Δριμεία κριτική στην κυβέρνηση για την πρακτική της να νομοθετεί αποσπασματικά και πρόχειρα, ασκεί με ανακοίνωσή της η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων. Η Ένωση επισημαίνει ότι η αρχή του κράτους Δικαίου προϋποθέτει διαφανή, υπεύθυνη, δημοκρατική και πλουραλιστική διαδικασία για τη θέσπιση των νόμων και καταγγέλλει την κυβέρνηση για τον τρόπο που νομοθετεί και που δημιουργεί υπόνοιες αυθαιρεσίας.
Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων εκφράζει επίσης την αντίθεσή της και για την επιλογή του παραιτηθέντος αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου, να εκφράσει δημοσίως γνώμη, αλλά αφήνει σαφείς υπόνοιες και σε βάρος του υπουργού Επικρατείας Γιώργου Γεραπετρίτη ο οποίος ζήτησε συνάντηση από τον ανώτατο δικαστικό λειτουργό. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «ο διάλογος μεταξύ των τριών λειτουργιών (σ.σ. κυβέρνηση, Βουλή, Δικαιοσύνη) οφείλει να γίνεται μεταξύ των θεσμικών εκπροσώπων αυτών και εντός του πλαισίου που προβλέπουν το Σύνταγμα και οι νόμοι».
Αναλυτικά η ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων:
Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, παρακολουθώντας τις εξελίξεις του τελευταίου χρονικού διαστήματος και με δεδομένη την ήδη εκφρασθείσα θέση της, ότι δεν θα επιτρέψει η Δικαιοσύνη να γίνει μέρος του «πολιτικού παιχνιδιού», επισημαίνει τα ακόλουθα:
Α. Η Δικαιοσύνη είναι πυλώνας της Δημοκρατίας και οι Λειτουργοί της, διαχρονικά, έχουν να επιδείξουν αγώνες προς διαφύλαξη των δικαιοκρατικών αρχών και προστασίας των ελευθεριών και των ατομικών δικαιωμάτων. Το Δικαστικό Σώμα είναι βαθιά δημοκρατικό και υπηρετεί με σθένος, παρρησία και προσήλωση τους Δημοκρατικούς Θεσμούς.
Β. Σε μία χώρα με ισχυρούς δικαιοκρατικούς θεσμούς, όπως είναι η χώρα μας, η νομοθετική πρωτοβουλία ανήκει στην Κυβέρνηση και η νομοθετική λειτουργία στη νομίμως εκλεγμένη Βουλή. Η αρχή του Κράτους Δικαίου, όπως κατοχυρώνεται στο Σύνταγμά μας αλλά και ως κοινή αξία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προϋποθέτει μια διαφανή, υπεύθυνη, δημοκρατική και πλουραλιστική διαδικασία για τη θέσπιση των Νόμων. Η αποσπασματική και πρόχειρη νομοθέτηση δημιουργεί υπόνοιες αυθαιρεσίας της εκτελεστικής εξουσίας.
Γ. Η εκφορά δημόσιας γνώμης από Δικαστικό Λειτουργό επί του περιεχομένου υπό ψήφιση διάταξης, που θα κληθεί είτε να εφαρμόσει είτε να μην εφαρμόσει, αντίκειται στις αρχές της αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας, που αποτελούν εχέγγυα της Δίκαιης Κρίσης. Ο διάλογος μεταξύ των τριών λειτουργιών οφείλει να γίνεται μεταξύ των θεσμικών εκπροσώπων αυτών και εντός του πλαισίου που προβλέπουν το Σύνταγμα και οι νόμοι.
Δ. Οι γενικόλογες διακηρύξεις υπέρ του Κράτους Δικαίου, από οποιονδήποτε και αν προέρχονται, δεν αρκούν προς εμπέδωση της αρχής αυτής, διότι οι προκλήσεις που το τελευταίο αντιμετωπίζει στη σύγχρονη εποχή για την επιδίωξη της ουσιαστικοποίησης της Δημοκρατίας, της κοινωνικής ειρήνης και της διαφύλαξης των ελευθεριών είναι μεγάλες.
Ε. Οι Έλληνες Δικαστικοί Λειτουργοί υπακούουν μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους του Κράτους, αποφασίζουν κατά συνείδηση και οι αποφάσεις που εκδίδουν είναι σύμφωνες με την αρχή της νομιμότητας.