«Εν τη Αναστάσει και δι’ αυτής, τα πάντα ευρίσκονται εν κινήσει προς την τελείωσίν των εν τη Βασιλεία του Θεού. Αυτή η εσχατολογική ορμή έδιδε πάντοτε εις την Ορθόδοξον εγκόσμιον μαρτυρίαν δυναμισμόν και προοπτικήν. Παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, λόγω του εσχατολογικού προσανατολισμού της ζωής της, η Εκκλησία ποτέ δεν εσυνθηκολόγησεν απέναντι εις την παρουσίαν του κακού εν τω κόσμω εις όλας τας μορφάς του, δεν απώθησε την πραγματικότητα του πόνου και του θανάτου, δεν ηγνόησε την αμφισημίαν των ανθρωπίνων πραγμάτων, ποτέ δεν εθεώρησε τον αγώνα δι’ ένα δικαιότερον κόσμον αλλότριον προς την αποστολήν της», επισημαίνει, μεταξύ άλλων, στο πασχάλιο μήνυμά του ο Προκαθήμενος της Ορθοδοξίας, Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος.
Αναλυτικά το πασχάλιο μήνυμα:
Τιμιώτατοι αδελφοί Ιεράρχαι,
Προσφιλέστατα τέκνα,
Φθάσαντες, χάριτι θεία, την πανσωστικήν Ανάστασιν του Κυρίου, δι’ ης κατηργήθη το κράτος του θανάτου και ηνεώχθησαν τω αδαμιαίω γένει αι πύλαι του Παραδείσου, απευθύνομεν πάσιν υμίν πασχαλίους προσρήσεις και εγκάρδιον εόρτιον χαιρετισμόν, αναβοώντες το κοσμοχαρμόσυνον «Χριστός Ανέστη!».
Η ζωή της Εκκλησίας, εις όλας τας πτυχάς της, δονείται από την ανεκλάλητον χαράν της Αναστάσεως. «Πείραν αναστάσεως» μαρτυρούν οι άθλοι των Αγίων και των Μαρτύρων της πίστεως, η λατρευτική και μυστηριακή εμπειρία, η εξαγγελία του Ευαγγελίου «έως εσχάτου της γης», η ευσέβεια και η πνευματικότης των πιστών, η θυσιαστική αγάπη και η κατά Χριστόν αναστροφή αυτών, η προσδοκία ενός κόσμου, ένθα «ο θάνατος ουκ έσται έτι, ούτε πένθος ούτε κραυγή ούτε πόνος ουκ έσται έτι» [1].
Εν τη Αναστάσει και δι’ αυτής, τα πάντα ευρίσκονται εν κινήσει προς την τελείωσίν των εν τη Βασιλεία του Θεού. Αυτή η εσχατολογική ορμή έδιδε πάντοτε εις την Ορθόδοξον εγκόσμιον μαρτυρίαν δυναμισμόν και προοπτικήν. Παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, λόγω του εσχατολογικού προσανατολισμού της ζωής της, η Εκκλησία ποτέ δεν εσυνθηκολόγησεν απέναντι εις την παρουσίαν του κακού εν τω κόσμω εις όλας τας μορφάς του, δεν απώθησε την πραγματικότητα του πόνου και του θανάτου, δεν ηγνόησε την αμφισημίαν των ανθρωπίνων πραγμάτων, ποτέ δεν εθεώρησε τον αγώνα δι’ ένα δικαιότερον κόσμον αλλότριον προς την αποστολήν της.
Εγνώριζεν όμως ότι ο πόνος και ο σταυρός δεν είναι η εσχάτη πραγματικότης. Η βιωματική πεμπτουσία της χριστιανικής ζωής είναι η βεβαιότης ότι διά του Σταυρού, διά της «στενής πύλης», οδηγούμεθα εις την Ανάστασιν. Η πίστις αυτή αποτυπούται εις το γεγονός ότι ο πυρήν της εκκλησιαστικής ζωής, η Θεία Ευχαριστία, συνδέεται ουσιωδώς με την Ανάστασιν του Χριστού. Εις την Ορθόδοξον παράδοσιν, όπως τονίζει ο μακαριστός Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης, η Θεία Ευχαριστία «είναι γεμάτη χαρά και φως», διότι «δεν έχει ως βάση τον Σταυρόν και μία εξιδανίκευση του πάθους, αλλά την Ανάσταση ως υπέρβαση του πάθους του Σταυρού»[2]. Η Θεία Ευχαριστία μας μεταφέρει εις τον Γολγοθάν όχι διά να παραμείνωμεν εκεί, αλλά διά να οδηγηθώμεν, διά μέσου του Σταυρού, εις την αείφωτον δόξαν της Βασιλείας του Θεού. Η Ορθόδοξος πίστις είναι υπέρβασις της ουτοπικής σωτηρίας «χωρίς Σταυρόν» και του υπαρκτικού ναυαγίου του σταυρού «χωρίς Ανάστασιν».
Η μετοχή μας εις την Ανάστασιν του Χριστού εν τω μυστηρίω της Εκκλησίας είναι αφ’ ενός έμπρακτος κατάργησις κάθε ουτοπισμού των «ευρυχώρων οδών» και των ψευδεπιγράφων παραδείσων απροσκόπτου ευδαιμονίας, εν ταυτώ δε και οριστική υπέρβασις του απέλπιδος εγκλωβισμού εις την δήθεν ανυπέρβλητον αρνητικότητα, αφού ο Σταυρός του Χριστού κυοφορεί την Ανάστασιν, την «άληκτον ευφροσύνην», της «αιωνίου δόξης την απόλαυσιν». Η συντριβή του θανάτου διά του Σταυρού και της Αναστάσεως του Σωτήρος αναφέρει την ζωήν μας εις την θεανθρωπίνην ουσίαν της και εις τον ουράνιον προορισμόν της.
Εν Χριστώ γνωρίζομεν και βιούμεν ότι ο παρών βίος δεν είναι όλη η ζωή μας, ότι ο βιολογικός θάνατος δεν αποτελεί τέλος και εκμηδενισμόν της υπάρξεώς μας. Δεν ορίζουν τα βιολογικά όρια της ζωής την αλήθειάν της. Εξ άλλου, η αίσθησις ότι η ζωή είναι αναπότρεπτος «πορεία προς τον θάνατον» οδηγεί εις υπαρξιακά αδιέξοδα, εις απόγνωσιν και μηδενισμόν, εις αδιαφορίαν διά τα ουσιώδη του βίου. Η επιστήμη, η οικονομική και κοινωνική πρόοδος, αδυνατούν να προσφέρουν ουσιαστικήν λύσιν και διέξοδον. Οι Χριστιανοί είναι οι «έχοντες ελπίδα»[3], οι προσδοκώντες την ερχομένην Βασιλείαν του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος ως την τελικήν πραγματικότητα, ως πληρότητα ζωής και γνώσεως, ως χαράν πεπληρωμένην, όχι μόνον διά τας επερχομένας γενεάς, αλλά διά σύμπαν το ανθρώπινον γένος απ’ αρχής και άχρι της συντελείας του αιώνος.
Αυτήν την θέασιν της ιστορίας και της αιωνιότητος, τον αναστάσιμον χαρακτήρα της πίστεως, του ήθους και του πολιτισμού της Ορθοδοξίας, το αδιαμφισβήτητον γεγονός ότι το μέγα θαύμα της Αληθείας αποκαλύπτεται μόνον «τοις προσκυνούσιν εν πίστει το μυστήριον», καλούμεθα να μαρτυρώμεν σήμερον εις ένα πολιτισμόν απωθήσεως του Υπερβατικού και ποικίλων συρρικνώσεων της πνευματικής ταυτότητος της ανθρωπίνης υπάρξεως.
Δοξάζοντες εν ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς τον αναστάντα εκ νεκρών και ανατείλαντα πάσι την αιώνιον ζωήν Κύριον και μετέχοντες εν αγαλλιάσει της «κοινής των όλων πανηγύρεως», δεόμεθα του πανσθενούς, πανσόφου και πανοικτίρμονος Ποιητού και Λυτρωτού του παντός, όπως ειρηνεύη τον κόσμον, χαρίζηται δε τω γένει των ανθρώπων πάντα τα σωτηριώδη δωρήματα Αυτού, ίνα υμνήται και ευλογήται το πάντιμον και μεγαλοπρεπές όνομά Του, νυν και αεί και εις πάντας τους αιώνας. Αμήν!
Φανάριον, ‘Αγιον Πάσχα ,βκγ´
† Ο Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος προς Χριστόν Αναστάντα
ευχέτης πάντων υμών.