Μετά τα Ιουλιανά και με το κυβερνητικό χάος που ακολούθησε με ασταθείς και αδύναμες κυβερνήσεις και εν όψει των εκλογών τον Μάη του ‘67 ένα μήνα πριν, στις 3:30 τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου το στρατιωτικό «κίνημα» είχε επικρατήσει.
Αναίμακτα.
Αιφνιδιασμένοι από τις εξελίξεις ήταν και οι Αμερικανοί, που δεν περίμεναν την κίνηση των Συνταγματαρχών. Τον Φίλιπ Τάλμποτ -τότε πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Αθήνα- ξύπνησε ο ανιψιός του πρωθυπουργού Παναγιώτη Κανελλόπουλου, Διονύσης Λιβανός, για να του πει τα νέα. Όταν μετά από λίγες μέρες ο Τάλμποτ αναφερόμενος στο πραξικόπημα, το χαρακτήρισε ως «βιασμό της Ελληνικής Δημοκρατίας» στον σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα, Τζακ Μέρι, αυτός του απάντησε κυνικά: «Μα, πώς είναι δυνατόν να βιάσεις μία πόρνη;..».
Αυτή η φράση, περιείχε το «δόγμα» και τη σκοπιά, που έβλεπε η αμερικανική εξωτερική πολιτική τη χώρα μας.
Από νωρίς εκείνο το πρωί, το ΕΙΡ έπαιζε εμβατήρια και δημοτικά άσματα και οι αγουροξυπνημένοι Έλληνες, στις 6.30΄ το πρωί της 21ης Απριλίου, θα άκουγαν από τον ραδιοφωνικό σταθμό των ενόπλων δυνάμεων, την εξής ανακοίνωση:
«Λόγω της δημιουργηθείσης εκρύθμου καταστάσεως, από του μεσονυκτίου ο στρατός ανέλαβε τη διακυβέρνησιν της χώρας».
Ακολούθησε η ανάγνωση του υποτιθέμενου «βασιλικού διατάγματος»:
Κωνσταντίνος Βασιλεύς των Ελλήνων.
Έχοντες υπ’ όψιν το άρθρον 91 του Συντάγματος και κατόπιν εισηγήσεως της Κυβερνήσεως, αναστέλλομεν τας διατάξεις των άρθρων 5, 6, 8, 10, 11, 12, 14, 18, 20, 95 και 97 του εν ισχύι Συντάγματος καθ’ όλον το Κράτος λόγω εκδήλου απειλής κατά της δημοσίας τάξεως και ασφαλείας της χώρας εξ εσωτερικών κινδύνων. Ο ημέτερος επί των Εσωτερικών Υπουργός δημοσιεύσει και εκτελέσει το διάταγμα τούτο.
Εν Αθήναις τη 21η Απριλίου 1967
Κωνσταντίνος Βασιλεύς των Ελλήνων
Το υπουργικόν Συμβούλιον
Ο Πρόεδρος, τα μέλη…
Αυτό, στην πραγματικότητα, σήμαινε ότι δεν ίσχυαν πια οι διατάξεις που προέβλεπαν:
- Ότι κανένας δε συλλαμβάνεται χωρίς δικαστικό ένταλμα,
- Το δικαίωμα της ελεύθερης συγκέντρωσης προσώπων,
- Το δικαίωμα της ίδρυσης και συμμετοχής σε σωματεία,
- Το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου,
- Το απαραβίαστο της αλληλογραφίας.
Το άρθρο 18 απαγόρευε την επιβολή θανατικής ποινής σε πολιτικά εγκλήματα και έτσι μπορούσαν πλέον να συσταθούν και να λειτουργήσουν, χωρίς ειδικό νόμο, έκτακτα στρατοδικεία.
Στη συνέχεια, ακολούθησαν μέτρα και απαγορεύσεις για την πειθαρχημένη καθημερινότητα των πολιτών, που είχε σαν συνέπεια την καχεξία της Δημοκρατίας, που έπρεπε κατά τον Παπαδόπουλο, να μπει σε γύψο, για να «ισιώσει». Νομίζω, είναι γνωστό τοις πάσι, ότι στη Σχολή Ευελπίδων, παρεδίδοντο και μαθήματα Ιατρικής και Ορθοπεδικής, για αυτό και η μαριονέττα βρήκε και πρότεινε αυτή τη «θεραπεία».
Τα πρόσθετα μέτρα λοιπόν, ήταν:
Μέχρι νεωτέρας διαταγής απαγορεύεται η κυκλοφορία εις τας οδούς της πόλεως πάσης φύσεως οχημάτων και πεζών.
Μέχρι νεωτέρας διαταγής απαγορεύεται η ανάληψις καταθέσεων εκ των τραπεζών και των ταμιευτηρίων.
Μέχρι νεωτέρας διαταγής απαγορεύεται η αγορά χρυσών λιρών και γενικώς ξένου συναλλάγματος.
Μέχρι νεωτέρας διαταγής διακόπτονται τα μαθήματα των σχολείων…
Αυτή ήταν περίπου η πρώτη μέρα της 21ης Απριλίου και η απαρχή της επταετίας που θα ακολουθούσε, με κατάργηση των στοιχειωδών ελευθεριών, τις φυλακές, τις εξορίες, τα βασανιστήρια, τις δολοφονίες/«εξαφανίσεις» αντιπάλων του καθεστώτος, ενώ παράλληλα επιβλήθηκε πνευματικός και πολιτιστικός μεσαίωνας, με αποκορύφωμα την Κυπριακή τραγωδία.
Έτσι, η Χούντα των Συνταγματαρχών καταγράφηκε στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, ως μία από τις πιο σκοτεινές στιγμές της.
Και όσοι μιλάνε «πως κοιμόντουσαν με ανοιχτά παράθυρα», ότι έφεραν οικονομική ανάπτυξη, έφτιαξαν δρόμους, βοήθησαν τους αγρότες, «αν δεν μιλούσες, δεν σε πείραζαν» κτλ… υπάρχουν οι απαντήσεις σε όλα αυτά που τους διαψεύδουν: από το «Τάμα» για να αναγείρουν τον Ναό του Σωτήρος που μάζεψαν σε κουπόνια μέχρι και από τις σοκολάτες που αγόραζαν οι Έλληνες, οι χουντικοί παρακρατούσαν ένα ποσό, μισό δισ. Δραχμές -ποσό υπέρογκο για την εποχή. Ο ναός δεν κτίστηκε ποτέ κι όταν στις αρχές του 1974 έγινε απολογισμός στο ειδικό Ταμείο μετά από επτά χρόνια, που είχε ξεκινήσει η υποτιθέμενη ανέγερση, είχαν μείνει μόνο 47,3 εκατομμύρια δραχμές: 406 εκατομμύρια είχαν κάνει φτερά. Και φυσικά, κανείς δεν τιμωρήθηκε.
Όσοι είμαστε -όπως ο γράφων- παλιοί Κυψελιώτες, ξέρουμε ακριβώς πού ήταν να κτιστεί ο ναός στα Τουρκοβούνια και δεν έκαναν απολύτως τίποτε, παρά έχει απομείνει μέχρι και σήμερα μόνο ένας ευμεγέθης λευκός σταυρός, για να θυμίζει το «πέρασμα» αυτών των αχρείων από τη ζωή μας.
Με αυτά και με κείνα, το δημόσιο χρέος υπερδιπλασιάστηκε: Από 37,8 δισεκατομμύρια δραχμές το 1967 έφτασε τα 87,5 δισεκατομμύρια δραχμές το 1973. Το εμπορικό έλλειμμα πενταπλασιάστηκε. Οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων μειώθηκαν κατά 25%. Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών οκταπλασιάστηκε. Όσο για την πολυτραγουδισμένη μείωση της ανεργίας : εκείνη την περίοδο, μετανάστευσαν 500.000 Έλληνες. Προφανές λοιπόν, μειώθηκε η ανεργία κι αν φεύγαμε όλοι τότε, θα είχαμε μηδενική… ανεργία.
Αστεία πράγματα.
Όσον αφορά δε, το «αν δεν μιλούσες, δεν σε πείραζαν» μόνο ως αναξιοπρεπές το θεωρώ, όχι με τα όποια κομματικά γυαλιά, αλλά ως πολίτης της χώρας που γεννήθηκε η Δημοκρατία, έστω αυτή που είναι για τους πολλούς αλλά όχι για όλους, έστω αυτή που όταν σου βαράνε την πόρτα 6 το πρωί, είναι ο γαλατάς και όχι ο φαντάρος.
Εν πάση περιπτώσει, πουθενά δεν τα πήγαν καλά, στα δημόσια έργα που -παλιά μας τέχνη κόσκινο- τα έδιναν με απευθείας αναθέσεις σε συγγενείς και ημέτερους που εγκαινιάζονταν με το περίφημο μυστρί του Παττακού, τα έργα ούτε καν ξεκινούσαν και μετά πετούσαν το μυστρί και άρχιζαν τα πανηγύρια (βλ. Εγνατία Οδός), μέχρι τη φτωχοποίηση των αγροτών -στις 500.000 μεταναστεύσεις που γράψαμε περιλαμβάνονται και πολλοί αγρότες- και το ζενίθ φυσικά της προδοσίας τους, τη διχοτόμηση της Κύπρου.
Αυτό, είναι το απότοκο πάνω κάτω των χουντικών, εάν κάνουμε εδώ έναν πλήρη απολογισμό, θα γράφω μέχρι τον Δεκαπενταύγουστο. Άλλωστε, αυτά είναι ιστορικά γεγονότα, που μπορούμε να τα βρούμε παντού και είναι συνεπώς, ακαταμάχητα και προφανώς δεν είναι μόνο αυτά, είναι κι άλλα.
Όμως… Η παρουσία των Συνταγματαρχών, στη νεότερη ελληνική ιστορία κατέδειξε και κάτι ακόμη: πως η ελληνική κοινωνία, δεν συμφιλιώθηκε μεταξύ της, αρχής γενομένης από τα Δεκεμβριανά, το τέλος του εμφυλίου, τους τόπους εξορίας κατόπιν, την δολοφονία του Λαμπράκη, την φυγή του Καραμανλή, τη διετία ακυβερνησίας μετά, μέχρι τη Χούντα και την κατάρρευσή της.
Θα μπορούσε λοιπόν, η Μεταπολίτευση να είναι όχι η πρώτη, -γιατί μας δόθηκαν οι ευκαιρίες από τη Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, έως τις μέρες μας- αλλά η τελευταία μια και καλή επανεκκίνηση.
Όμως, ως ελληνική κοινωνία με την «αρωγή» των πολιτικών φωστήρων, τις παθογένειες που άλλες χώρες κουτσά στραβά τις έλυσαν, εδώ όχι μόνο δεν τις λύσαμε, αλλά βρισκόμαστε σε μια συνεχή περιδίνηση, σε μια πτήση προς το κενό, δύο αιώνες σχεδόν μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, από το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Τρικούπη μέχρι τα μνημόνια, από τον «Μουτζούρη» πάλι επί Τρικούπη, μέχρι τα τραίνα που στουκάρουν με 160 χιλιόμετρα την ώρα αφού ταξίδευαν ανεξέλεγκτα προς τον θάνατο επί 12 λεπτά, από τις εξορίες, από τον Λαμπράκη έως τον Φύσσα, τη «Χρυσή Αυγή» και τώρα πάλι τον Κασιδιάρη… Ε, σαν να μην πέρασε μια μέρα.
Η Χούντα, εν κατακλείδι -ουδέν κακόν- θα μπορούσε να είναι και η τελευταία αναχαίτηση της προόδου της χώρας, μετά από την ακούσια αποχή της τελευταίας επί τετρακόσια χρόνια από την Αναγέννηση, τον Διαφωτισμό και την αρχιτεκτονική των κτιρίων εκείνης της περιόδου, που πηγαίνοντας τώρα στην Ευρώπη, τα θαυμάζουμε και τα ζηλεύουμε.
Η Χούντα, θα μπορούσε να είναι και η τελευταία αναχαίτηση της προόδου που κράτησε τη χώρα πίσω, αφού είχε προηγηθεί η Μικρασιατική καταστροφή, ο εμφύλιος, τα ξερονήσια, αλλά να είναι και το τελευταίο στάδιο του πολιτιστικού και πολιτικού ερέβους, που υπήρξε εκείνη την περίοδο.
Αλλά, όχι. Εκεί εμείς. Μας αρέσει να παίζουμε χαρτιά. Και δη, «μουτζούρη». Που ευελπιστούμε φυσικά, να μην «πέσει» σε μας.
Αλλά «πέφτει». Γιατί «ευελπιστούμε», να, γιατί μας πέφτει. Λαός που ευελπιστεί μόνο στην τύχη και δεν κουνάει το δακτυλάκι του να την αλλάξει…
…Αλλά όχι, δεν θα κάνω κάποιο ζούφιο επαναστατικό κήρυγμα, περισσεύει.
Ξέρουμε όλοι τι πρέπει να κάνουμε.
Να πλύνουμε τα μούτρα μας από τη μουτζούρα, να κοιταχτούμε στον καθρέφτη και να ορκιστούμε στο είδωλό μας πως θα κάνουμε ο καθένας, ό,τι μπορεί και όπως μπορεί, άλλος λίγο, άλλος πάλι λίγο, δεν πειράζει -να, μια ιδέα είναι να διαπαιδαγωγήσουμε σωστά τους επόμενους- αλλά επ’ ουδενί λόγω, να μην μας ξαναξημερώσει εκείνη η Παρασκευή, της 21ης του Απρίλη, 56 χρόνια πριν.