Μεγάλη χαρά έφερε η περασμένη Κυριακή στον Φουμίο Κισίντα. Ο Κισίντα είναι ο πρωθυπουργός της Ιαπωνίας, μιας χώρας περίπου 125 εκατομμυρίων κατοίκων και τέταρτης μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη μας και πηγή της χαράς του είναι το αποτέλεσμα των τοπικών εκλογών της 9ης Απριλίου όπου και το κόμμα του, το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (LDP ή στα ιαπωνικά, Τζιμίντο), θριάμβευσε, ενισχύοντας το μπλοκ εξουσίας γύρω από τον 65χρονο, ο οποίος και είναι πρωθυπουργός από το 2021.
Εκλογές δίχως παρατράγουδα δεν έχουν νοστιμάδα. Η εκλογική διαδικασία σημαδεύτηκε από το ρεκόρ αποχής, η οποία και ξεπέρασε το 50%. Σε κάποιες περιφέρειες η συμμετοχή δεν έφτασε ούτε το 35%, ενώ και η νεολαία της χώρας δεν έδειξε ιδιαιτέρως ενήμερη πως μια εκλογική μάχη θα λάβει χώρα, με ένα ποσοστό σχεδόν 70% είτε να αγνοεί τη διεξαγωγή τους είτε να μην αντιλαμβάνεται το νόημά τους. Βέβαια οι όροι «νεολαία» και «εκλογική μάχη» είναι όροι σχετικοί στη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου. Η Ιαπωνία έχει γερασμένο πληθυσμό, με τον αριθμό γεννήσεων να χτυπά νέο χαμηλό την περασμένη χρονιά, γεγονός ευρέως γνωστό, με αναπάντεχες όμως προεκτάσεις. Το περιορισμένο μέγεθος της νεολαίας, σε συνδυασμό με την αδιαφορία της για τα κοινά, οδήγησε σε έλλειψη υποψηφίων στις εκλογές, με το 40% των περιφερειών της χώρας να έχουν μόνο έναν υποψήφιο, οι οποίοι είχαν τη χαρά να πανηγυρίσουν την εκλογή τους, από το πρωί της Κυριακής.
Η νίκη είναι νίκη όμως – και ποιοι είμαστε εμείς να χαλάσουμε τη χαρά του Κισίντα; Απελευθερωμένος από έναν σκόπελο, ο Ιάπωνας πρωθυπουργός μπορεί να προχωρήσει στα μεγαλόπνοα πλάνα της κυβέρνησής του, τα οποία περιλαμβάνουν τη διαχείριση του δημοσιονομικού χάους της χώρας, αλλά και να υλοποιήσει την πιο αμφιλεγόμενη μεταρρύθμιση, τον επανεξοπλισμό του ιαπωνικού στρατού. Είναι πιθανό ο Κισίντα να προκηρύξει πρόωρες εκλογές εντός της χρονιάς, προκειμένου να λάβει και το απαιτούμενο πολιτικό κεφάλαιο, ιδιαιτέρως μετά το crash test των τοπικών εκλογών.
Ένας μεγάλος φόβος του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος στις τοπικές εκλογές ήταν το πολιτικό σκάνδαλο μεγατόνων, το οποίο έχει οδηγήσει σε παραίτηση ήδη τέσσερις υπουργούς και αναμενόταν να επηρεάσει την εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων – αλλά, όπως παρατηρεί και ο Guardian, αυτό δεν συνέβη. Ο λόγος για τη σύνδεση υψηλόβαθμων πολιτικών του κόμματος με μια θρησκευτική σέχτα, την Εκκλησία της Ενοποίησης, τους λεγόμενους Ενοποιητές ή Μουνίτες (Moonies). Θα επιλέξουμε εδώ τον όρο Μουνίτες καθώς όχι μόνο σέβεται την αυθεντική ονομασία, αλλά τραβάει και το μάτι λόγω παρήχησης. Πριν συνεχίσουμε όμως, ας γνωριστούμε πρώτα με την εκκλησία των Μουνιτών.
Μια δολοφονία, μια σέχτα και η χώρα των Κιμ
Είναι Παρασκευή 8 Ιουλίου του 2022 και ο πρώην πρωθυπουργός της Ιαπωνίας, Σίνζο Άμπε, βρίσκεται σε προεκλογική περιοδεία στην πόλη Νάρα, η οποία έχει αποτελέσει και αυτοκρατορική πρωτεύουσα κάποια στιγμή τον 8ο αιώνα. Γύρω στις 11.30 το πρωί εκείνης της ημέρας, ο Άμπε βρισκόταν στο πόντιουμ μπροστά στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης και εκφωνούσε ομιλία υποστήριξης ενός τοπικού υποψηφίου, όταν τον πλησίασε από πίσω ο Τετσουία Γιαμαγκάμι και ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, τον πυροβόλησε δύο φορές. Έξι ώρες μετά ο Άμπε έχασε τη ζωή του. Ο λόγος; Η οικογένεια του πρώην στρατιωτικού Γιαμαγκάμι, είχε καταστραφεί όταν η μητέρα του προσχώρησε στη θρησκευτική σέχτα της Εκκλησίας της Ενοποίησης και της παραχώρησε όλη της την περιουσία. Με τους ηγέτες της σέχτας να αποτελούν έναν πολύ δύσκολο στόχο, ο Γιαμαγκάμι προσανατολισε την εκδίκησή του στο πρόσωπο του Άμπε, υψηλόβαθμου πολιτικού με σχέσεις συμπάθειας και συνεργασίας με τους Μουνίτες. Η δολοφονία αυτή συντάραξε την Ιαπωνία και έφερε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος την Εκκλησία της Ενοποίησης, καθώς και τις σχέσεις της με τον πολιτικό κόσμο της Ιαπωνίας – και όχι μόνον.
Η ιστορία της Εκκλησίας, η οποία σήμερα αριθμεί πάνω από τρία εκατομμύρια πιστούς, ξεκινά τη δεκαετία του 1950, στη Σεούλ της Κορέας. Ο ιδρυτής της, Σουν Μιουνγκ Μουν, προερχόμενος από μια εκχριστιανισμένη οικογένεια, βίωσε τον πόλεμο της Κορέας και επέζησε στρατοπέδων συγκέντρωσης στη Βόρειο Κορέα, βίωμα το οποίο τον μετέτρεψε σε σφοδρό αντικομμουνιστή. Ως πρεσβυτεριανός ιεραπόστολος ταξίδευε σε όλη τη χερσόνησο, αλλά σύντομα αυτονομήθηκε, συστηματοποίησε μια διαφορετική προσέγγιση του Χριστιανισμού και το 1954 ίδρυσε την Εκκλησία της Ενοποίησης. Με την Κορέα ρημαγμένη από έναν πόλεμο και τις παραδοσιακές αξίες της κοινωνίας να καταρρέουν από τη δυναμική είσοδο του δυτικού καπιταλισμού, σύντομα ο Μουν προσηλύτισε χιλιάδες πιστούς.
Μέχρι το 1955 οι Μουνίτες είχαν 30 κέντρα στην Κορέα, σύντομα εξαπλώθηκαν στις γειτονικές χώρες (της Ιαπωνίας συμπεριλαμβανομένης), τη δεκαετία του ‘70 το αμερικανικό τμήμα συγκεντρώνει μεγάλα ποσά για την εκκλησία, εμφανίζεται στη Λατινική Αμερική, αλλά και εισχωρεί και δρά υπογείως στο ανατολικό ,πλοκ, με βάση την Τσεχοσλοβακία. Αμερικανοί γερουσιαστές υποστηρίζουν τη δράση τους και τους υπερασπίζονται, όταν έρχονται αντιμέτωποι με τις κατηγορίες της σέχτας, ενώ η σύζυγος του Μουν βρέθηκε στις αρχές του ‘90 στη Μόσχα, συναντήθηκε με τον Γκορμπατσόφ, υποστήριξε την περεστρόικα και έβγαλε και διάγγελμα μέσα από το Κρεμλίνο στο Ράδιο Μόσχα. Το 1994, κέντρο το οποίο ίδρυσε το ζεύγος των Μουν, κάνει χρυσές δουλειές καθώς λαμβάνει την περιουσία των μελών του και την επενδύει, χρηματοδοτεί συντηρητικές πολιτικές πρωτοβουλίες αλλά και μη κυβερνητικές οργανώσεις. Από το 2000 και μετά, η Εκκλησία μετριάζει τις συντηρητικές προσεγγίσεις της, προωθεί την αλληλοκατανόηση μεταξύ των θρησκευτικών δογμάτων, αλλά σε κάθε περίπτωση διατηρεί ισχυρούς δεσμούς με το πολιτικό κατεστημένο και στις δύο πλευρές του Ειρηνικού.
Με βάση τη χριστιανική πίστη. ο Μουν έβαλε στο κέντρο της σέχτας του την οικογένεια. Η κοσμολογία του είναι πασπαλισμένη με έναν δυισμό συνήθη στις ανατολικές θρησκείες, ενώ ο Ιησούς αναγνωρίζεται ως Μεσσίας, που όμως δεν κατάφερε να εκπληρώσει την αποστολή του Θεού, ήτοι να δημιουργήσει μια αγνή οικογένεια, η οποία και θα απελευθερώσει την ανθρωπότητα από το προπατορικό αμάρτημα. Μετά το θάνατο του Ιησού, βρισκόμασταν σε αναμονή του δεύτερου Μεσσία, ο οποίος και θα δημιουργούσε την οικογένεια αυτή. Όπως ίσως έχετε ήδη μαντέψει, ο δεύτερος Μεσσίας είναι ο ίδιος ο Μουν και η οικογένεια την οποία δημιούργησε με τη δεύτερη σύζυγό του είναι η πολυπόθητη αγνή οικογένεια. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές τελετές της Εκκλησίας είναι η ευλογία γάμων, πολλές φορές χιλιάδων πιστών ταυτόχρονα, οι οποίοι ξαναπαντρεύονται εξαγνισμένοι. Το ηγετικό ζεύγος, γνωστό ως «Οι Αληθινοί Γονείς», θα καθοδηγήσει την ανθρωπότητα, σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου.
Παρά τον ακραιφνή αντικομμουνισμό του Μουν, ο «Αληθινός Πατέρας» ήταν, κατά τα φαινόμενα, πρακτικός άνθρωπος. Αναγνωρίζοντας το πεδίο δράσης, το οποίο προσφέρει ένας πληθυσμός σαν αυτός της Βορείου Κορέας, αναπτύσσει σχέσεις με υψηλόβαθμους ηγέτες της Πιονγιανγκ και καταφέρνει να επισκεφθεί τη χώρα στις αρχές της δεκαετίας του ‘90. Σύμφωνα με τις φήμες, ρώτησε τον τότε ηγέτη Κιμ Ιλ-Σούνγκ «αν θέλει να γίνουν αδέρφια», με τον Βορειοκορεάτη να απαντά «γιατί όχι;». Οι Μουνίτες πανηγυρίζουν τη μεταστροφή του Διαβόλου, βέβαιη απόδειξη της θεϊκής αποστολής του Μουν. Σε αντάλλαγμα, φημολογείται πως ο Μουν προσέφερε εκατομμύρια στην ανάπτυξη του πυρηνικού προγράμματος της Βορείου Κορέας, χρήματα τα οποία συγκέντρωσε από Ιάπωνες πιστούς και τα οποία ξέπλυνε μέσω διαφόρων ιδρυμάτων της Εκκλησίας στη Νότιο Κορέα. Βέβαια, αυτή η ιστορία δύσκολα αποδεικνύεται, ενώ δεν υπάρχουν ενδείξεις παρουσίας της Εκκλησίας της Ενοποίησης σήμερα στο βόρειο κομμάτι της κορεατικής χερσονήσου, σε μια ακόμη απόδειξη πως οι συμφωνίες με το Διάβολο είναι επικίνδυνες συναλλαγές.
Το μόνο βέβαιο είναι πως οι Μουνίτες κάνουν χρυσές δουλειές, με δεκάδες κέντρα ανά την υφήλιο, στενούς δεσμούς με τα πολιτικά κατεστημένα, ύποπτες διαδρομές χρήματος από κέντρο σε μη κυβερνητικές οργανώσεις και αντίστροφα, ενώ δεν είναι λίγοι οι γερουσιαστές στις ΗΠΑ οι οποίοι συμμετέχουν στα διοικητικά συμβούλια των διάφορων οργανισμών της Εκκλησίας της Ενοποίησης. Με τη δεύτερη γενιά να καθοδηγεί πλέον την Εκκλησία, οι Μουνίτες συνεχίζουν να ασκούν εξωπραγματική οικονομική και πολιτική επιρροή στις δύο πλευρές του Ειρηνικού.
Η επιστροφή των Σαμουράι
Με την ήττα του Ιαπωνικού Αυτοκρατορικού Στρατού στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ιαπωνία πέρασε στη σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ. Ο Πόλεμος της Κορέας ανάγκασε τα αμερικανικά στρατεύματα να διασχίσουν τη θάλασσα της Ιαπωνίας, αλλά οι έντονες, αριστερόστροφες, διεργασίες στο εσωτερικό της μεταπολεμικής ιαπωνικής κοινωνίας δεν επέτρεψε στον αμερικανικό παράγοντα να εγκαταλείψει το νησί. Διατήρησε βάσεις, ενώ υπέγραψε στρατιωτική συμμαχία με τον παλαιό αντίπαλο, με πρόβλεψη μάλιστα πως οι αμερικανικές δυνάμεις θα επεμβαίνουν σε περίπτωση εσωτερικών ταραχών. Ο ιαπωνικός στρατός έχει καθαρά αμυντικό χαρακτήρα, καθώς το Σύνταγμα απαγορεύει τη στρατιωτική εμπλοκή σε τρίτες χώρες. Όταν οι ΗΠΑ ζήτησαν τη συμμετοχής της Ιαπωνίας στον Πόλεμο του Κόλπου, το Σύνταγμα απέτρεψε τη συμμετοχή αυτή αλλά οι Ιάπωνες προικοδότησαν την πολεμική προσπάθεια με 9 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η εισβολή στην Ουκρανία το 2022 άλλαξε τα δεδομένα. Η Ιαπωνία, στενός συνεργάτης του ΝΑΤΟ, δέχθηκε πιέσεις για να αναβαθμίσει το αξιόμαχο του στρατού της, υπό το πρίσμα όχι μόνο της ρωσικής απειλής, αλλά και της κινεζικής. Ο πρωθυπουργός Κισίντα, το έθεσε ως προτεραιότητα της κυβέρνησής του, από το 2022. Αυτή η προτεραιότητα βέβαια προσκρούει όχι μόνο στο ιαπωνικό Σύνταγμα, αλλά και την οικονομική κατάσταση της χώρας.
Το πρόσφατο αποτέλεσμα των τοπικών εκλογών, ενισχύει πολιτικά τον Κισίντα και το φιλόδοξο σχέδιο του. Με έναν προϋπολογισμό στρατιωτικής ενίσχυσης, ο οποίος αγγίζει τα 320 δισεκατομμύρια δολάρια, ο Κισίντα φαίνεται να έχει πείσει τους Ιάπωνες, οι οποίοι σε πρόσφατη δημοσκόπηση με ποσοστό 51%, εγκρίνουν τα σχέδιά του. Βασικό τροχοπέδη αποτελεί όμως η οικονομία. Ενώ οι Ιάπωνες εγκρίνουν τον επανεξοπλισμό, αντιτίθενται σθεναρά στην προοπτική αύξησης φόρων. Με τη χώρα όμως να παρουσιάζει έλλειμμα σχεδόν μισού δισεκατομμυρίου, η αύξηση φόρων αποτελεί μονόδρομο για την κυβέρνηση. Έχοντας ξεπεράσει τον σκόπελο των τοπικών εκλογών, ο Κισίντα ετοιμάζεται για μια οικονομικά αυτοκτονική κίνηση, σε μια χώρα με τεράστιο, αν και κυρίως εγχωρίως διακρατούμενο και εξυπηρετούμενο, δημόσιο χρέος.
Το μόνο σίγουρο είναι πως ο κόσμος μετά τον Φεβρουάριο του 2022 έχει μπει σε άλλη τροχιά και ο Κισίντα επιλέγει το στρατόπεδο για τη χώρα του. Μετά βεβαιότητας μπορούμε να πούμε πως ο ιαπωνικός πασιφισμός έχει καταρρεύσει, στα πλαίσια μιας σύγκρουσης τιτάνων ΗΠΑ-Κίνας. Με την Κίνα σε απόσταση αναπνοής, η Ιαπωνία έχει λόγους να ενδιαφέρεται για τις εξελίξεις αυτές. Παρά τις κατά καιρούς διαφορές τους όμως, οι οποίες περιλαμβάνουν θαλάσσιες ζώνες, τη Ταϊβάν αλλά και πολεμικές αποζημιώσεις, οι δύο χώρες πριν το 2022, είχαν μπει σε τροχιά στενούς συνεργασίας.
Οι ελπίδες να αντιληφθεί ο ιαπωνικός λαός σε τι περιπέτειες πάει να συρθεί, είναι δυστυχώς μηδαμινές, οπότε για την ώρα ετοιμάζεται να πληρώσει ένα μεγάλο τίμημα για πολεμικές περιπέτειες. Ας ελπίσουμε πως το τίμημα θα παραμείνει μόνο οικονομικό, αν και σε μια χώρα με τα χαρακτηριστικά της Ιαπωνίας, κάτι τέτοιο μπορεί να λάβει καταστροφικές διαστάσεις. Και αν αναλογιστούμε τη σημασία της ιαπωνικής οικονομίας, αυτές οι διαστάσεις μπορούν να επηρεάσουν και μια άλλη υπερχρεωμένη χώρα, η οποία αγοράζει μετά μανίας Rafale, κάπου στην ανατολική Μεσόγειο.