Από την προεκλογική εκστρατεία του 2021, η πρόεδρος Σιομάρα Κάστρο τόνιζε ότι η οικοδόμηση διπλωματικών σχέσεων με την Κίνα προσφέρει σημαντικές επενδυτικές και αναπτυξιακές ευκαιρίες στην χώρα. Η Ονδούρα υπήρξε μία από τις λίγες χώρες του κόσμου που έχει αναγνωρίσει από το 1985 την Ταϊβάν, όταν η προσοχή του Πεκίνου ήταν αποκλειστικά στραμμένη στο εσωτερικό της χώρας και οι διεθνείς της φιλοδοξίες περιορίζονταν στην προσέλκυση επενδύσεων που θα ξεκολλούσαν την καθυστερημένη οικονομία της από τα δεσμά της υποανάπτυξης.
Η επιλογή των κυβερνήσεων της Τεγκουσιγκάλπα να οικοδομήσουν σχέσεις με το νησί της Ταϊβάν βασιζόταν στην υπόσχεση μιας ευεργετικής οικονομικής βοήθειας αλλά και στην πρόθυμη ενσωμάτωση στις γεωπολιτικές επιλογές της Ουάσινγκτον. Η Ταϊπέι, στα πλαίσια του ανταγωνισμού με το Πεκίνο για διπλωματική αναγνώριση, έχει υιοθετήσει μία μορφή «διπλωματίας του δολαρίου» κατά την οποία αδύναμες οικονομικά χώρες δελεάζονται με την υπόσχεση γενναίας οικονομικής βοήθειας αλλά και παροχής υψηλής τεχνολογίας – τομέας που η Ταϊβάν διακρίνεται ως πρωτοπόρα στην ανάπτυξη και εξαγωγή της. Η Κεντρική Αμερική αποτέλεσε κατεξοχήν στόχο των διπλωματικών ενεργειών της Ταϊβάν και η Ονδούρα είναι από τις τελευταίες χώρες που διατηρεί τέτοιες σχέσεις.
Όμως η Κίνα δεν είναι πλέον ένας οικονομικός παράγοντας με περιορισμένες δυνατότητες. Πολύ περισσότερο δεν είναι ένας γεωπολιτικός παίκτης που μπορεί να αγνοηθεί. Η σύγκρουσή της με την αμερικανική μονοκρατορία την έχει φέρει στο μονοπάτι δεκάδων χωρών του παγκόσμιου νότου ως πραγματική εναλλακτική στην ανάπτυξη εμπορικών και οικονομικών σχέσεων. Η Λατινική Αμερική και Καραϊβική είναι ένας αστερισμός κρατών που το Πεκίνο έχει συστηματικά εργαστεί για να συγκροτήσει ευνοϊκές προϋποθέσεις επενδυτικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.
Η μακρά και επιβλητική παρουσία του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή δεν λειτούργησε αποθαρρυντικά για την Κίνα, η οποία κάθεται στο τραπέζι των συνομιλιών με τις χώρες της υποηπείρου έχοντας ένα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τους αμερικανούς συναδέλφους της: η ανάπτυξη διμερών σχέσεων με τον ασιατικό γίγαντα δεν συνοδεύεται από ανελαστικά πολιτικά και στρατιωτικά ανταλλάγματα. Παράλληλα, σε πολλές περιπτώσεις οι κινεζικές επιχειρηματικές δραστηριότητες στο εξωτερικό έχουν αποδειχθεί αμοιβαία επωφελείς, σε αντίθεση με τις συνήθεις δραστηριότητες των αμερικανικών και δυτικών εταιριών. Η μοναδική απαίτηση (τουλάχιστον μέχρι τώρα) είναι η τήρηση της ‘One China Policy’, η παραδοχή δηλαδή ότι η Ταϊβάν αποτελεί τμήμα της επικράτειας της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και όχι ανεξάρτητο κράτος.
Η Ονδούρα δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να ακολουθήσει την νόρμα που δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια στην γειτονιά της. Η Ταϊβάν μάχεται να διατηρήσει την διπλωματική της παρουσία στην Κεντρική Αμερική αλλά οι εξελίξεις της τελευταίας εξαετίας δεν την δικαιώνουν. Η Δομινικανή Δημοκρατία διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις μαζί της το 2018, η Νικαράγουα το 2021, το Ελ Σαλβαδόρ το 2018 και ο Παναμάς το 2017. Όλες αυτές οι χώρες συνδύασαν την αναγνώριση του Πεκίνου με ογκώδη επενδυτικά σχέδια και δάνεια που μοιάζουν πολύτιμα εργαλεία στην μάχη ενάντια στη φτώχεια και την υποανάπτυξη. Η Σιομάρα Κάστρο, που πρόσφατα έκλεισε ένα χρόνο στην ηγεσία της Ονδούρας, θέλει να ελπίζει ότι το φιλολαϊκό της πρόγραμμα θα βρει στήριγμα στην κινεζική οικονομική ευρωστία. Το Πεκίνο άλλωστε αποτελεί ήδη τον δεύτερο μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της χώρας πίσω μόνο από τις ΗΠΑ, με τις εξαγωγές τoυ στην Ονδούρα να αγγίζουν το 1,5 δις για το 2022. Στα πλαίσια των δεκάδων έργων υποδομών που πραγματοποιήθηκαν με κινεζική χρηματοδότηση, η κυβέρνηση ελπίζει να βρει ρευστότητα ώστε να κατασκευάσει άλλο ένα υδροηλεκτρικό φράγμα στον ποταμό Πατούκα που θα ανακουφίσει την πίεση στο ηλεκτροδοτικό σύστημα της χώρας.
Στην Ουάσινγκτον τα νέα των διπλωματικών ανακατατάξεων δεν αιφνιδίασαν κανέναν. Το υπουργείο Εξωτερικών της Ονδούρας είχε ενημερώσει έγκαιρα για τις προθέσεις του και το πρόσφατο ταξίδι του υπουργού Εξωτερικών Ρέινα στην Κίνα επιβεβαίωνε τις προφορικές διατυπώσεις των διπλωματών της χώρας. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ προς το παρόν εμμένει στη νέα πολιτική που έχει υιοθετήσει τα τελευταία χρόνια απέναντι στις προοδευτικές κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής. Με την εξαίρεση της Νικαράγουας και της Κούβας, οι ΗΠΑ έχουν εγκαταλείψει τις άμεσες απειλές και απόπειρες αποσταθεροποίησης απέναντι στις χώρες που φαίνεται να απομακρύνονται από την στενή επιρροή τους επιχειρώντας να προβάλουν ένα πιο φιλικό και ελκυστικό πρόσωπο. Η απόπειρα αναβάπτισης του διπλωματικού προφίλ των ΗΠΑ στοχεύει στη συγκράτηση της αυξανόμενης παρουσίας της Κίνας στην περιοχή και φυσικά επηρεάζεται από την ρωσοουκρανική κρίση που αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα.
Οι ανακοινώσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ αναγνωρίζουν στην Ονδούρα το δικαίωμα να ξεδιπλώσει την εξωτερική της πολιτική όπως αυτή επιθυμεί, προειδοποιεί ωστόσο ότι οι υποσχέσεις της Κίνας συχνά έχουν αποδειχθεί κενές. Στο ίδιο μήκος κύματος και οι αρχές της Ταϊβάν, οι οποίες καταγγέλλουν το Πεκίνο για εκβιαστικές και εξαναγκαστικές πρακτικές που οδηγούν το νησί σε διπλωματική απομόνωση. Ο υπουργός Ρέινα πάντως, διακήρυξε σε κάθε τόνο ότι η αναγνώριση της Κίνας δεν έχει ιδεολογικά κίνητρα αλλά αποκλειστικά πραγματιστικά. Το δεδομένο είναι ότι η Κίνα έχει επιτύχει άλλη μία νίκη στο διεθνές διπλωματικό σκηνικό απέναντι πρωτίστως στις ΗΠΑ και δευτερευόντως στην Ταϊβάν, ιδιαίτερα σε μία περίοδο που οι εντάσεις στο νησί απειλούν να οξυνθούν ανά πάσα στιγμή.