Συνάντηση στην Αχρίδα της Βόρειας Μακεδονίας είχαν στις 18 Μαρτίου ο Σέρβος πρόεδρος Αλεξάνταρ Βούτσιτς και ο πρωθυπουργός του Κοσόβου Άλμπιν Κούρτι μαζί με τον επίτροπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής Ζοζέπ Μπορέλ και τον Ευρωπαίο ειδικό απεσταλμένο Μίροσλαβ Λάιτσακ σε διαπραγματεύσεις για την αναγνώριση του Κοσόβου, οι οποίες κράτησαν δώδεκα ώρες.
Το σχέδιο που έχει ως τώρα κατατεθεί για την αναγνώριση του Κοσόβου περιλαμβάνει 11 σημεία μεταξύ των οποίων την συγκρότηση Ένωσης Σερβικών Δήμων που θα ενώσει τέσσερις δήμους του βορρά του Κοσόβου μαζί με άλλους έξι σε όλο το Κόσοβο, οι οποίοι έχουν σερβική πληθυσμιακή πλειοψηφία. Η Ένωση αυτή θα απολαμβάνει μιας περιορισμένης αυτονομίας. Το αντίτιμο που καταβάλλει η Σερβία είναι να αναγνωρίσει de facto την ένταξη του Κοσόβου στους διεθνείς οργανισμούς. Ο Άλμπιν Κούρτι αρνείται ωστόσο επίμονα την Ένωση Σερβικών Δήμων, προβάλλοντας ως κίνδυνο μια εξέλιξη ανάλογη με αυτήν της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, όπου η Ρεπούμπλικα Σρπσκα έχει πλήρη αυτονομία, όμως κατά τη συνάντηση στην Αχρίδα δεσμεύτηκε ότι θα εφαρμόσει το σχετικό άρθρο 7 του προτεινόμενου σχεδίου.
Η σημασία της Αχρίδας
Η επιλογή της Αχρίδας ως τόπου των διαπραγματεύσεων είχε τον συμβολισμό της, καθώς εδώ το 2001 είχαν συναντηθεί εκπρόσωποι των Σλαβομακεδόνων και των Αλβανών της τότε Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και είχαν υπογράψει τη λήξη του ένοπλου αγώνα. Το ότι επελέγη η Αχρίδα ως τόπος συνομιλιών αναβαθμίζει τον διπλωματικό ρόλο της Βόρειας Μακεδονίας στα Βαλκάνια, σε μια περίοδο που το επίδικο είναι η απεμπλοκή της ευρωπαϊκής της προοπτικής από τη Βουλγαρία. Η τελευταία έχει κάνει ορισμένες παραχωρήσεις ως προς το πώς εννοείται η «μακεδονική» γλώσσα, αλλά υπάρχουν ακόμη διαφωνίες ως προς την αναγνώριση βουλγαρικής μειονότητας εντός της Βόρειας Μακεδονίας ως συστατικής εθνότητας. Σε κάθε περίπτωση, η αναβαθμισμένη διπλωματική σημασία της Βόρειας Μακεδονίας δείχνει ότι η δυτική στόχευση είναι μια συνολική διευθέτηση της ευρωπαϊκής προοπτικής των Δυτικών Βαλκανίων και μάλιστα σε μια περίοδο αντιρωσικής συσπείρωσης.
Το μοντέλο των δύο Γερμανιών
Το διακύβευμα πάντως ως προς το Κόσοβο είναι τι ακριβώς σημαίνει αυτή η ντε φάκτο αναγνώριση. Ημι-επίσημα έχει γίνει επίκληση στο μοντέλο των δύο Γερμανιών κατά τον Ψυχρό Πόλεμο. Υπενθυμίζουμε ότι κατά την περίοδο 1945-1989 η (Δυτική) Ομοσπονδιακή Γερμανία δεν είχε αναγνωρίσει επισήμως και de jure τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (Ανατολική Γερμανία), αλλά ντε φάκτο απέφευγε την προβολή αντιστάσεων στην ανάπτυξη διπλωματικών σχέσεων της τελευταίας με άλλες χώρες της Δύσης και γενικότερα. Σε μια παρόμοια λογική, ο πρόεδρος Βούτσιτς θα μπορούσε να αποδεχθεί να ενταχθεί το Κόσοβο σε δυτικούς θεσμούς, όπως το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς να προβάλει αντιρρήσεις, αλλά και χωρίς να αναγκαστεί να αναγνωρίσει de jure το Κόσοβο ως ανεξάρτητο κράτος.
Η «λύση» αυτή παρουσιάζει ορισμένα πλεονεκτήματα για τους εμπλεκόμενους. Κατ’ αρχήν, θα παραμένει η διακριτική ευχέρεια και σε άλλες δυτικές χώρες να μην αναγνωρίσουν de jure το Κόσοβο, αν δεν το επιθυμούν. Και αναφερόμαστε περισσότερο στην Ισπανία, η οποία δεν θέλει με κανένα τρόπο να δημιουργηθεί ένα προηγούμενο για αναγνώριση ανεξαρτησίας σε αποσχισθείσες περιοχές ύστερα από αυτονομιστικό αγώνα, φοβούμενη τις δικές της περιπτώσεις της Χώρας των Βάσκων και της Καταλονίας. Παρόμοιες ενστάσεις για αντίστοιχους λόγους έχουν και η Ρουμανία, η Σλοβακία, η Κύπρος και άρα και η Ελλάδα. Ένα άλλο πλεονέκτημα του μοντέλου αυτού είναι ότι ο Σέρβος πρόεδρος Βούτσιτς δεν θα χρειαστεί να βάλει μια μοναδική «υπογραφή», η οποία θα θεωρείτο ως η «επιτομή της προδοσίας» για τον σερβικό λαό και θα έθετε έτσι σε κίνδυνο το προσωποπαγές καθεστώς του, το οποίο ελίσσεται διπλωματικώς μεταξύ Δύσης και Ευρασίας. Για τους δυτικούς, το καθεστώς Βούτσιτς παρουσιάζει την αναγκαιότητα μιας σχετικά σταθερής κυβέρνησης, με την οποία μπορούν να επιτυγχάνουν συμβιβασμούς, κάτι καθόλου αυτονόητο, δεδομένης της ταραγμένης δεκαετίας που ακολούθησε την ανατροπή του προηγούμενου καθεστώτος Μιλόσεβιτς.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το έγγραφο της γαλλογερμανικής πρότασης δεν περιλαμβάνει ακριβώς αμοιβαία «αναγνώριση» της ανεξαρτησίας, αλλά αμοιβαίο σεβασμό της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας. Η συμφωνία προβλέπεται να ενταχθεί στα έγγραφα για την ευρωπαϊκή ενσωμάτωση τόσο της Σερβίας όσο και του Κοσόβου, ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία δημιουργεί στη «συλλογική Δύση» μία έντονη βιασύνη για να κλείσει ένα μέτωπο στην Ευρώπη ή ίσως, κατά μία συμπληρωματική θεώρηση, για να ανοίξει ένα νέο, υπέρ της.
Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι μετά τη συνάντηση στην Αχρίδα, αυτό στο οποίο κυρίως επέμεινε ο Αλεξάνταρ Βούτσιτς ήταν ότι δεν έχει υπογράψει κανένα δεσμευτικό έγγραφο, «καθώς η Σερβία είναι ένα διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος, ενώ το Κόσοβο όχι», αν και επετεύχθη μια συμφωνία. «Δεν πρόκειται για D-Day, αλλά για έναν επωφελή συμβιβασμό», είπε χαριτολογώντας. Ο κύριος λόγος για τον οποίο ο πρόεδρος Βούτσιτς εμφανίστηκε ευχαριστημένος είναι ότι δεν έχει ακόμη δεσμευτεί για αναγνώριση του Κοσόβου στα Ηνωμένα Έθνη. Το γεγονός ότι η μη υπογραφή αναγνώρισης της ανεξαρτησίας του Κοσόβου επαναλαμβάνεται μέχρι ναυτίας από τα συστημικά φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης στη Σερβία δημιουργεί μία υποψία ότι αυτό είναι που θέλει να περάσει ως επιτυχία στο σερβικό κοινό ο ισχυρός άνδρας του Βελιγραδίου και ότι εντέλει επιχειρείται μια περίτεχνη υιοθέτηση της συμφωνίας τρόπο, ώστε μια καταληκτική υπογραφή να μην είναι απαραίτητη, τουλάχιστον προς το παρόν.
Το αντικείμενο της συνάντησης της Αχρίδας ήταν ένας οδικός χάρτης για την εφαρμογή των συμφωνιών. Η σερβική πλευρά επιμένει κυρίως στην Ένωση Σερβικών Δήμων, ενώ θέτει και το ζήτημα των Σέρβων που παραμένουν αγνοούμενοι στο Κόσοβο. Για την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σαφές ότι η ευρωπαϊκή προοπτική της Σερβίας εξαρτάται απολύτως όχι μόνο από τη συμφωνία για το Κόσοβο, αλλά επίσης και από την ευθυγράμμιση της Σερβίας στις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας, η οποία όμως αποτελεί παραδοσιακό σύμμαχό της και πάροχο συμφερουσών συμφωνιών στον ενεργειακό τομέα.
Από τη σερβική πλευρά τα ζητήματα έχουν μεταφερθεί στο κοινοβούλιο, όπου γίνεται εντατική διαβούλευση με τους εκπροσώπους της αντιπολίτευσης, προκειμένου να υπάρξει κατά το δυνατόν συναίνεση ως προς το κρισιμότερο εθνικό ζήτημα. Ο Αλβανοκοσοβάρος πρωθυπουργός Άλμπιν Κούρτι κατηγόρησε από την πλευρά του τη Σερβία ότι αποφεύγει να ολοκληρώσει τη συμφωνία με καταληκτικές υπογραφές. Πάντως, ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Ζοζέπ Μπορέλ εμφανίστηκε αισιόδοξος ότι μετά από 12 ώρες διαπραγματεύσεων υπάρχει πρόοδος ως προς την εφαρμογή του οδικού χάρτη και την κανονικοποίηση των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Σερβίας και Κοσόβου. Ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ Γκαμπριέλ Εσκομπάρ δήλωσε πιο συγκρατημένα ότι πρόκειται για μια δύσκολη, αλλά αναγκαία συμφωνία, η οποία, όμως, τελικά επετεύχθη στην Αχρίδα.
Η στάση των πολιτικών δυνάμεων στη Σερβία
Τώρα πάντως αρχίζουν τα δύσκολα για τον Σέρβο πρόεδρο, που θα πρέπει και να πείσει τις πολιτικές δυνάμεις και τον λαό. Πρόκειται για μια πολύ δυσχερή αποστολή, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία του σερβικού λαού και των πολιτικών δυνάμεων θεωρεί το Κόσοβο ως αναπόσπαστο μέρος της Σερβίας και ως λίκνο του σερβικού έθνους. Υπέρ της συμφωνίας τάσσεται κυρίως το φιλελεύθερο «Κίνημα των Ελευθέρων Πολιτών», του οποίου ο πρόεδρος Πάβλε Γκρμποβιτς δήλωσε ότι η συμφωνία πρέπει να ειδωθεί στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας και ότι το ζήτημα είναι εντέλει αν θέλει η Σερβία να ανήκει στον πολιτικό χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ ή όχι. Επίσης, η πρωθυπουργός Άνα Μπρνάμπιτς τόνισε ότι η συμφωνία για την Ένωση των Σερβικών Δήμων αποτελεί μια προσωπική διπλωματική επιτυχία του προέδρου Βούτσιτς και ότι η συμφωνία πρέπει να επιτευχθεί για χάρη κοινών έργων υποδομής που θα προσελκύσουν επενδύσεις.
Από την άλλη, ο επικεφαλής του Λαϊκού Κόμματος Μίροσλαβ Άλεκσιτς δήλωσε ότι ένα παρόμοιο ζήτημα μπορεί να αποφασιστεί μόνο με δημοψήφισμα που θα κρίνει την γαλλο-γερμανική πρόταση η οποία αποτελεί τη βάση της συμφωνίας της Αχρίδας. Σε δημοψήφισμα κάλεσαν και οι Οικολόγοι. Ομπόσκο Ομπράντοβιτς, ηγέτης του δεξιού κόμματος Dveri (Η Θύρα) κάλεσε μάλιστα τον λαό να διαδηλώσει, για να ακυρώσει στον δρόμο την αναγνώριση του Κοσόβου.
Κατά τον Ομπράντοβιτς, o Βούτσιτς δεν διαθέτει λαϊκή εξουσιοδότηση για μια παρόμοια συμφωνία και ο τρόπος που λειτουργεί είναι πραξικοπηματικός. Ο Ομπράντοβιτς κάλεσε τον λαό σε διαδήλωση την Παρασκευή 24 Μαρτίου μπροστά από το κτήριο της ραδιοτηλεόρασης, προκειμένου να τιμηθεί η τραγική επέτειος από τον βομβαρδισμό του ΝΑΤΟ που είχε κοστίσει τη ζωή σε Σέρβους δημοσιογράφους το 1999 και με την ευκαιρία αυτή να επιβεβαιωθεί εκ νέου η βούληση του σερβικού λαού να μην παραδοθεί το Κόσοβο.
Παρομοίως, η Μίλιτσα Τζούρζεβιτς Σταμένκοφσκι, πρόεδρος του δεξιού κόμματος Zavetnici, επεσήμανε ότι πρόκειται περισσότερο για ένα τελεσίγραφο που έχει τεθεί στον Βούτσιτς. Το εθνικιστικό κίνημα Otadžbina κάλεσε δυναμικά για την παραίτηση του Σέρβου πρόεδρου, θεωρώντας ότι οι πράξεις του ισοδυναμούν με προδοσία που θα μείνει στη μνήμη του λαού επί αιώνες.
Ο πρόεδρος των Κεντρώων Ζντράβκο Πόνος εξέφρασε ικανοποίηση από το ότι ο Βούτσιτς δεν υπέγραψε ως τώρα κανένα δεσμευτικό κείμενο, ενώ μετέφερε σε άλλους την υποχρέωση για εφαρμογή των συμφωνηθέντων. Παραδέχτηκε, όμως, ότι το ευρωπαϊκό μέλλον της Σερβίας περνάει από την εφαρμογή αυτή. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η τοποθέτηση του έμπειρου Μπόρις Τάντιτς, πρώην πρόεδρου της Σερβίας με το Δημοκρατικό Κόμμα, ο οποίος επέμεινε ότι είναι παραπλανητικό να παρουσιάζεται ως επιτυχία το ότι ο Βούτσιτς δεν υπέγραψε. Στην πραγματικότητα, δεν χρειάζεται να υπογράψει κάτι, καθώς με την παρουσία του στις διαπραγματεύσεις αναγνωρίζει ντε φάκτο το Κόσοβο και έχει καταστήσει ως μονόδρομο το ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση της Σερβίας είναι άρρηκτα δεμένη με την ανεξαρτησία του Κοσόβου. Κατά τη λογική του Τάντιτς, θα λέγαμε, το «μέσο είναι το μήνυμα», ήτοι οι συνεχείς διαπραγματεύσεις είναι η de facto αναγνώριση του Κοσόβου, ακόμη και αν δεν υπογραφεί κάποια στιγμή η de jure αναγνώριση, που ενδεχομένως η Δύση δεν θα απαιτήσει, προκειμένου να μην καταρρεύσει το καθεστώς Βούτσιτς – βολικός συνομιλητής, έμπειρος στους συμβιβασμούς και τις κυβιστήσεις.
O Βουκ Γέρεμιτς, πρώην υπουργός Εξωτερικών, τόνισε επίσης ότι η συμφωνία πρέπει να απορριφθεί, ακριβώς στο όνομα του ευρωπαϊκού μέλλοντος της Σερβίας, επειδή προκαλεί ανασφάλεια και αποτελεί πηγή μελλοντικών συγκρούσεων, καθώς μια ενισχυμένη Αλβανία θα δημιουργούσε προβλήματα και στη Βόρεια Μακεδονία και την Ελλάδα. Ο Γέρεμιτς επίσης παρατήρησε αφενός ότι το αποτέλεσμα θα είναι μεγαλύτερη οικολογική καταστροφή για τη Σερβία, η οποία προορίζεται να καταστεί ένα απέραντο ορυχείο λιθίου για γερμανικές και άλλες εταιρείες, και αφετέρου ότι συμφωνία για τους σερβικούς δήμους θα αποτελέσει ένα πρότυπο για την άρση της αυτονομίας της Σερβικής Δημοκρατίας εντός της Βοσνίας Ερζεγοβίνης. Είναι χαρακτηριστική η έμφαση της δυτικής διπλωματίας ότι το μοντέλο της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί στο Κόσοβο, γεγονός που σημαίνει ότι αντιστρόφως είναι πολύ πιθανό ένα μοντέλο Κοσόβου να χρησιμοποιηθεί για να κάμψει την ενοχλητική σερβική αυτονομία στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη.
Στην πραγματικότητα, όπως παρατήρησε και ο πρόεδρος του κεντρώου κόμματος Ζντράβκο Πόνος, αυτό που επείγει περισσότερο τη «συλλογική Δύση» είναι η ταχεία ένταξη του Κοσόβου στο ΝΑΤΟ. Μία σερβική αναγνώριση του Κοσόβου, ακόμη και απλώς de facto, θα εξουδετερώσει τις τυχόν ενστάσεις των πέντε μειοψηφούντων νατοϊκών μελών.
Οι μαζικές διαδηλώσεις στο Βελιγράδι
Πολύ πιο δυναμική είναι η αντίδραση του σερβικού λαού, με μεγάλες επαναλαμβανόμενες διαδηλώσεις ιδίως τις Παρασκευές. Στις 17 Μαρτίου μεγάλη διαδήλωση εναντιώθηκε σε αυτό που αποκλήθηκε «προδοσία», θεωρώντας ότι έστω και εμμέσως το Κόσοβο έχει ήδη αναγνωριστεί. Οι διαδηλώσεις, στις οποίες πρωτοστατούν τα κόμματα Dveri και Zavetnici, αφορούν επίσης και στην οικολογική σωτηρία της Σερβίας από την εκμετάλλευση των μεταλλευμάτων της με ανυπολόγιστες καταστροφές για το περιβάλλον, αλλά και τη φιλική σχέση με τη Ρωσία, την οποία απειλούν οι ασφυκτικές δυτικές απαιτήσεις για κυρώσεις. Οι διαμαρτυρίες συμπίπτουν με την επέτειο των 24 ετών από τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς του 1999.
Στις διαδηλώσεις στις οποίες συμμετείχαν χιλιάδες λαού δόθηκε και θρησκευτικός χαρακτήρας με τη χρήση λιβανιού και θυμιάματος, ενώ οι συμμετέχοντες τραγουδούν παραδοσιακά εθνικά τραγούδια. Οι διαμαρτυρίες έχουν επίσης λάβει τον χαρακτήρα αντικυβερνητικής στράτευσης ενάντια στο προσωποπαγές καθεστώς Βούτσιτς, που έχει μεγάλη δύναμη στα μίντια και τον κρατικό μηχανισμό, μάλλον τη μεγαλύτερη μετά την εποχή Μιλόσεβιτς. Υπάρχει, όμως, και ένας φιλορωσικός προσανατολισμός, καθώς μάλιστα βασικός τόπος της διαδήλωσης είναι ο ανδριάντας του Τσάρου Νικολάου κοντά στο Σερβικό Κοινοβούλιο. Μεταξύ των προταγμάτων των διαδηλώσεων αναφέρθηκε ακόμη και ο όρος «πολυπολικότητα» ως ένας νέο πεδίο διεθνών σχέσεων μέσα στο οποίο η Σερβία καλείται να βρει τη θέση της, ενώ ακούστηκαν και συνθήματα για «δικαιοσύνη για τον Τζούλιαν Ασάνζ».