;
Εάν ναι, όμως, τότε ο συμπαθής Γερμανός πολιτικός που διστάζει προς στιγμήν να υπογράψει μια σκληρή συνθηκολόγηση είναι ο Ζελένσκι; Ή μήπως ο Ζελένσκι είναι ο στρατηγός που διατάζει τη συνέχιση των εχθροπραξιών, ενώ έχει χάσει τον πόλεμο; Και ο Γάλλος στρατηγός που κραδαίνει μια πένα μελανιού λέγοντας λακωνικά, «υπογράψτε» ποιος είναι; Μήπως είναι οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ που κάποια στιγμή ίσως χρειαστεί να εκβιάσουν με σκληρούς όρους όχι μόνο τον αντίπαλο, αλλά ίσως και τον τωρινό τους προστατευόμενο;
Αυτοί οι συνειρμοί όμως δεν οδηγούν σε κάποιο συμπέρασμα. Οι δημιουργοί δεν έχουν να πουν κάτι για τον ρου της ιστορίας. Φαίνεται πως απλούστατα κατέφυγαν σε αυτό που ο Γερμανός ιστορικός Σόνκε Νάιτζελ (Sönke Neitzel) χαρακτήρισε μια «καρικατούρα της ιστορίας» που επινοεί «κακόμοιρους στρατιώτες και σατανικούς στρατηγούς», απλοποιώντας έτσι πολυδιάστατα ιστορικά γεγονότα. Μαζί με τους Γερμανούς κριτικούς που κατακεραύνωσαν σχεδόν σύσσωμοι το «Ουδέν Νεώτερον» ως «απαίσιο φιλμ» που προδίδει την λογοτεχνική του πηγή και «καψουρεύεται το Όσκαρ» ο Νάιτζελ εντόπισε μια σειρά από σοβαρές ιστορικές ανακρίβειες και ελλείψεις της πλοκής. Εκτός από την ύπαρξη του «σατανικού στρατηγού», σχολίασε αρνητικά και την απουσία δραματοποίησης του χαμηλού ηθικού στα γερμανικά στρατεύματα, αλλά και τις σκηνές εκτέλεσης λιποτακτών (στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο εκτελέστηκαν 48, ενώ στον Β’ Παγκόσμιο 20.000 Γερμανοί στρατιώτες). Αυτό που προκύπτει στο τέλος με τέτοιες ταινίες, πρόσθεσε ο Νάιτζελ, είναι ένα ανιστόρητο άσπρο-μαύρο. «Η έκφραση που μου έρχεται στο μυαλό για την ταινία είναι η αποχή από την αμφιθυμία».
Μπορεί όμως το σινεμά να συλλάβει την τραγική τυχαιότητα των ανθρώπινων επιλογών μακριά από τα χαρακώματα, εκεί που οι αποφάσεις δεν παίρνονται υπό την απειλή όπλων; Μπορεί μια ταινία να δραματοποιήσει δηλαδή την «αμφιθυμία» της ιστορίας;
Το 1960, ο Φρανσουά Τρυφώ είχε υπονοήσει πως η απάντηση είναι «όχι». Σε επιστολή του στην μηνιαία κομμουνιστική φοιτητική εφημερίδα Clarté, ο μεγάλος auteur, εξήγησε τους λόγους που αποφάσισε να μην γυρίσει τελικά μια ταινία για την υπόθεση του Μορίς Οντέν (Maurice Audin), ενός νεαρού επιστήμονα και μέλους του Κομμουνιστικού Κόμματος της Αλγερίας, που εξαφανίστηκε αφού συνελήφθη από Γάλλους αλεξιπτωτιστές. Ο γαλλικός στρατός είπε τότε ότι ο Οντέν πυροβολήθηκε κατά τη διάρκεια απόπειρας απόδρασης. Η γαλλική κυβέρνηση παραδέχτηκε όμως, μόλις το 2018 δια στόματος Μακρόν, πως ο Οντέν πέθανε από βασανιστήρια.
«Η υπόθεση είναι τόσο ξεκάθαρη από μόνη της που δεν χρειάζεται σχολιασμό» έγραφε το 1960 ο Τρυφώ. «Ίσως θα μπορούσε να γίνει [μια ταινία] με το να αποτυπωθούν τα γεγονότα. Μια ταινία μυθοπλασίας όμως, συνεπάγεται την αναζήτηση των κινήτρων των άλλων ανθρώπων, όχι μόνο των πολιτικών τους κινήτρων, αλλά και των προσωπικών κινήτρων. Στο τέλος, η ταινία θα συνίστατο απλώς στο να δείξει κανείς ένα θύμα, έναν άνθρωπο που είχε υποβληθεί σε μια εντελώς άδικη και φρικτή μοίρα και, από την άλλη, τον μηχανισμό που τον οδήγησε σε αυτήν τη μοίρα». Κάτι τέτοιο όμως, πρόσθεσε ο Τρυφώ, θα ήταν ακατάλληλο, «γιατί το να δείξεις κάτι σημαίνει ότι το εξευγενίζεις».
Ο Τρυφώ σχολίασε εμμέσως όχι μόνο την προπαγάνδα μιας λανθασμένης ή μερικής αποτύπωσης γεγονότων και πολιτικών κινήτρων αλλά και, προφητικά, το σύγχρονο σινεμά, που με τη βοήθεια της εξελιγμένης τεχνολογίας, εντυπωσιάζει το θεατή με συγκλονιστικά ρεαλιστικές εικόνες, κάνοντάς τον να νομίζει πως απλώς και μόνο με το να συμπάσχει με το θύμα, καταλαβαίνει την ανθρώπινη φύση – και κατά συνέπεια την πολιτική.
Το «Ουδέν Νεώτερον» σίγουρα δεν είναι προπαγάνδα, όπως το αισχρό Zero Dark Thirty, η τελευταία υποψήφια για Όσκαρ πολεμική ταινία που αποτύπωσε με ανακρίβειες το πολιτικό παρασκήνιο μιας στρατιωτικής επιχείρησης, δικαιολογώντας όμως τελικά τα βασανιστήρια του αμερικανικού Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας.
Πέρα όμως από το να μας δείχνει τη φρίκη και να μας κάνει να νιώθουμε ειρηνιστές δια της αποστροφής, η ταινία δεν μας κάνει σοφότερους ούτε για το τι συνέβη στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ούτε φυσικά για το πώς να εντοπίσουμε στο σήμερα τα πολιτικά και προσωπικά κίνητρα που μπορεί να οδηγήσουν σε μια νέα παγκόσμια σφαγή. Το «Ουδέν Νεώτερον» θα εξευγενίσει όμως σύντομα, στο χλιδάτο κόκκινο χαλί, τα κίνητρα της δυτικής κινηματογραφικής βιομηχανίας, που θέλει πάντα να νιώθει πως βρίσκεται στη σωστή πλευρά της ιστορίας.