Ταυτόχρονα με την είδηση της ισραηλινής επιδρομής στο τέμενος του αλ Άκσα, του τρίτου ιερότερου τόπου του Ισλάμ, μια ακόμη είδηση ήρθε στο φως της δημοσιότητας, η οποία και αφορά την ιδεολογική βάση ανοχής των συμπεριφορών του κράτους του Ισραήλ. Η είδηση αφορά τις προσπάθειες της «Διεθνούς Συμμαχίας Μνήμης του Ολοκαυτώματος» να προωθήσει την υιοθέτηση από τον ΟΗΕ, του ορισμού του αντισημιτισμού, στον οποίο και κατέληξε η ίδια το 2016. Μόνο που ο ορισμός τον οποίο η Συμμαχία προτείνει είναι γενικόλογος, κάνει αναφορές στην κριτική στο κράτος του Ισραήλ και έχει ξεσηκώσει αντιδράσεις από μια σειρά ακαδημαϊκών και οργανώσεων.
Διαβάζουμε στον ιστότοπο της Συμμαχίας τον ορισμό: «Αντισημιτισμός είναι μια συγκεκριμένη αντίληψη για τους Εβραίους, η οποία ενδέχεται να εκφράζεται ως μίσος προς τους Εβραίους. Οι ρητορικές και φυσικές εκδηλώσεις του αντισημιτισμού στρέφονται κατά Εβραίων ή μη Εβραίων και/ή της περιουσίας τους, κατά θεσμών της εβραϊκής κοινότητας και θρησκευτικών εγκαταστάσεων». Σε συνέχεια, η οργάνωση δίνει πρακτικά παραδείγματα: «το να μην αναγνωρίζεται στους Εβραίους το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, π.χ. με προβολή του ισχυρισμού ότι η ύπαρξη ενός κράτους του Ισραήλ συνιστά ρατσιστικό εγχείρημα», αλλά και «το να εφαρμόζονται δύο μέτρα και δύο σταθμά, απαιτώντας από το Ισραήλ συμπεριφορά που δεν αναμένεται, ούτε απαιτείται, από οποιαδήποτε άλλη δημοκρατική χώρα».
Οι δύο αυτές απολήξεις προβληματίζουν πολύ οργανώσεις δικαιωμάτων, όπως το Human Rights Watch (Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων), καθώς, όπως δημοσίευσε, «η υιοθέτηση θα υποσκάπτει το δικαίωμα οργάνωσης βοήθειας παλαιστινιακών δικαιωμάτων και κριτικής της κυβερνητικής πολιτικής του Ισραήλ». Στις ΜΚΟ προστίθεται και η φωνή πολλών ακαδημαϊκών, οι οποίοι σε κάλεσμά τους ζητούν από τον ΟΗΕ να μην υιοθετήσει τον ορισμό καθώς: «είναι σχεδιασμένος να προστατεύει το Ισραήλ από την κριτική».
Ο συγκεκριμένος ορισμός έχει ήδη υιοθετηθεί από μια σειρά χωρών, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και (προφανώς) το Ισραήλ, ενώ το 2017 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κάλεσε τα κράτη-μέλη να συμπεριλάβουν τον ορισμό στη νομοθεσία τους, κάλεσμα στο οποίο ανταποκρίθηκε ένθερμα και η ελληνική κυβέρνηση υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, το 2019. Μετά την Ε.Ε., η Συμμαχία προσπαθεί να πείσει τον ΟΗΕ να υιοθετήσει επίσημα τον ορισμό, κάτι το οποίο όχι απλά περιορίζει τις προσπάθειες υποστήριξης των δικαιωμάτων της Παλαιστίνης, αλλά προσπαθεί να επιβάλλει και έναν ενιαίο ορισμό οριζοντίως παντού, βάζοντας στο ίδιο καλάθι τους Γερμανούς με τους Κογκολέζους. Με λίγα λόγια, επιβάλλει τη δυτική οπτική, πάνω σε ένα κυρίαρχα δυτικό φαινόμενο, σε όλο τον πλανήτη. Αν ο πρακτικός αντισημιτισμός είναι κάτι το οποίο δεν αφορά την Ινδονησία, ο περιορισμός ή έστω οριοθέτηση του τρόπου εκφοράς κριτικής στο Ισραήλ, είναι κάτι το οποίο την αφορά.
Σε αντίθεση με περασμένους χρόνους, στο δυτικό κόσμο ο αντισημιτισμός δεν αποτελεί (ευτυχώς) κρατική πολιτική. Αντιθέτως, η συντριπτική πλειοψηφία του δυτικού μπλοκ αποτελείται από ένθερμους οπαδούς του κράτους του Ισραήλ, και αν θα χρειαζόταν να μιλήσουμε για πρόβλημα ρατσισμού στις χώρες τους (και πρέπει), αυτό θα είχε αδιαμφισβήτητα ισλαμοφοβικό πρόσημο. Δεν είναι τυχαίο πως ο ΟΗΕ υιοθέτησε μόλις το 2022, μια Παγκόσμια Ημέρα ενάντια στην Ισλαμοφοβία, η οποία και γιορτάστηκε πρώτη φορά τον περασμένο Μάρτιο.
Προφανώς, ακόμη και αν ο αντισημιτισμός δεν αποτελεί κρατική πολιτική, παραμένει ως φαινόμενο στις κοινωνίες, εκπορευόμενο μάλιστα από την ίδια μήτρα με την Ισλαμοφοβία. Το 2022, καταγράφηκαν στις ΗΠΑ 3697 περιπτώσεις αντισημιτικής συμπεριφοράς. Το πρόβλημα είναι, πως σε αυτές τις καταγραφές περιλαμβάνονται δράσεις οργανώσεων για τα δικαιώματα της Παλαιστίνης, όπως η «Φοιτητές για τη Δικαιοσύνη στην Παλαιστίνη». Και τελικά, αυτός είναι ο πυρήνας του ζητήματος. Μπορεί κάποιος να μιλήσει για τα εγκλήματα του Ισραήλ, χωρίς να κατηγορηθεί για αντισημιτισμό; Στο δυτικό κομμάτι του κόσμου, δύσκολα.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Τζέρεμι Κόρμπιν. Ο ηγέτης των Εργατικών, γνωστός για την υποστήριξή του στον αγώνα του παλαιστινιακού λαού, βρέθηκε στο στόχαστρο για αντισημιτισμό, με μια πλειάδα (προσχηματικών) αφορμών, οι οποίες περιελάμβαναν από τις οργανώσεις τις οποίες υποστήριζε, μέχρι και την υπεράσπιση του Raed Salah. Δεν προχωράμε σε πλήρη παρουσίαση της υπόθεσης αυτής εδώ, καθώς όπως έχει δημοσιευθεί και στο BBC, οι κατηγορίες για αντισημιτισμό είχαν εργαλειοποιηθεί από διάφορες φράξιες εντός των Εργατικών, γεγονός το οποίο και μας ενδιαφέρει εδώ. Η υπεράσπιση των δικαιωμάτων της Παλαιστίνης έναντι του Ισραήλ, στην πλειοψηφία της Ευρώπης συνοδεύεται αυτομάτως με κατηγορίες αντισημιτισμού από το πολιτικό κέντρο.
Η ύπαρξη του αντισημιτισμού σε τμήματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών (διότι αν μιλάμε π.χ. για αραβικές κοινωνίες, τα επίπεδα καταπίεσης δεν μας επιτρέπουν να μιλάμε για ρατσιστικά κίνητρα) είναι αδιαμφισβήτητη και σίγουρα είναι ένα φαινόμενο το οποίο πρέπει να καταπολεμηθεί, όπως κάθε ιδεολογία μίσους. Αυτό όμως δεν αποτελεί δικαιολογία, ώστε να σιωπούμε απέναντι στα εγκλήματα του Ισραήλ. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, το Ισραήλ βομβαρδίζει για ακόμη μια φορά το νότιο τμήμα του Λιβάνου, συνεχίζει την παράνομη πολιτική του εποικισμού, παρεμποδίζει βιαίως το δικαίωμα θρησκευτικής λατρείας στο Τέμενος αλ Άκσα, ενώ ο ακροδεξιός υπουργός Μπεν Γκβιρ ετοιμάζει εθνοφυλακή, την οποία θα εξαπολύει ενάντια των Παλαιστινίων και των αντιπάλων του.
Η υποστήριξη προς τους Παλαιστίνιους δεν αποτελεί απλώς ένα δικαίωμα, αλλά και μια υποχρέωση των πολιτών του δυτικού κόσμου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το Ισραήλ αποτελεί τμήμα του δικού μας συλλογικού συστήματος ασφαλείας, ένα δυτικό κράτος σφηνωμένο στον κόσμο της Μέσης Ανατολής και τα εγκλήματα τα οποία διαπράττει χαίρουν της στήριξης των κυβερνήσεων μας. Στα δικά μας, ο Δένδιας έσπευσε να είναι ο πρώτος υπουργός Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο οποίος επισκέφθηκε το Τελ Αβίβ, νομιμοποιώντας μια κυβέρνηση ακροδεξιών, για την οποία έχουν εκφράσει δυσαρέσκεια μέχρι και παραδοσιακοί σύμμαχοι του Ισραήλ. Ο Έλληνας υπουργός βρέθηκε εκεί εκπροσωπώντας όχι μόνο μια κυβέρνηση αλλά έναν ολόκληρο λαό, τον ελληνικό. Είναι χρέος μας, σε κάθε ευκαιρία και κάθε περίσταση, να υπογραμμίζουμε μέχρι τέλους τα δίκαια του παλαιστινιακού λαού, απαιτώντας και ξεκάθαρες θέσεις από τις κυβερνήσεις μας. Το σύνθημα «Λευτεριά στην Παλαιστίνη», υπό το πρίσμα των εξελίξεων, πρέπει να ακουστεί δυνατότερα από ποτέ.