Εξόν από κάποια απροσδόκητη εξέλιξη, το Ανώτατο Δικαστήριο της Βραζιλίας αναμένεται μέσα στις επόμενες εβδομάδες να καταδικάσει τον τέως πρόεδρο Ζαΐχ Μπολσονάρου σε 8ετή αποκλεισμό από κάθε εκλογική διαδικασία, αφαιρώντας του τη δυνατότητα να θέσει εκ νέου υποψηφιότητα στις προεδρικές του 2026. Οι σύμμαχοί του στη δεξιά παράταξη έχουν αρχίσει μεν να διαδίδουν ότι πρόθεση του Μπολσονάρου είναι να κατέβει για Γερουσιαστής, σε μία προσπάθεια να πείσει τους δικαστές πως δεν θα διεκδικήσει ξανά την προεδρία και με αυτόν τον τρόπο να αποφύγει μία ατιμωτική καταδίκη.
Βέβαια, η προσπάθεια τούτη να παραπλανήσει τη δικαστική εξουσία -που επί των ημερών του, ο τέως πρόεδρος είχε κυνηγήσει και δυσφημίσει- δεν μπορεί να διαγράψει τα έργα και τις ημέρες του, ιδίως τις ιταμές προσπάθειές του να υπονομεύσει τη δημοκρατική τάξη και να δημιουργήσει μία καθεστωτική συνέχεια στη χώρα. Κι όλα αυτά χρησιμοποιώντας για τις ηγεμονικές του φιλοδοξίες τα δημόσια ταμεία και πόρους, αναγορεύοντας ταυτόχρονα σε ρυθμιστές του πολιτεύματος την αστυνομία και τον στρατό. Η ετυμηγορία του δικαστικού οργάνου να τον παραπέμψει, έπειτα από την απολογία του, με την κατηγορία της επίθεσης κατά της εκλογικής διαδικασίας και νομιμότητας, δείχνει ότι κατά πάσα πιθανότητα ο Μπολσονάρου θα τεθεί εκτός του πολιτικού συστήματος. Για το καλό της Βραζιλίας.
Ο Μπολσονάρου αυτή τη στιγμή αποτελεί την πιο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα μέσα στη χώρα του. Μισητός σε πολλούς, που στη διάρκεια της θητείας του δοκιμάσθηκαν οι αντοχές τους (πανδημία, ταξικές και κοινωνικές-φυλετικές ανισότητες, οικονομική και βιοτική ανασφάλεια, βία, κλιματική κρίση κ.ο.κ.). Ωστόσο, για άλλους αποτελεί μία καθαγιασμένη προσωπικότητα, ιδίως για τους φανατικούς χριστιανούς, τους ρατσιστές, τους υπέρμαχους των «οικογενειακών» αξιών, τους πλούσιους εκμεταλλευτές και καταπατητές, τους χρήστες όπλων, των νοσταλγών της δικτατορίας και πάει λέγοντας. Άλλωστε, τίποτα δεν δείχνει ότι θα χάσει τη ριζοσπαστική βάση του κόμματός του: περίπου το 20% του πληθυσμού (σύμφωνα δε με την Datafolha το 22% δηλώνει «Μπολσονάριστα») θα τον υποστηρίξει και θα τον ακολουθήσει τυφλά, όποιο κι αν είναι το έγκλημα, για το οποίο μπορεί να καταδικασθεί.
Γι’ αυτούς τους τελευταίους, η ατιμωτική φυγή του στη Φλόριντα των ΗΠΑ για να μην κατηγορηθεί και συλληφθεί για τα πανάκριβα κοσμήματα από τον Σαουδάραβα Εμίρη για τα οποία ενδέχεται να καταδικαστεί εκ νέου για σφετερισμό κρατικής περιουσίας, όπως και τα άλλα 19.470 δώρα που συνολικά παρέλαβε και πολλά από αυτά οικειοποιήθηκε ή για τις μυστικές συναντήσεις του μέσα στο προεδρικό μέγαρο και την επίσημη κατοικία.
Άλλωστε, η πολιτική του Μπολσονάρου έχει αφήσει ανεξίτηλο στίγμα στην κοινωνία, νομιμοποιώντας πρακτικές που με κόπο πασχίζει να αναμορφώσει η νέα κυβέρνηση. Από τη γενοκτονία των Γιανομάμι, τους παράνομους μεταλλωρύχους και αποψιλωτές δασών, μέχρι το κύμα βίας στα σχολεία, που άμεσα συνδέεται με την άτυπη θέσπιση του ρατσισμού και τη νομιμοποίηση της οπλοκατοχής, που αναμφίβολα σχετίζονται με το πολιτεύεσθαι και τις αμετροέπειες του Μπολσονάρου.
Η τύχη του Μπολσονάρου, ως φυσικού προσώπου, φαίνεται πως έχει κριθεί. Μάλλον μπαίνει στο περιθώριο της πολιτικής, παρ’ όλο που για πολλούς ακόμη έχει προσλάβει διαστάσεις ήρωα. Η σύντομη παρακμή του, όμως και η επικείμενη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επηρεάζει έμμεσα και άμεσα το μέλλον της πολιτικής στη Βραζιλία. Πρώτον, η δική του (ακρο)δεξιά παράταξη PL, που αποτελεί και πλειοψηφική δύναμη στο Κοινοβούλιο, αναμένεται να αναδιατάξει τα σχέδια της. Βέβαια, η πρώτη αντίδραση της δεξιάς -όπως και στην περίπτωση της εισβολής στο Κυβερνητικό Σύμπλεγμα από οπαδούς του Μπολσονάρου- αναμένεται να είναι η κινητοποίηση του κόσμου της, με διαδηλώσεις, ίσως και με ακρότητες. Ο Μπολσονάρου θα βάλει το προσωπείο του θύματος και θα καταγγείλει την αδικία, την προγραφή του κλπ, σε μία προσπάθεια να συσπειρώσει τους ψηφοφόρους του, υποδυόμενος τον ακέραιο πολιτικό που τον διώκει το «σύστημα». Και φυσικά, τόσο ο ίδιος, όσο και η παράταξή του, θα «παίξουν καθυστερήσεις», εξαντλώντας όλες τις νομικές δυνατότητες που του προσφέρουν οι εφέσεις μέχρι να τελεσιδικήσει η απόφαση.
Η ενεργός παρουσία του Μπολσονάρου είναι απαραίτητη, γιατί ο τέως πρόεδρος θα είναι ένας σημαντικός δημεγέρτης στις δημοτικές εκλογές του 2024, βοηθώντας το PL να εκλέξει δημάρχους. Μη λησμονούμε πως στις προηγούμενες εκλογές, το κόμμα του Μπολσονάρου και η ευρύτερη δεξιά παράταξη εξέλεξε περισσότερους Περιφερειάρχες από το Κόμμα των Εργατών (ΡΤ) του προέδρου Λουΐς Ινάσιου «Λούλα» ντα Σίλβα.
Επιπλέον, ύστερα από αυτό, η δεξιά, συμπεριλαμβανομένης της μη ριζοσπαστικής δεξιάς, η οποία τείνει τελευταία να κερδίζει όλο και περισσότερο χώρο, βασισμένη στην υπεροπλία σε Περιφέρειες και δήμους θα προσπαθήσει να επιλέξει έναν ή περισσότερους διαδόχους για τον Μπολσονάρου το 2026. Εάν παίξει έξυπνα το παιχνίδι, τηρώντας όπως κάνει αποστάσεις από τον Μπολσονάρου, θα δημιουργήσει μία σύγκλιση με το Κέντρο, επιλέγοντας ένα όνομα που θα κλίνει περισσότερο προς αυτή την απύθμενη και πολύ ευρεία δεξαμενή ψήφων. Ένα όνομα σαν του ιδιαίτερα δημοφιλούς κυβερνήτη του Σάου Πάουλου Ταρσίζιου Ντζι Φρέιτας ή του κυβερνήτη της Μίνας Ζεράις Ρομέου Ζέμα. Μόνο ας θυμηθούμε πως εκείνο που στοίχισε την προεδρία στον Μπολσονάρου ήταν ακριβώς η αυτομόληση μεγάλου μέρους του Κέντρου (που τον είχε εκλέξει στις προηγούμενες εκλογές) υπέρ του Λούλα και όχι τόσο στην εκλογική άνοδο του ΡΤ.
Μία τέτοια κίνηση θα αποδεικνυόταν σωτήρια για τη δεξιά παράταξη: αφενός θα κρηπίδωνε τις τάξεις της από την επιλογή ενός προσώπου κοντινού -όπως ο Μπράγκας Νέτου- στον Μπολσονάρου ή ενός από τους γιους του. Κάτι που θα κρατούσε μακριά μεγάλο τμήμα του Κέντρου, που το 2022 ψήφισε υπέρ του PT για να αποφύγει το πραξικόπημα Μπολσονάρου. Αλλά και οι ένθερμοι υποστηρικτές του πρώην προέδρου, δεδομένου του αποκλεισμού του, εύλογα θα κατέληγαν να μεταναστεύσουν σε έναν πιο ανταγωνιστικό δεξιό σχηματισμό για να «στεγάσουν» τα «δικαιώματά τους», που θα «πληγούν» από την πολιτική του Λούλα.
Ενός Λούλα, που επίσης αναμένεται να επηρεασθεί ιδιαίτερα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Σε περίπτωση μη καταδίκης και με τον Μπολσονάρου ακόμη στο πολιτικό παιχνίδι, ο Λούλα θα ήταν αναγκασμένος -σε προβεβηκυία ηλικία- να ξανακατέλθει υποψήφιος για να εμποδίσει ξανά το «φάσμα» του Μπολσοναρισμού να επιστρέψει. Όμως μία καταδίκη του ακροδεξιού πολιτικού, θα μπορούσε και στην αντίθετη περίπτωση με τη δεξιά να ανοίξει ακόμη περισσότερο το τόξο συνεργασίας με του ΡΤ με το Κέντρο. Είτε συγκλίνοντας σε ένα όνομα όπως του Ταρσίζιου ντζι Φρέιτας, είτε σε έναν πιο μετριοπαθή υποψήφιο του ΡΤ (Φερνάντου Αντάντζι ή Ρούι Κόστα) ή από άλλες κεντρώες προσωπικότητες που βοήθησαν την επανεκλογή Λούλα και βρίσκονται στην κυβέρνησή του: Ζεράλντο Αλκμίν, Σινόμι Τέμπετ, Φλάβιου Ντζίνου.
Άλλωστε, το μειοψηφικό ΡΤ στην Εθνοσυνέλευση είναι δέσμιο, τρόπον τινά, από το Κέντρο. ‘Η ακόμη, περίπτωση του προέδρου της Βουλής Αρτούρ Λίρα και με τη μετριοπαθή δεξιά. Η πρόσφατη διένεξη των δύο προέδρων (Βουλής και Γερουσίας) έδειξε πόσο η κυβέρνηση Λούλα είναι εξαρτημένη από τους εσωκοινοβουλευτικούς συσχετισμούς για να περάσει κρίσιμα νομοσχέδια. Όπως αυτό για την αύξηση του επιπέδου των κρατικών δαπανών, το φορολογικό, τα μέτρα για τον πληθωρισμό/ακρίβεια, την αύξηση της βοήθειας στα ευάλωτα νοικοκυριά. Οι πρώτες 100 ημέρες του Λούλα στην εξουσία απέδειξαν πόσο δεν διαθέτει στιβαρή κοινοβουλευτική δράση και είναι στο έλεος των διαθέσεων του Κέντρου. Τα νομοσχέδια για την επέκταση των κοινωφελών προγραμμάτων Bolsa Familia (ενάντια στη φτώχεια), Minha Casa Minha Vida (για την κατοικία) ή το Mais Médicos (για την ιατρική κάλυψη σε απομακρυσμένες/περιθωριοποιημένες περιοχές), βρίσκονται στον αέρα, καθώς εάν δεν εγκριθούν από την Εθνοσυνέλευση λήγουν αυτόματα μέσα σε 120 ημέρες. Η γενικότερη ασυνεννοησία της κυβέρνησης κοστίζει στον Λούλα ακόμη και τη δημοφιλία του: σε σφυγμομέτρηση της Dtafolha για τις πρώτες 100 ημέρες του, το 51% κρίνει την κυβέρνησή του ίδια (15%) ή χειρότερη (36%) από αυτή του Μπολσονάρου, ενώ κι ο ίδιος χαίρει μόλις του 49% στη δημοφιλία. Απογοητευτικά αποτελέσματα για έναν πολιτικό που εξελέγη με τόσες ελπίδες.
Βέβαια, ο Λούλα βοήθησε σε αυτό: αγνόησε όλες τις εκκλήσεις να τοποθετηθεί ένας φιλελεύθερος τεχνοκράτης στην κεφαλή της οικονομικής πολιτικής και επέλεξε τον έμπιστό του (και διάδοχό του στις εκλογές του 2018, όταν είχε φυλακισθεί) Φερνάντου Αντάντζι. Ο Αντάντζι έχει δεχθεί πυρά, ιδίως από την αριστερή πτέρυγα του ΡΤ, για τις πολιτικές επιλογές του, οι οποίες όμως του εξασφαλίζουν τους επαίνους, πχ της υπουργού Τέμπετ, σύμβολου της κεντροδεξιάς. Ο Λούλα στήριξε δημόσια τον Αντάντζι, πιστώνοντάς του τις προσπάθειες για άρση της ανώτατης οροφής στις κρατικές δαπάνες («την επιστροφή των φτωχών στον προϋπολογισμό», όπως τις χαρακτήρισε).
Ωστόσο ο Λούλα κάνει παράλληλα μεγάλα τακτικά σφάλματα που θα μπορούσαν να του στοιχίσουν την υποστήριξη από το Κέντρο. Για ακόμη μία φορά επιτέθηκε κατά της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας για τη διατήρηση των υψηλών επιτοκίων, απειλώντας την ανεξαρτησία της. Μία στάση που προκάλεσε διχογνωμία ανάμεσα στην κυβερνητική κοινοβουλευτική ομάδα και απείλησε την ψήφιση νομοσχεδίων. Όμως πάνω απ’ όλα, αλγεινή εντύπωση προκάλεσε η δημόσια αμφισβήτηση ως «μοντάζ» της αποκάλυψης του σχεδίου για δολοφονία του πρώην δικαστή Σέρζιου Μόρου. Ο Μόρου ήταν εκείνος που τον φυλάκισε και στη συνέχεια χρημάτισε υπουργός Δικαιοσύνης του Μπολσονάρου, ενώ τώρα εξελέγη Γερουσιαστής. Η αντίδραση του Λούλα θεωρήθηκε μνησικακία και κατακρίθηκε για την επίθεσή του ενάντια σε έναν εκλεγμένο κοινοβουλευτικό, αμαυρώνοντας την εικόνα του. Απογοητευτική άλλωστε ήταν επίσης η στάση του Λούλα όσον αφορά την αναδίπλωσή του σχετικά με τις προηγούμενες δηλώσεις του για το Ουκρανικό, έπειτα από τις επιπλήξεις της Ουάσιγκτον.
Ο κύριος παράγοντας στις μελλοντικές εκλογές θα είναι οι επιδόσεις της κυβέρνησης Λούλα, που σχετίζονται ακριβώς με την ικανότητά της να συσπειρώνει συμμαχίες στην Εθνοσυνέλευση. Επιπλέον η κοινωνία ανησυχεί και είναι ιδιαίτερα απαισιόδοξη για την πορεία του πληθωρισμού και τα στοιχεία δείχνουν πως λίγη εμπιστοσύνη τρέφει στην τωρινή κυβέρνηση. Εάν αυτή καταφέρει να περάσει ένα οικονομικό πλαίσιο και μία φορολογική μεταρρύθμιση, που θα μπορέσει να απογειώσει την οικονομία και να δημιουργήσει θέσεις εργασίας και ανάπτυξη, τότε δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Ο νέος πρόεδρος θα μπορεί να επανεκλεγεί με αριστερό λόγο και το κέντρο θα στοιχηθεί γύρω αυτόν.