ΑΘΗΝΑ
10:26
|
22.11.2024
Η ιστορία με την επιχειρούμενη απαγόρευση είναι ένα φιάσκο. Αυτό όμως είναι το λιγότερο. Το σημαντικότερο είναι ότι θα στραφεί εναντίον των πολιτικών ελευθεριών.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Η ιστορία με την επιχειρούμενη απαγόρευση του κόμματος Κασιδιάρη είναι ένα φιάσκο. Θα ήταν ούτως ή άλλως φιάσκο, είτε ακολουθούνταν η πρόταση ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ( και εκπροσώπων μέρους της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς), είτε αυτή της ΝΔ.

Κάθε νομικό εργαλείο αντιμετώπισης ενός πολιτικού φαινομένου (το γεγονός ότι αρκετές χιλιάδες συμπολιτών μας ψηφίζουν ναζιστές είναι πολιτικό φαινόμενο) στα χέρια της εξουσίας, δεν μπορεί παρά να χρησιμοποιηθεί για να περιοριστούν τα πολιτικά δικαιώματα, κατά πώς βολεύει κάθε φορά το σύστημα εξουσίας. Αυτός ο περιορισμός δεν μπορεί παρά να περνά μέσα από την επιστράτευση εμφανώς ελεγχόμενων από το σύστημα εξουσίας, ανωτάτων δικαστικών και τελικώς τόσο να «οσιοποιεί» αυτούς εναντίον των οποίων στρέφεται όσο και να συνοδεύεται από δικαστικό καθεστωτισμό και διαφθορά.

Το γεγονός ότι σήμερα η ΝΔ θέλει να κόψει την απώλεια ψήφων προς τον Κασιδιάρη (το καθεστωτικό, θρασύδειλο, εγκληματικό, απόβρασμα που θέλει απλώς να βγει πιο μπροστά, πιο γρήγορα από όσο τον προορίζει ή τον προόριζε τις στιγμές της δόξας του, το σύστημα εξουσίας και ειδικότερα οι ολιγάρχες-σπόνσορές του) δεν αναιρεί ότι αυτή η νομοθεσία θα στραφεί εναντίον των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών μόλις γίνουν και πάλι επικίνδυνοι.

Αυτό όμως είναι το λιγότερο. Το σημαντικότερο είναι ότι θα στραφεί εναντίον των πολιτικών ελευθεριών του λαού, όταν ο τελευταίος θα προβεί σε όντως αντισυστημικές επιλογές, όποιες κι αν είναι αυτές.

Η κυβέρνηση μεθόδευσε ένα νομοθετικό-δικαστικό πραξικόπημα ως προς την υπόθεση του κόμματος Κασιδιάρη. Και όταν αυτό φάνηκε ότι μπορεί να μην εξελιχθεί όπως η κυβέρνηση θα ήθελε εξαιτίας καριερίστικων ή άλλης προέλευσης αντιθέσεων μέσα στη δικαστική λειτουργία έστησε ένα δεύτερο τέτοιο πραξικόπημα. Η μέθοδος αυτή δεν είναι μοναδικά ελληνική. Ακολουθείται σε πολλές χώρες. Οι δικαστές μπορούν να προσδώσουν μια επίφαση νομιμότητας στις παρεκβάσεις του συστήματος εξουσίας, με τρόπο πιο εύκολα αποδεκτό από το στρατό και τα σώματα ασφαλείας. 

Αυτού του είδους οι μεθοδεύσεις, γνωστές τοις πάσι αλλά όχι ανακοινωμένες από τους εμπλεκομένους έλαβαν προφανώς άλλη διάσταση μετά τις αποκαλύψεις Τζανερίκου σχετικά με την απόπειρα εξαγοράς της δικαστικής του κρίσης. Κυρίως έρχονται να προστεθούν σε όσα ήδη γνωρίζουμε για τη δικαστική λειτουργία της χώρας εδώ και πολλά χρόνια, με αποκορύφωμα τα τελευταία τέσσερα. Δεν έχει νόημα να ξαναγράψουμε όσα έχουμε αναφέρει σε προηγούμενα άρθρα: από τις κατά σύστημα κηρύξεις απεργιών ως παράνομες και καταχρηστικές μέχρι το NOOR1 και από το υποθέσεις που εμπλέκεται η μαφία έως υποθέσεις τύπου Παπαγγελόπουλου γνωρίζουμε ότι η δικαιοσύνη και μάλιστα στα ανώτατα κλιμάκιά της είναι οικογενειοκρατούμενη, διαπλεκόμενη, κομματικώς ελεγχόμενη και τελικώς διεφθαρμένη. Δυστυχώς, σε αδιανόητα μεγάλο βαθμό πρόκειται για εντολοδόχους. Δεν είναι το καταφύγιο του αδυνάμου, αλλά η επιβεβαίωση του δικαίου της ισχύος.

Το να θυμώνει κανείς γι’ αυτό με τη ΝΔ είναι αφελές. Ο ρόλος της δεξιάς αλλά και των σώγαμπρων του συστήματος εξουσίας (πρώην αριστερών) είναι ακριβώς να υπερασπίζονται μια τέτοια λειτουργία της δικαιοσύνης. Με τους ηλιθίους όμως μπορεί και πρέπει να θυμώνει κανείς. Με εκείνα δηλαδή τα κόμματα, τα οποία έχουν (μάλλον)καλές προθέσεις, αλλά δεν έχουν ούτε μια πρόταση στα προγράμματά τους για τη δικαιοσύνη. Με εκείνα τα κόμματα που νομίζουν ακόμα ότι θα βρεθούν κάποιοι έντιμοι δικαστές (υπάρχουν και τέτοιοι προφανώς) οι οποίοι θα ανατρέψουν τη γενική εικόνα. Ή ότι θα μπορέσουν κα κυβερνήσουν χάρη στη λαϊκή ψήφο εν μέσω σήψης των θεσμών.

Δεν έχουμε ορισμένα κρούσματα διαφθοράς στη δικαιοσύνη για να διερευνήσουμε κάποιες επιμέρους αλλαγές. Έχουμε ένα συνολικώς διεφθαρμένο, ταυτισμένο με την ξενοκρατία και με την ολιγαρχία, δικαστικό σύστημα το οποίο πρέπει να γκρεμιστεί και να ξαναχτιστεί, με άλλα πρόσωπα και με άλλες νόρμες. Το ελάχιστο είναι μια βαθιά εκκαθάριση της επετηρίδας. Το ελάχιστο και το ανεπαρκές. Εξίσου ελάχιστο είναι το να αλλάξει το σύστημα εκπαίδευσης των δικαστών. Ποιοι γίνονται δικαστές, με ποιο τρόπο, πώς εξελίσσονται, πώς αξιολογούνται και από ποιους.

Μια από τις μεγαλύτερες «απάτες» σε αυτό το επίπεδο είναι η άποψη ότι αν η δικαστική λειτουργία μείνει εντελώς μόνη της, χωρίς καμία παρέμβαση από την εκτελεστική λειτουργία θα μείνει αδιάφθορη. Αν η δικαστική λειτουργία μείνει χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις και ελέγχους θα μετατραπεί στο απόλυτο βασίλειο της διαφθοράς. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι περισσότερους, διαρκείς ελέγχους σε ό,τι αφορά τη δικαστική λειτουργία, από περισσότερους δρώντες και με πιο δημοκρατικό τρόπο. Χρειαζόμαστε μια άλλη δικαστική λειτουργία η οποία μπορεί να υπάρξει μόνο αφού ανατινάξουμε τη σημερινή. Και όμως: η συζήτηση αυτή δεν έχει ανοίξει καν. Δυστυχώς, αυτοί που θα έπρεπε ήδη να δρουν κοιμούνται ακόμα ύπνο βαθύ.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Παμ Μπόντι: Η νέα «εκλεκτή» του Τραμπ για το υπουργείο Δικαιοσύνης μετά το «ναυάγιο» του Γκέιτς

Εκλογές στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ: Οδηγίες για τις κάλπες της 24ης Νοεμβρίου

Ημερίδα για τις νομικές και πολιτικές όψεις του κινήματος Αντίστασης και Αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη

Μητροπολίτης Κυθήρων Σεραφείμ: Να μπει τέλος στους διωγμούς πιστών στην Ουκρανία

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα