Σύμφωνα με τα σχετικά διαγράμματα, η ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ μέσα σε μία εβδομάδα τραπεζικής κρίσης αύξησε τη ρευστότητα κατά περίπου 300 δισ. δολάρια (παρότι οι τρόποι δεν είναι απολύτως σαφείς). Πρόκειται για ρεκόρ, μεγαλύτερο και από εκείνο της περιόδου 2007-2008, όπως και της πανδημίας.
Το μήνυμα είναι πολύ απλό και διόλου καθησυχαστικό: το τραπεζικό σύστημα, τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στη Ευρώπη, μετά από 15 χρόνια υποτιθέμενης ρύθμισης, προκειμένου να υπάρχει μεγαλύτερη διαφάνεια, παραμένει μια μαύρη τρύπα, έτοιμη να ρουφήξει ατελείωτη ρευστότητα, συμπαρασύροντας τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Ή για να το πούμε πιο καθαρά: το τραπεζικό σύστημα έχει εκπαιδευτεί πλέον στο να επιβιώνει στο πλαίσιο του «σοσιαλισμού των πλουσίων». Χρησιμοποιώντας την ολιγοπωλιακή τους θέση, οι μεγάλες, αλλά και οι μικρότερες τράπεζες μπορούν πάντα να ποντάρουν στην κρατική διάσωση, δηλαδή στην κοινωνικοποίηση των ζημιών τους, ενώ οι τραπεζίτες και οι CEO έχουν άπλετα ποσά προκειμένου να αποζημιώσουν τους εαυτούς τους.
Οι προβληματικές επενδύσεις των τραπεζών είναι εν μέρει διαφορετικές από ό,τι 15 χρόνια πριν, αν και όχι απολύτως. Ένα πρόβλημά τους είναι τα κρατικά ομόλογα που κατέχουν και των οποίων η αξία πέφτει (πρόβλημα που αντιμετωπίστηκε στην περίπτωση της Ε.Ε. με μνημόνια και με τα PSI μια δεκαετία πριν). Δεν είναι όμως το μόνο πρόβλημα αυτό. Ή τουλάχιστον όχι πλέον. Η πολλάκις αναλυθείσα εδώ ως καταστροφική, πολιτική των κεντρικών τραπεζών να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό που προκαλούν τα ολιγοπώλια και οι κυρώσεις εν μέσω πολέμου με αυξήσεις επιτοκίων έχει διαμορφώσει συνθήκες για την έκρηξη των κόκκινων δανείων. Επιπλέον των παραπάνω, οι μεγαλοκαταθέτες έχουν κάθε λόγο να αποσύρουν καταθέσεις για να τις τοποθετήσουν σε πιο κερδοφόρες χρηματοπιστωτικές επενδύσεις, πράγμα το οποίο κατεξοχήν θα κάνουν τώρα, γνωρίζοντας ότι οι τράπεζες σιγά-σιγά (ή μάλλον ταχέως) σπεύδουν στην υποστήριξη από τις κεντρικές τράπεζες, προκειμένου να επιβιώσουν. Ήδη η χτυπημένη αγορά των κρυπτονομισμάτων ανεβαίνει, καθώς ο νέος κύκλος ρευστότητας θα κατευθυνθεί στις πλέον βραχυπρόθεσμες και υψηλές αποδόσεις εν μέσω αβεβαιότητας για τις τράπεζες, η οποία οριακώς συγκρατείται από το να εξελιχθεί σε πανικό.
Την ίδια στιγμή όμως, το τραπεζικό σύστημα και η FED (επομένως και ο υποτακτικός των ΗΠΑ, η ΕΚΤ) έχουν να αντιμετωπίσουν ένα νέο πρόβλημα το οποίο δεν υπήρχε μια δεκαπενταετία πριν: τον εξελισσόμενο, παγκόσμιο πόλεμο και τις συνέπειές του. Η αποδολαριοποίηση επιταχύνεται. Το δολάριο παραμένει το πλέον δημοφιλές νόμισμα, αλλά δεν είναι αυτό που ήταν κάποτε. Η FED δεν μπορεί το ίδιο εύκολα να ποντάρει στο ότι όλοι θα αγοράζουν ατελείωτες ποσότητες από τα δολάρια που τυπώνει. Έπειτα, η αξιοποίηση του τραπεζικού συστήματος της Δύσης ως όπλου εναντίον της Ρωσίας σήμανε ότι τα ρωσικά, τα κινεζικά, αλλά και όποια άλλα κεφάλαια ανήκουν σε χώρες οι οποίες ίσως βρεθούν στο στόχαστρο των ΗΠΑ έχουν κάθε λόγο να εγκαταλείψουν τις δυτικές τράπεζες. Τρίτον, η διείσδυση στο τραπεζικό σύστημα της Δύσης κεφαλαίων με προέλευση από χώρες οι οποίες έχουν συγκεντρωτική καθοδήγηση σε ό,τι αφορά τα εθνικά και οικονομικά τους συμφέροντα, όπως είναι και η Σαουδική Αραβία, σημαίνει ότι η σύνδεση τραπεζικών και διεθνοπολιτικών παιχνιδιών γίνεται ολοένα εντονότερη.
Σε αντίθεση με ό,τι η Δύση νομίζει, είναι οι τρίτοι δρώντες που έχουν μεγαλύτερη ισχύ έναντι αυτής και όχι το αντίστροφο. Η περίπτωση της Credit Suisse, αλλά και των γαλλικών τραπεζών που επηρεάζονται από αυτήν σε σχέση με την πολιτική της Σαουδικής Αραβίας είναι χαρακτηριστική. Και φυσικά, ο σταθερά υψηλός πληθωρισμός σημαίνει ότι η επιτοκιακή πολιτική των κεντρικών τραπεζών δεν μπορεί να διαδραματίσει εξισορροπητικό ρόλο μεταξύ πληθωρισμού και φούσκας των πάντων.
Ιδίως στην περίπτωση της ευρωζώνης υπάρχει μια ακόμα ιδιαιτερότητα: η νέα φάση όξυνσης της δεκαπενταετούς καπιταλιστικής κρίσης έρχεται μετά την πανδημία και την εκτόξευση των δημοσίων χρεών. Ήδη, τα όργανα της Ε.Ε. αποφάσισαν την επιστροφή στους δημοσιονομικούς κανόνες του ευρώ. Με άλλα λόγια, στη λιτότητα και στα μνημόνια. Δεν θα μπορούσε να υπάρξουν πιο αντιφατικές κατευθύνσεις από όλες τις παραπάνω μαζί.
Βεβαίως, ο καπιταλισμός έχει τρόπο να αντιμετωπίζει βραχυπρόθεσμα τέτοια προβλήματα: η ισχυρότερη μερίδα του κεφαλαίου επιβιώνει εις βάρος των ασθενεστέρων. Το βραχυπρόθεσμο συμφέρον επί του μεσοπρόθεσμου και του μακροπρόθεσμου συμφέροντος. Ακούγεται παράλογο και είναι αλλά ποιος είπε ότι ο καπιταλισμός είναι ορθολογικός;
Θα δούμε λοιπόν πιθανότατα να γίνονται τα εξής: οι κεντρικές τράπεζες θα κάνουν το παν δυνατόν, προκειμένου να ξαναφουσκώσουν τη φούσκα. Ο λογαριασμός θα φορτωθεί στους κρατικούς προϋπολογισμούς δηλαδή στα μεσαία και στα φτωχότερα στρώματα. Οι λαοί θα λεηλατηθούν. Ξανά. Και επειδή θα ξεσπάσουν εξεγέρσεις, τα πολιτικά συστήματα θα γίνουν καισαρικά (βλ. Μακρόν) ή και πιο ανοιχτά, δικτατορικά, αναλόγως των εντάσεων με τις οποίες θα μετρηθούν. Οι ίδιοι οι λαοί ζουν μια ατελείωτη επανάληψη. Ένα φαύλο κύκλο φτωχοποίησης, με μεσοδιαστήματα ελαχίστως αξιοπρεπούς επιβίωσης και με άφθονη νάρκωση και απόσπαση από την πραγματικότητα. Μόνο η επιτυχία της ταξικής κοινωνικής πάλης μπορεί να σπάσει το φαύλο κύκλο. Αλλά για αυτό σε επόμενο άρθρο.