Είναι πραγματικά ένα έκτακτο και σημαντικό γεγονός, όποτε παρουσιάζονται στον τόπο μας εκθέσεις, όπως του σημαντικού Ελληνοαμερικανού καλλιτέχνη Στηβ Γιανάκος, στην γκαλερί Citronne, με τίτλο I…Loop de Loop… Μία ατομική έκθεση, που ξεδιπλώνει τη μοναδική μαεστρία ενός δημιουργού που πάντοτε η τεχνική του κινείται σε μία μεταιχμιακή γραμμή ανάμεσα στα κινήματα και τις τάσεις του ρεύματος της τέχνης, που από τη δεκαετία του ‘60 επέβαλε νέους ορισμούς στη φόρμα, τη νοηματοδότηση του έργου, του ορισμού και της υποδοχής του.
Οι απλές, σχεδόν γραφιστικού τύπου, απεικονίσεις των έργων του Γιανάκου, με τη νοηματική και μορφολογική αμφισημία τους, αν και φαινομενικά τοποθετούν τη δημιουργική του ταυτότητα στην Pop Art, ο υβριδικός χαρακτήρας των στοιχείων του, η borderline πρόθεση του καλλιτέχνη, που πότε φλερτάρει με το διαφημιστικό ντιζάιν και πότε κλείνει το μάτι στη μαζική κουλτούρα ή το κιτς, καθιστούν δύσκολη την κατηγοριοποίησή του. Ίσως το μόνο, που με βεβαιότητα θα αποτολμούσε να πει κανείς για το έργο του Γιανάκου είναι πως αποτελεί μία κριτική ματιά στο φαινόμενο που, προσωπικά και υποκειμενικά, θα ορίζαμε ως «αστεοποιημένη» τέχνη (urbanized). Είναι το ρεύμα στην τέχνη, όπου η μορφή του έργου έχει την πηγή της στα ερεθίσματα, που πηγάζουν από το αστικό περιβάλλον και την κοινωνική δικτύωσή του, την εγγενή καταναλωτική ιδιοσυγκρασία και την ταχύτητα στη διάδοση και πρόσληψη αυτών των ερεθισμάτων και συμπεριφορών.
Η αστεοποιημένη τέχνη εγκολπώνεται και επεξεργάζεται όλες τις μορφές της pop κουλτούρας και τις φόρμες της αγοράς: το διαφημιστικό ντιζάιν και τη «χορογραφία», τις τηλεοπτικές σειρές, τα κόμικς (κυρίως τα «μάνγκας») και τους υπερήρωες, το science fiction και την ουτοπία, τα υπερφυσικά πλάσματα, το γκράφιτι, τον ήχο -ακόμη κι ως «θόρυβο»- τη μόδα και την αποθέωση της κοσμητικής, τον διάχυτο ερωτισμό, τις ανθρωπολογικές και ταυτοτικές ή έμφυλες στιλιστικές (πιο πολύ από δικαιωματικές) διαφοροποιήσεις. Όλα αυτά είναι ορατά στο αριστοτεχνικό και κριτικό χιούμορ των έργων του Γιανάκου.
Η αστεοποιημένη τέχνη βασίζεται περισσότερο στο «σοκ» παρά στον αναστοχασμό του θεατή. Είναι μία τέχνη, που απευθύνεται περισσότερο στο φαντασιακό και όχι στη φαντασία, με κύριο μοχλό της το τέχνασμα και τον εντυπωσιασμό, είτε μέσα από τη σαγήνη και το εύρημα, είτε μέσα από τον αποτροπιασμό και τον φόβο. Είναι η τέχνη που ακολουθεί τις πρότυπες φόρμες του «κοινού γούστου» (όπως κάνει στο έπακρο ο Γιανάκος). Είναι η τέχνη, που επιτάσσει η εποχή της εικόνας και της τεχνολογίας, που με την ταχύτητά τους και την ανάλυσή τους δεν επιτρέπουν περίπλοκες ή αφηρημένες μορφές. Είναι η τέχνη, που προκαλεί σύγχυση στο μάτι, που επί τροχάδην «ξεφυλλίζει» τις σελίδες των μέσων δικτύωσης, που εναλλάσσονται κατά ριπάς.
Ο Γιανάκος έχοντας θητεύσει στα μεγάλα μεταπολεμικά ρεύματα, που αντέταξαν ένα καίριο αισθητικό και κοινωνιο-ανθρωπολογικό σχόλιο στις πρώιμες μορφές της καταναλωτικής αστεοποιημένης τέχνης, υποσκάπτει εκ των έσω τη δομή της. Στα έργα του η διπλή έννοια ακολουθεί κριτικά και καταγγέλλει κυνικά, υιοθετώντας στο οπλοστάσιό της τη φενάκη και την εξαπάτηση, που προβάλλουν η διαφήμιση και η μόδα (κάτι που είναι ορατά στα έργα του με το Starbucks ή τις οιωνεί αφίσες) με τη δήθεν ειδυλλιακή και πλασματική μορφή ζωής. Η κύρια μορφή των έργων του, με το αριστοκρατικό μονόκλ και με το μάγκικο μουστάκι, επαναλαμβάνεται σε διάφορες παραλλαγές και σώματα (ανδρικά, γυναικεία, αδιάφορο), υπογραμμίζει την εξομοιωτική δύναμη της ομοιομορφίας, που επιβάλλουν στη μορφή και τις συμπεριφορές της σύγχρονης κοινωνίας οι διττής σημασίας και στόχων εικόνες-πρότυπα της κατανάλωσης.
Τα ρεύματα της μεταπολεμικής τέχνης (Pop Art, εννοιολογική τέχνη, Nouveau Réalisme, Σιτουασιονιστές, Fluxus, κλπ) με την κριτική τους στην καταναλωτική κοινωνία και τα κοσμοείδωλά της, δεν συνέβαλαν μόνον στην αναθεώρηση των αισθητικών κανόνων, των κατηγοριών και των ορίων (όσον αφορά την τεχνική, το υλικό, την αποβλεπτικότητα) της τέχνης καθαυτής και των έργων τους. Δεν ορθοτόμησαν μόνον τους μηχανισμούς της, τη μυσταγωγία του καταναλωτισμού, τον φορμαλισμό του ντιζάιν, που καθορίζουν το μήνυμα της απεικόνισης που απευθύνεται στο φαντασιακό και δημιουργεί ασυνείδητες συμπεριφορές και ασυναίσθητες κρατούσες νοητικές εικόνες. Ταυτόχρονα, χρησιμοποιώντας τα καθημερινά, χρηστικά, λειτουργικά ή μη και απρόσωπα αντικείμενα, ανέδειξαν μια «κρυφή οντολογία». Αναβάθμισαν τον περιφρονημένο κόσμο των αντικειμένων, των διαφημιστικών αφισών και μηνυμάτων σε ουσιώδη στοιχεία και αυτόνομα έργα τέχνης. Η πλαισίωσή τους στα θεωρητικο-κριτικά όρια του απεικονιστικού αυτού «κατηγορώ», ανέδειξαν τη φόρμα και το μήνυμα του ντιζάιν των καταναλωτικών προϊόντων, από τα οποία συγκροτείται το συντριπτικό ποσοστό της πραγματικότητάς μας και όπως μας υπενθυμίζει ο Γιανάκος και του αισθησιακού-ερωτικού πλαισίου μας.
Οι «πρόγονοι» του Γιανάκου, όπως και ο ίδιος μας ανάγκασαν να βλέπουμε με άλλη αισθητική ματιά, ως δυνητικό έργο τέχνης, εκείνο που κάποτε προσπερνούσαμε. Γιατί εκείνο που, ξεκινώντας από την Pop Art, επιτελεί η σημερινή αστεοποιημένη τέχνη είναι η artification. Η αναβάθμιση δηλ. σε έργο τέχνης της καθημερινής εμπειρίας είτε πρόκειται για αντικείμενο, είτε για γεγονότα, ή για συλλογικές συμπεριφορές, ιδεολογήματα, μόδες. Η όλο και πιο διαδεδομένη σύγχυση του «αισθητού» με το «αισθητικό» αναβιβάζει διαρκώς στην περιωπή της τέχνης αντικείμενα και γεγονότα, που δεν είναι αμιγώς έργα τέχνης, αλλά τα επιβάλλει ως τέτοια η δύναμη του υποκειμενισμού της υπερπροβολής.
Σήμερα η νέα pop κουλτούρα βασίζεται στο συνολικό γεγονός καθαυτό και όχι μόνον στο αντικείμενο. Και αυτό γιατί μέσα στο καταναλωτικό πλαίσιο που ορθώνει, το παιχνίδι, η ιεροτελεστία και η επανάληψη, η αισθητική υπόσχεση πως η συμμετοχή στη φαντασμαγορία της τέχνης προσδίδει status, διαμορφώνει πεποιθήσεις και συμπεριφορές. Όπως η προσιτή πλέον υψηλή γαστρονομία προσφέρει τη φενάκη στον καθημερινό άνθρωπο πως έχει διαβεί τα όρια της τάξης του, επειδή μπορεί πλέον να γευθεί, να αναγνωρίσει και να εκτελέσει μία συνταγή, έτσι και η «ενημέρωση» στην Τέχνη φέρει την ικανοποίηση του «ήμουν κι εγώ εκεί». Ακριβώς όπως το «έφαγα κι εγώ εκεί», «αγόρασα κι εγώ το iphone» κλπ.
Ιδιαίτερα ο περιρρέων ερωτισμός, που διακατέχει κάθε φαντασιακή δόμηση όχι μόνον της κατανάλωσης και της κοινωνικής συμπεριφοράς, αλλά ακόμη και τη συγκρότηση της ταυτότητας ή του φύλου, στο έργο του Γιανάκου αναδεικνύεται ως μία κυρίαρχη αναπαράσταση, που υπερβαίνει κάθε άλλη διήγηση. Ενδεικτική η διείσδυσή της στα έργα του, που θυμίζουν εικονογραφημένες παιδικές ιστορίες και παραμύθια ή ακόμη σε έργα, που η αμφισημία του gender υποδηλώνει τη σύγχυση ατομικής ταυτότητας, του κοινωνικού ρόλου, της αποδοχής και απόρριψής τους. Ο ετεροπροσδιορισμός, κοινωνικός, ταυτοτικός, έμφυλος, γίνεται στον Γιανάκο ένα πεδίο προβληματισμού μέσα από τη σκληρή και ανατομική ειρωνική πινελιά του, που ξεγυμνώνει συμπεριφορές, που θέλουν να μοιάζουν σοβαρές, αλλά στην ουσία ενδεχομένως να υποκρύπτουν μία ψευδωνυμία και υποκρισία.
Η αφέλεια στα έργα του Γιανάκου εκφράζεται, όπως και σε μεγάλο τμήμα της αστεοποιημένης τέχνης, στα στοιχεία από την pop art και το κιτς, το οποίο είναι πανταχού παρόν στην εικονογραφία του. Το κιτς είναι ένα στοιχείο ιδιαίτερα βασικό, γιατί μετουσιώνει τη νέα μυσταγωγία του καθημερινού, που μέσα από τις pop εκφάνσεις της κουλτούρας (κομικς, μόδα, βίντεο, science fiction κλπ) αξιώνει να θεωρείται ισάξιο με τις ξεχωριστές και μεγαλόπνοες οντότητες, που κάποτε όριζαν το Υψηλό. Σαν σκάνδαλο και εντυπωσιασμός το κιτς είναι πλέον μία από τις αποδεκτές τάσεις του συρμού και όχι, όπως παλιότερα, μία γοερή κριτική του καθωσπρεπισμού. Σήμερα αποτελεί ένα διαδεδομένο σύμπτωμα της (θεωρούμενης) εναλλακτικής κουλτούρας, που καταναλώνεται με τον ίδιο τρόπο που κάποιος ασπάζεται την επίσημη, «γραφειοκρατική» κουλτούρα. Το χυδαίο και «άσχημο» στοιχείο του κιτς παρουσιάζεται στα έργα του Γιάνάκου σαν ισοδύναμη αξία μέσα στην καταναλωτική ροπή με το «ωραίο» όχι απλώς της τέχνης, αλλά της διαφήμισης και της κατανάλωσης. Επιπλέον το κιτς με τη μόδα, που συχνά τονίζει το ερωτικό και υπαινικτικά αμφίσημο και φετιχιστικό και παρενδυτικό στοιχείο, γίνεται έμβλημα για τα κοινωνικά αποδεκτά πρότυπα. Η ερωτική εγρήγορση, που η ελευθεριότητα και πολυσυλλεκτικότητα του κιτς επιτρέπει, νομιμοποιεί αυτήν την αμφισημία και τον φετιχισμό, όχι μόνον ως ατομική νοητική εικόνα, αλλά βαθμηδόν και με την ένταση της υπερπροβολής της και στη συλλογική συνείδηση.
Ιδιαίτερα στα έργα του Γιανάκου αναδύεται η ίδια η ετεροπροσδιορισμένη τοποθέτηση και αντίληψη για την τέχνη. Αυτή ακριβώς που μεταλλάσσεται λόγω του συμφυρμού και της διείσδυσης του αστεοποιημένου/pop χαρακτήρα της artified πλευράς της. Ο θεατής δεν έχει πια να αντιμετωπίσει τα «καθιερωμένα» έργα τέχνης ή την Hoch Kultur των άλλων εποχών, αλλά την αναβαθμισμένη «κρυφή οντολογία» με τους όρους της artification. Άλλωστε, η ταύτιση με τις απαιτήσεις της τεχνολογίας και της ταχύτητας στη ροή της καθημερινότητας, επιτάσσει κάτι να είναι προσιτό, ευανάγνωστο και εύληπτο, καθαρά και γρήγορα αναγνωρίσιμο και προ παντός ορατό. Όπως ακριβώς μία διαφημιστική πινακίδα, ένα γκράφιτι, ένα βίντεο κλπ.
Κεντρικός γνώμονας είναι η «αναψυχή», το entertainment, καθώς μία από τις βασικές απαιτήσεις που πρέπει να πληροί το έργο είναι να είναι διασκεδαστικό, σαν απόλαυση στον ελεύθερο χρόνο. Όπως καταναλώνουμε στον ελεύθερο χρόνο έτσι και το έργο πρέπει να έχει κυρίως διασκεδαστικά χαρακτηριστικά, σε βάρος της παιδευτικής και κριτικής του σημασίας. Η έννοια της τέχνης ως αναψυχή, σήμερα, ξεπερνά την έννοια της απόλαυσης, κυρίως στοχαστικής. Ή τουλάχιστον όπως την όριζε ο R. Barthes. Η ενατένιση κι εκτίμηση ενός έργου τέχνης επιστρέφει σε εκείνην την αρχέτυπη κατάσταση του διωνύμου ελκυστικό/απεχθές, μου αρέσει/είναι αποκρουστικό. Ή τουλάχιστον παραμένει στην ενδιάμεση κατάσταση του «αδιάφορου». Εκείνου δηλ. που απαιτεί λίγο περισσότερο χρόνο για να αναλογισθεί κάποιος ότι τα στοιχεία ή η δομή του, που δεν ακολουθούν μία πρότυπη αλληλουχία και κατανοητή εικονολογία, απαρτίζουν ένα σύνολο που θέλει να πει κάτι διαφορετικό από εκείνο που δείχνει.
______________
Στηβ Γιανάκος – Λίγα λόγια για τον καλλιτέχνη
O Στηβ Γιανάκος γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1938 και άρχισε να δραστηριοποιείται καλλιτεχνικά στα μέσα της δεκαετίας του 1960 στη Νέα Υόρκη, εν μέσω της έκρηξης της Pop Art. Σπούδασε στο Pratt Institute της Νέας Υόρκης. Του απονεμήθηκαν σημαντικά βραβεία και υποτροφίες, ανάμεσα τους η υποτροφία Guggenheim (1995) και το βραβείο Pollock-Krasner (1996).
Τα έργα του συμπεριλαμβάνονται στις σημαντικότερες δημόσιες συλλογές της Αμερικής: στο MoMA, στο Guggenheim, στο Whitney Museum, στο Brooklyn Museum, στο Neuberger Museum, στο Contemporary Arts Museum (Houston), στο San Francisco Museum of Art, στο Contemporary Arts Museum of Chicago, στο University Museum (Berkeley), στις συλλογές του Ιδρύματος Judith Rothschild Contemporary και της Τράπεζας Chase Manhattan, καθώς και στις συλλογές του CNAP στη Γαλλία. Έχει κάνει πάνω από τριάντα εκθέσεις παγκοσμίως σε γνωστές γκαλερί, μουσεία και ιδρύματα τέχνης, όπως το Guggenheim, το PS1 (MoMA), και στις γκαλερί Leo Castelli, Marian Goodman και Barbara Gladstone και έχει συμμετάσχει σε δεκάδες ομαδικές με άλλους σημαντικούς Αμερικανούς καλλιτέχνες (ενδεικτικά: MoMA, Brooklyn Museum, Queens Museum στη Νέα Υόρκη, Bonnefantenmuseum στο Μάαστριχτ).
Το 2017 το Musée des Beaux Arts de Dole στη Γαλλία πραγματοποίησε μεγάλη αναδρομική έκθεση του καλλιτέχνη.
Info: Γκαλερί Citronne
Πατριάρχου Ιωακείμ 19, Κολωνάκι, Αθήνα