Ανάμεσα στα διάφορα τέρατα με τα οποία μας προικοδότησαν τα μνημονιακά χρόνια, ένα κατεξοχήν ξεχωρίζει. Κραδαίνει γκλομπ και φέρει ασπίδα για να προστατευθεί από τον εχθρό λαό, φορά μάσκα προκειμένου να επιζήσει των τοξικών του εκκρίσεων και πολλαπλασιάζεται ως άλλη Λερναία Ύδρα, όχι μέσω απώλειας κεφαλιών, αλλά μέσω υπουργικών αποφάσεων. Η Ελληνική Αστυνομία αποτελεί πλέον το βασικό πυλώνα της μνημονιακής μας δημοκρατίας και βρίσκεται πανταχού παρούσα στην καθημερινότητά μας, έτοιμη να επιβάλλει δια της βίας το παράλογο ως κανονικότητα και το αιματοκύλισμα ως νομιμότητα. Η Βία, η αδελφή του Κράτους σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, είναι πλέον ο βασικότερος σύμμαχος της δημοκρατίας μας.
Βέβαια, η επιστράτευση της βίας δεν είναι κάποια καινοτομία των μνημονιακών καιρών. Αναρίθμητες οι περιπτώσεις και στο παρελθόν. Το αιματοκύλισμα διαδηλωτών στην πλατεία Συντάγματος προϋπήρχε της μνημονιακής δυστοπίαςμ ενώ χαρακτηριστικές ήταν και οι περιπτώσεις όπου τσαμπουκαλεμένες ζαρντινιέρες έσπευδαν να συνδράμουν το θεάρεστο έργο της διατήρησης της τάξεως. Υπάρχουν όμως σημαντικές διαφοροποιήσεις.
Η κρατική καταστολή στο παρελθόν ήταν κάτι το οποίο οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούσαν με φειδώ. Ο λόγος δεν εντοπίζεται στο μεγαλόθυμο των κυβερνώντων, αλλά στη δική μας δυσανεξία. Κάθε απόπειρα να περισταλεί βιαίως το δικαίωμα του συνέρχεσθαι έβρισκε τοίχο στις μαζικές αντιδράσεις και αποδοκιμασίες του εκλογικού σώματος, το οποίο με τη σειρά του παρέσυρε και τα μαζικά μέσα ενημέρωσης που, όσο περίεργο και να φαίνεται στο σήμερα, αντιδρούσαν έστω και χαλαρά στην εικόνα αιμόφυρτων διαδηλωτών.
Με την είσοδο της χώρας σε συνθήκες παρατεταμένης και οξυμένης κρίσης (από την οποία δεν έχουμε ακόμη βγει, όσο και να σκούζουμε το αντίθετο) η δημοκρατία μας μπήκε σε τροχιά συνεχούς αυτοαναίρεσης. Η νομοθετική πρωτοβουλία, για μεγάλο διάστημα, μεταφέρθηκε σε ξένα κέντρα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης συσπειρώθηκαν γύρω από το αφήγημα «δεν υπάρχει εναλλακτική» και η κοινωνική πλειοψηφία βγήκε στους δρόμους. Όσο ο απελπισμένος λαός έβγαινε όλο και πιο μαζικά να απαιτήσει μια εναλλακτική, η οποία θα του διασφάλιζε έστω και την ελπίδα επιβίωσης, τόσο το πολιτικό κέντρο διεύρυνε τα όρια της κρατικής καταστολής.
Και τα όρια αυτά έχουν πράγματι ξεχειλώσει. Το διαδίκτυο πλημμυρίζει καθημερινά με εικόνες. ΜΑΤ στις πλατείες, ΜΑΤ στα νοσοκομεία, ΜΑΤ στα βουνά, ΜΑΤ στις παραλίες, ΜΑΤ και στα σπίτια μας. Και εμείς συνηθίσαμε τα νέα όρια. Σε μια σοκαριστική επιβεβαίωση πως ο άνθρωπος όλα τα συνηθίζει, σήμερα θεωρείται εντελώς φυσιολογική η χρήση δακρυγόνων από τις αστυνομικές δυνάμεις. Όταν τον Ιούλιο του 1993, οι σερβικές δυνάμεις χρησιμοποίησαν αντίστοιχα χημικά ενάντια σε μουσουλμανικές θέσεις στο Σεράγεβο, υπήρξε διεθνής κατακραυγή. Τα χημικά όπλα άλλωστε απαγορεύονται σε εμπόλεμες ζώνες με διεθνή συνθήκη, συνθήκη την οποία και επικύρωσε η χώρας μας το 1994. Αλλά το 2023 θεωρείται κομμάτι της αθηναϊκής καθημερινότητας να πνίγονται στα δακρυγόνα πυκνοκατοικημένες γειτονιές του κέντρου. Ενώ η χρήση τέτοιων χημικών σε εμπόλεμη ζώνη απαγορεύεται, η απαγόρευση αυτή δεν επεκτείνεται για την αντιμετώπιση του εσωτερικού εχθρού.
Το παρών κείμενο γράφεται επ’ αφορμή της μεγάλης συγκέντρωσης της Κυριακής 5 Μαρτίου για το έγκλημα των Τεμπών. Μετά από μια τετραετία εξαιρετικά βίαιη για τη συντριπτική κοινωνική πλειοψηφία, σε σημείο όπου δεν χρειάζεται πλέον να στοιχειοθετηθεί, καθώς η πραγματικότητα μιλάει από μόνη της, ήρθε η σύγκρουση δύο τρένων για να μας δείξει (ακόμη μια φορά) πως ο βασιλιάς είναι γυμνός και πως ζούμε σε μια χώρα υπό κατάρρευση, όσο και να προσποιούμαστε περί του αντίθετου.
Η αρχική διαχείριση από πλευρά της κυβέρνησης ήταν η γνωστή αφήγηση «ανθρώπινο λάθος», ενώ η αστυνομία υπήρξε πιο συγκρατημένη απέναντι στις αντιδράσεις των δικαίως εξοργισμένων διαδηλωτών. Αυτή η συγκρατημένη στάση ήταν εμφανής για όσους συμμετείχαν σε διαδηλώσεις τα τελευταία χρόνια, καθώς στην πλειοψηφία των περιπτώσεων το δικαίωμα του συνέρχεσθαι είχε περιοριστεί αισθητά. Αυτή ήταν μια κίνηση ρίσκου για την κυβέρνηση, καθώς χωρίς τη συνηθισμένη τρομοκράτηση και με ένα κλίμα οργής να κατακλύζει την κοινωνία βρέθηκε αντιμέτωπη με την πρώτη ευθεία αμφισβήτηση της εξουσίας της από τότε που ανέλαβε την εξουσία. Αυτό φάνηκε την 5η Μάρτη με μια μεγάλη συγκέντρωση, από αυτές που είχαμε να δούμε από τα μνημονιακά χρόνια, στο Σύνταγμα. Αυτή τη φορά η κυβέρνηση απάντησε με καταστολή. Βασικό πρόβλημα όμως στη συγκεκριμένη συγκέντρωση ήταν πως μια σειρά πολιτικών χώρων της Αριστεράς είχαν ήδη απομακρυνθεί όταν η καταστολή έλαβε χώρα, αφήνοντας τις χιλιάδες των πολιτών χωρίς συγκροτημένα μπλοκ. Οι λίγοι πολιτικοί χώροι οι οποίοι παρέμειναν στοχοποιήθηκαν από τις δυνάμεις καταστολής, αλλά στα θετικά στοιχεία της συγκεκριμένης ημέρας, κατόρθωσαν να ολοκληρώσουν την πορεία τους.
Η συγκέντρωση αυτή ακολουθήθηκε από μια μεγαλειώδη απεργιακή κινητοποίηση, η οποία και επιβεβαίωσε τις διεργασίες στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας. Μετά από χρόνια χαλαρών αντιδράσεων, αρχίζουν και υπάρχουν ξανά μαζικές αντιστάσεις. Το ερώτημα είναι αν θα αντέξουν να παραμείνουν στο προσκήνιο, κόντρα σε ένα πολιτικό κέντρο το οποίο χρησιμοποιεί τη βία σε κάθε μορφή της για να διατηρήσει την εξουσία. Η απάντηση των πολιτικών δυνάμεων σε αυτό το ερώτημα είναι κρίσιμης σημασίας για το μέλλον των κινητοποιήσεων. Όσο κανονικοποιούμε τη κρατική βία και υποτασσόμαστε στους περιορισμούς της αστυνομίας η οποία διαλύει κατά το δοκούν κάθε συγκέντρωση, δεν θα πάμε μακριά. Είναι επιτακτικό για τους πολιτικούς χώρους να επιβάλλουν την παρουσία τους στο δρόμο κόντρα στον τρόμο, ειδικά καθώς βρισκόμαστε σε μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο. Αν οι δυνάμεις της Αριστεράς ποντάρουν σε μια ευθύγραμμη αποτύπωση της λαϊκής δυσαρέσκειας στις κάλπες, φοβόμαστε πως ποντάρουν σε κουτσό άλογο. Αντιθέτως, όπως μας έχει δείξει και η πρόσφατη Ιστορία, οι κρίσεις οι οποίες μετουσιώνονται σε κοινωνικούς αγώνες στο πεδίο του δρόμου είναι αυτές οι οποίες ενισχύουν εκλογικά τους αριστερούς πολιτικούς χώρους.
Το κλίμα στην κοινωνία μας είναι εκρηκτικό. Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως στο διάστημα που ακολουθεί, η κυβέρνηση θα προσφύγει ξανά στην ωμή καταστολή προκειμένου και να περιορίσει τη ζημιά ενώ ταυτόχρονα θα ποντάρει στο αφήγημα της σταθερότητας. Όσοι από μας αντιλαμβανόμαστε πως η σταθερότητα την οποία επικαλείται η κυβέρνηση είναι η διατήρηση μιας ασφυκτικής πραγματικότητας για την κοινωνική πλειοψηφία, έχουμε την υποχρέωση να βρεθούμε στο δρόμο, ώστε να αποτρέψουμε αυτό το σενάριο. Όσο επιτρέπουμε στην αστυνομία όμως να επιλέγει πότε θα τελειώνει η κάθε παρουσία μας εκεί, πυροβολούμε τα πόδια μας. Στο επίσης πρόσφατο παρελθόν, ήταν χαρακτηριστικό το σύστημα «ακορντεόν», με την αστυνομία να διαλύει τις συγκεντρώσεις, αλλά με τους διαδηλωτές να αρνούνται να αποχωρήσουν και να επιστρέφουν κάθε φορά στην πλατεία. Οι τελευταίες συγκεντρώσεις έδειξαν τις διαθέσεις του πλήθους. Ας ελπίσουμε να συμμεριστεί τις διαθέσεις αυτές και το σύνολο της Αριστεράς, αλλιώς θα έχουμε χάσει ακόμη μια πολύτιμη μάχη χωρίς να την έχουμε δώσει καν. Και δυστυχώς, δεν έχουμε την πολυτέλεια να μη δίνουμε τις μάχες μας.