Η 25η Απριλίου για την Ιταλία είναι μία ιδιαίτερη εθνική γιορτή. Τιμά την απελευθέρωση της χώρας από τον 20χρονο ζυγό του Φασισμού και την μπότα των Γερμανών κατακτητών, μέσα από τη μεγαλειώδη πράξη της αντίστασης. Μόνο που φέτος, η 25η Απριλίου θα εορτασθεί υπό το κράτος μίας νεοφασιστικής κυβέρνησης, η οποία συμμετέχοντας στις τιμητικές εκδηλώσεις, τρόπον τινά, καλείται να καταδικάσει το παρελθόν εκείνο, που με διάφορες αφορμές συνεχίζει να επικαλείται ενώ τα στελέχη της συνεχίζουν να δυσφημίζουν τον αντιφασιστικό αγώνα.
Έτσι, για μία φορά ακόμη, λίγο πριν από τη γιορτή της Απελευθέρωσης, έχει ξεσπάσει μία πολιτική και κοινοβουλευτική καταιγίδα. Ειδικότερα, οι δηλώσεις του αμετανόητου νεοφασίστα προέδρου της Γερουσίας Ινιάτσιο Λα Ρούσα ξεσήκωσαν ποικίλες αντιδράσεις, μέσα και έξω από το Κοινοβούλιο. Ο Λα Ρούσα υποστήριξε πως η λέξη «αντιφασισμός» δεν υπάρχει στο Σύνταγμα ενώ αντίθετα επέλεξε να εγκωμιάσει ως αντιστασιακή πράξη την αυτοπυρπόληση του Γιαν Πάλατς στα γεγονότα της Πράγας το 1968 (με σαφείς αντικομουνιστικές αιχμές). Οι αντιδράσεις στις δηλώσεις Λα Ρούσα δεν προήλθαν μόνον από τις προφανείς δημοκρατικές και αριστερές δυνάμεις, αλλά και από σχεδόν «ομογάλακτα» δεξιά κινήματα, όπως η Καλή Δεξιά του Φιλίπο Ρόσι.
Ακόμη πιο τρανταχτή ήταν η αντίδραση του τελευταίου ηγέτη του νεοφασιστικού «Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος» (MSI) Τζανφράνκο Φίνι, που με τη λεγόμενη «στροφή του Φούτζι» μετασχημάτισε τη νεοφασιστική ταυτότητα στον ακροδεξιό/εθνικιστικό χαρακτήρα της «Εθνικής Συμμαχίας» (ΑΝ) για να μη θυμίζει τα «προπατορικά αμαρτήματα» του προκάτοχου σχήματος. Ο Φίνι κάλεσε τη Μελόνι να μη διστάζει να χρησιμοποιεί τη λέξη «αντιφασισμός», υπενθυμίζοντας πως το παρελθόν αυτό έχει ενταφιασθεί με την αλλαγή του καταστατικού και του ονόματος του κόμματος. Μολαταύτα, η αντίδραση της Μελόνι και του κόμματός της «Αδέλφια της Ιταλίας» ήταν να «βάλει πάγο» στις σχέσεις της με τον πρώην ηγέτη και πολιτικό της μέντορα. Το αποτέλεσμα ήταν το κείμενο που κατέβασε η κυβέρνηση για τον εορτασμό της ημέρας να μην ψηφιστεί από την αντιπολίτευση, η οποία ψήφισε μόνο τη δική της ανακοίνωση.
Παρά τις δηλώσεις του, ο Λα Ρούσα διαβεβαίωσε πως θα παραστεί στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη με τον πρόεδρο Σέρτζο Ματαρέλα αν και το απόγευμα θα βρίσκεται στην Πράγα να ανεβάσει το αντικομουνιστικό του θέαμα. Ταυτόχρονα ο πρόεδρος της ιταλικής Γερουσίας προσπάθησε να ανασκευάσει το περιεχόμενο των δηλώσεών του. Η στάση του Λα Ρούσα ήταν όμως τόσο προκλητική, που ακόμη και ο «συνήθης αρνητής» της 25ης Απριλίου Ματέο Σαλβίνι της ξενοφοβικής Λέγκας πήρε αποστάσεις και δήλωσε ότι θα γιορτάσει την εθνική απελευθέρωση από τον Φασισμό. Το ίδιο έπραξε και ο Λεγκίστας πρόεδρος της Βουλής Λορέντσο Φοντάνα, ο οποίος χαρακτήρισε την 25η Απριλίου «κληρονομιά όλων», τον αντιφασισμό «αξία» απαράγραπτη και καυτηρίασε ως «μέγα πολιτικό σφάλμα» τις δηλώσεις Λα Ρούσα.
Αλλά και άλλες προσωπικότητες της ακαδημαϊκής και πολιτειακής κοινότητας καταδίκασαν τον μυκτηρισμό του Λα Ρούσα στο Σύνταγμα, υπενθυμίζοντας όχι μόνον το Άρθρο 12 που απαγορεύει ρητώς τη σύσταση κάποιου κόμματος με φασιστικό χαρακτήρα, αλλά και τον ίδιο τον χαρακτήρα του σαφούς διαχωρισμού των εξουσιών (προέδρου, κυβέρνησης, κοινοβουλίου και δικαστικής εξουσίας), που είχε καταργηθεί επί Φασισμού υπέρ της προστασίας των δικαιωμάτων των πολιτών και του πλουραλισμού των κομμάτων. Έναν πλουραλισμό που επέτρεψε ακόμη και τη συγκρότηση του MSI του πρώην υπουργού του Μουσολίνι στη Δημοκρατία του Σαλό, Τζόρτζο Αλμιράντε, το οποίο έπαιξε σημαντικό ρόλο σε όλες τις (πολυαίμακτες ακόμη) προσπάθειες υπονόμευσης της ιταλικής δημοκρατίας στα ταραγμένα χρόνια του ‘60 και ‘70. Πολύ περισσότερο, το ιταλικό Σύνταγμα υπήρξε καρπός συνεργασίας όλων των δημοκρατικών κομμάτων, θεμελιώνοντας τη συμφιλίωση και έβαλε τέλος στον Εμφύλιο πόλεμο, που βύθισε τη χώρα η Δημοκρατία του Σαλό.
Έναν τέτοιο διχασμό προσπαθεί να αναζωπυρώσει και η σημερινή κυβέρνηση, πότε διαστρέφοντας τα γεγονότα, πότε παραποιώντας την ιστορία. Τις υποβολιμαίες δηλώσεις του Λα Ρούσα και της Μελόνι για τη Βία Ραζέλα και τις Αρδεατικές τάφρους, διαδέχθηκαν οι ρατσιστικές και αναφορές του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και κουνιάδου της Μελόνι, Φραντσέσκο Λολομπρίτζιντα αναφορικά με το δημογραφικό, στις οποίες υποστήριζε πως η Ιταλία βρίσκεται στο χείλος της «εθνικής υποκατάστασης». Δηλώσεις που όζουν συνωμοσιολογική θεωρία, που ο ίδιος δηλώνει αφελώς πως «δεν γνωρίζει» καίτοι χρησιμοποιεί τον όρο και τη σημασία του επακριβώς όπως τα ορίζουν οι θιασώτες της «λευκής υπεροχής». Την ίδια στιγμή Φραντσέσκο Λολομπρίτζιντα προσβάλλεται από μία γελοιογραφία αναφορικά με τη δήλωσή του, παρά το γεγονός ότι η παράταξή του καθημερινά σχεδόν προσβάλλει το Σύνταγμα και παραποιεί την ιστορία.
Η κυβέρνηση της Τζόρτζια Μελόνι μιλά για την εθνική αντικατάσταση, ανακοινώνει μέτρα και κίνητρα για την υπογεννητικότητα και τη «λευκή» ιταλική οικογένεια, ενώ εφαρμόζει την πιο εγκληματική πολιτική για το μεταναστευτικό. Καταρχάς εμποδίζει τη διάσωση μεταναστών στη θάλασσα, επιρρίπτοντας (υπουργός Εσωτερικών ο Ματέο Πιατεντόζι) την ευθύνη είτε στους μετακινητές, είτε ευνοώντας τις «εισαγωγές» δουλοπάροικων με πρόσχημα την έλλειψη εργατικών χεριών. Δουλοπάροικοι, που είναι ευπρόσδεκτοι αρκεί να εργάζονται με πενιχρές αμοιβές σε άσχημες συνθήκες. Και την ίδια στιγμή, η Μελόνι εφευρίσκει νέες παραβάσεις, όπως ο νέος νόμος για την τιμωρία όσων διαμαρτύρονται πετώντας μπογιές σε μνημεία για να πλήξει τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας οικολόγων και άλλων. Ευτυχώς, όμως που η κοινωνία των πολιτών σε πολλά σημεία εξακολουθεί να δείχνει αντανακλαστικά: όπως οι αποδοκιμασίες του λαού της Νάπολης, που έριξε φρούτα και ξεφώνισε τον Πιατεντόζι, διαμαρτυρόμενος για το «διάταγμα Κούτρο», το οποίο επιδεινώνει την κατάσταση των μεταναστών που φθάνουν στην Ιταλία από τη θάλασσα κάνοντάς τους πιο απροστάτευτους.
Η 25η Απριλίου, όπως και κάθε εθνική γιορτή, στόχο έχει να ενώνει τη χώρα, υπενθυμίζοντας τα κοινά πεπρωμένα και την ιστορία της. Ακόμη κι όταν η ιστορία έχει μελανές σελίδες, που ακριβώς η υπενθύμισή τους βοηθά την κοινωνία να τις ξεπεράσει διαπαντός, βελτιώνοντας τις συνθήκες και αποτρέποντας να ξαναδημιουργηθούν οι αφορμές που τις προκάλεσαν. Στόχος για τις όποιες αντιφασιστικές δυνάμεις υπάρχουν στην Ιταλία είναι η μαζική συμμετοχή στις εκδηλώσεις μνήμης, ώστε να στείλουν το μήνυμα στην κυβέρνηση Μελόνι πως η ιστορία και η μνήμη δεν μπορούν να πλαστογραφηθούν.