Από την αρχή της ρωσικής εισβολής, ο ασιατικός γίγαντας έχει κρατήσει μια πολύ προσεκτική στάση σε όλες τις διπλωματικές επαφές και δραστηριότητές του. Στο κέντρο της κινεζικής ρητορικής βρίσκονται οι συνεχείς εκκλήσεις για ειρήνη και διάλογο μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών, ωστόσο η οπτική που υιοθετεί, ακολουθεί και την γεωπολιτική κατεύθυνση, που έχει επιλέξει τις τελευταίες δεκαετίες.
Οι Κινέζοι διπλωμάτες αποφεύγουν με κάθε τρόπο την λέξη πόλεμο, όταν αναφέρονται στην ουκρανική κρίση και καταδικάζουν την επιβολή κυρώσεων στην Ρωσία ως ανέξοδη κίνηση που ρίχνει λάδι στην φωτιά. Η παροχή στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας στην Ουκρανία εκλαμβάνεται και αυτή ως παράγοντας αύξησης της έντασης και διαιώνισης της σύγκρουσης.
Καθόλου τυχαία το Πεκίνο αρνήθηκε να καταδικάσει την ρωσική εισβολή σε όλες τις ψηφοφορίες του ΟΗΕ και μίλησε επανειλημμένως για τις «θεμιτές ανησυχίες ασφαλείας της Ρωσίας», τονίζοντας τον ρόλο της Δύσης στην πρόκληση της έντασης στην περιοχή μέσω της εξάπλωσης του ΝΑΤΟ προς την ανατολή, την ανάμιξη των ΗΠΑ στα εσωτερικά της Ουκρανίας και τον εξοπλισμό της τελευταίας από την Νατοϊκή συμμαχία. Εξάλλου, η κατακόρυφη αύξηση των οικονομικών συναλλαγών της Κίνας με την Ρωσία μετά τις 24/2/2022, έδωσε τη δυνατότητα στο ρωσικό πολιτικό και οικονομικό σύστημα να απορροφήσει τους κραδασμούς από τις πρωτοφανείς κυρώσεις που του επιβλήθηκαν.
Ειρηνευτικό σχέδιο
Σε μια κρίσιμη στιγμή για την μεταπανδημική επανεκκίνηση της κινεζικής οικονομίας, το ωστικό κύμα της σύγκρουσης στην ανατολική Ευρώπη απειλεί να εκτροχιάσει τις ογκώδεις οικονομικές επενδύσεις του Πεκίνου σε ολόκληρο τον κόσμο. Ήδη, τα εμπορεύματα, που έμελλαν να μεταφερθούν μέσω των υποδομών της Ρωσίας και της Λευκορωσίας προς την Ευρώπη, στα πλαίσια του Belt and Road Initiative, υπόκεινται σε αυστηρές κυρώσεις περιπλέκοντας την ανάπτυξη του σχεδίου στη συγκεκριμένη περιοχή. Η αναζήτηση ειρηνευτικής λύσης, ή έστω παγώματος της σύγκρουσης αποτελεί για την Κίνα μέγιστη προτεραιότητα.
Η παρουσίαση του σχεδίου 12 σημείων, ανήμερα της συμπλήρωσης ενός χρόνου πολέμου, επιχειρεί να βάλει την Κίνα στην εξίσωση επίλυσης της κρίσης. Το σχέδιο αναπαράγει τις πάγιες θέσεις της για άμεση κατάπαυση του πυρός, σεβασμό στην εδαφική ακεραιότητα όλων των χωρών – συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανίας -, άμεση έναρξη ειρηνευτικών συνομιλιών και κατάργηση των κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας. Το υπουργείο Εξωτερικών συμπεριλαμβάνει στις προτάσεις την εξασφάλιση της ακεραιότητας των πυρηνικών σταθμών ενέργειας, τη δημιουργία ανθρωπιστικών διαδρόμων για την προστασία των αμάχων και τη σύναψη ενός νέου, λειτουργικού συμφώνου για την εξαγωγή σιτηρών ώστε να συγκρατηθούν οι ολοένα αυξανόμενες τιμές τροφίμων στην παγκόσμια αγορά.
Με δεδομένη τη συνάντηση του ανώτατου διπλωμάτη της Κίνας Γουάνγκ Γι με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, δύο μόλις μέρες πριν τη δημοσίευση του σχεδίου, η Μόσχα χαιρέτισε την «ειλικρινή» διάθεση της Κίνας για επίλυση της κρίσης σημειώνοντας ωστόσο ότι «η Ρωσία είναι ανοιχτή στην επίτευξη των στόχων της Ειδικής Στρατιωτικής Επιχείρησης με διπλωματικά και πολιτικά μέσα». Ο Μιχάιλο Ποντόλιακ, σύμβουλος του προέδρου Ζελένσκι με κομβικό ρόλο στις διεθνείς επαφές της ουκρανικής κυβέρνησης, επισήμανε με τη σειρά του ότι κάθε ειρηνευτική λύση πρέπει να έχει σαν θεμέλιο την επιστροφή της Ουκρανίας στα διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορα του 1991. Ο ίδιος ο Ζελένσκι καλωσόρισε το γεγονός ότι η Κίνα άρχισε να μιλά για την Ουκρανία, σημείωσε ωστόσο ότι «πρέπει να συζητήσουμε με την Κίνα, πρέπει να ενώσουμε πολλούς για να απομονώσουμε έναν».
Στη Δύση, η αντίδραση περιείχε περισσότερο σκεπτικισμό και δυσαρέσκεια. Ο Γενς Στόλτενμπεργκ δήλωσε εκ μέρους του ΝΑΤΟ ότι η Κίνα «στερείται αξιοπιστίας» καθώς έχει αποτύχει να καταδικάσει την «παράνομη εισβολή στην Ουκρανία». Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν κινήθηκε στο ίδιο μήκος κύματος ονομάζοντας το ειρηνευτικό σχέδιο μια απλή διακήρυξη αρχών του Πεκίνου απέναντι στο ζήτημα της ουκρανικής κρίσης. Συμπλήρωσε ότι το Πεκίνο ουσιαστικά έχει πάρει θέση στο πλευρό της Ρωσίας υπογράφοντας σύμφωνο «απεριόριστης φιλίας» με τη Μόσχα λίγες μέρες πριν από την εισβολή. Ο Μακρόν πάντως, συνεπής με τη στάση της Γαλλίας για κάποιου είδους συνομιλίες της Δύσης με τη Μόσχα, ανακοίνωσε ότι θα βρεθεί στο Πεκίνο σε επίσημη επίσκεψη στη Λαϊκή Δημοκρατία. Στην ατζέντα, μεταξύ άλλων, θα είναι οπωσδήποτε και οι διαμεσολαβητικές προσπάθειες επίλυσης της κρίσης.
Γιατί τώρα μία ειρηνευτική πρωτοβουλία;
Είναι δύσκολο να υποθέσουμε ότι η κινεζική διπλωματία δεν είχε εκτιμήσει ότι ένα τέτοιο σχέδιο θα έβρισκε αρνητική ανταπόκριση στη Δύση, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη και τα λόγια του Γουάνγκ Γι στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου πριν την επίσημη παρουσίαση της ειρηνευτικής πρωτοβουλίας: «..υπήρξαν πολλαπλοί γύροι συνομιλιών λίγες μέρες μετά την έναρξη της κρίσης σε Λευκορωσία και Τουρκία οι οποίοι διεκόπησαν απότομα… ίσως υπάρχουν κάποιες δυνάμεις που δεν επιθυμούν την πραγματοποίηση τέτοιων συνομιλιών γιατί οι στρατηγικοί τους στόχοι υπερβαίνουν την Ουκρανία». Ο Κινέζος διπλωμάτης επιβεβαιώνει εδώ τη ρητορική πολλών μη-δυτικών αξιωματούχων που κατηγορούν τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους ότι υπονόμευσαν τις συνομιλίες Ουκρανίας-Ρωσίας και επιθυμούν τη διαιώνιση της σύγκρουσης για να αποδυναμώσουν τους ανταγωνιστές τους και να ισχυροποιήσουν το ΝΑΤΟ.
Με δεδομένη τη χαμηλή πιθανότητα επιτυχίας της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας, γεννάται το ερώτημα γιατί επέλεξε τώρα η Κίνα να καταθέσει το ειρηνευτικό της σχέδιο. Τα μηνύματα από τα δύο εμπλεκόμενα μέρη είναι κάθε άλλο παρά ειρηνικά. Ο Ρώσος πρόεδρος δηλώνει σε κάθε δημόσια παρουσία του την αποφασιστικότητα της χώρας του να συνεχίσει τις επιχειρήσεις μέχρι την επίτευξη όλων των διακηρυγμένων στόχων και ο Ζελένσκι υποσχέθηκε στον ουκρανικό λαό ότι η σύγκρουση θα έχει λήξει εντός αυτού του χρόνου, με την επιστροφή της «ουκρανικής σημαίας σε όλα τα κατεχόμενα εδάφη από τη Ρωσία», συμπεριλαμβάνοντας προφανώς το Ντονμπάς και την Κριμαία.
Η Κίνα γνωρίζει πολύ καλά ότι το αμέσως επόμενο διάστημα η σύγκρουση θα κλιμακωθεί περαιτέρω. Με την παρουσίαση ενός ειρηνευτικού σχεδίου επιχειρεί να μπει στο κάδρο ενδεχόμενων μελλοντικών συνομιλιών που θα αυξήσουν το ειδικό βάρος του Πεκίνου στη διεθνή σκακιέρα. Στο μεσοπρόθεσμο μέλλον, οι στρατιωτικές εξελίξεις επί του πεδίου θα ορίσουν και την ατζέντα της πολιτικής διευθέτησης. Εκεί επιθυμεί να παραστεί ως εγγυητής το Πεκίνο, εξυπηρετώντας και την φιλοδοξία του για ενισχυμένο διεθνή ρόλο. Αν αυτός ο ρόλος μπορεί να συνδυαστεί και με την καθοριστική συμβολή του στην επίλυση της μεγαλύτερης στρατιωτικής σύγκρουσης της εποχής μας τα άμεσα και έμμεσα οφέλη του πολλαπλασιάζονται.
Υπάρχει όμως και μία άλλη ανάγνωση. Η Κίνα γνωρίζει πολύ καλά ότι η ρωσική εισβολή μετακίνησε μόνο προσωρινά το στόχαστρο της Δύσης στη Μόσχα. Ο βασικός γεωπολιτικός και οικονομικός ανταγωνιστής των ΗΠΑ παραμένει το Πεκίνο. Η «Στροφή προς την Ασία» που χαρακτήρισε την αμερικανική εξωτερική πολιτική τις τελευταίες δεκαετίες, παραμένει ο βασικός άξονας πολιτικής στην Ουάσινγκτον. Ίσως η κινεζική κυβέρνηση έχει αποφασίσει ότι η τελική αναμέτρηση με τη Δύση έχει ήδη ξεκινήσει και η ειρηνευτική της πρόταση, όπως και η αναμενόμενη απόρριψή της από τις δυτικές πρωτεύουσες, είναι η αφορμή που ψάχνει για να εμπλακεί στον πόλεμο χορηγώντας στη Ρωσία πολύτιμη στρατιωτική βοήθεια με τη μορφή πυρομαχικών και μη επανδρωμένων αεροσκαφών.
Πρόκειται αναμφίβολα για μία κίνηση υψηλού ρίσκου που υποδηλώνει ότι οι στρατηγικοί υπολογισμοί της Κίνας κατέληξαν στο ότι η αδιαλλαξία και η επιθετικότητα είναι το μόνο που έχει να προσφέρει η Δύση στους συνομιλητές της. Ενώ το σενάριο της πιο ενεργούς ανάμειξης της Κίνας στην ουκρανική κρίση δεν μπορεί να αποκλειστεί, η μέχρι τώρα πολιτική της φαίνεται να κινείται προς την ενίσχυση της διπλωματικής οδού και όχι της άμεσης στρατιωτικής εμπλοκής. Η ψυχραιμία άλλωστε που επέδειξε στην πρόσφατη κρίση στην Ταϊβάν, με την προκλητική αμερικανική αμφισβήτηση των κόκκινων γραμμών της στο θέμα της ανεξαρτησίας του νησιού, μάλλον τείνουν προς τη διατήρηση της ευμενούς προς τη Ρωσία ουδετερότητας.