Σήμερα πραγματοποιήθηκαν δύο δίκες, οι οποίες για δικονομικούς λόγους οδήγησαν στην απαλλαγή των κατηγορούμενων πρώην βουλευτών της Χρυσής Αυγής. Και οι δύο υποθέσεις αφορούν σε επιθέσεις πρώην χρυσαυγιτών εναντίον μειονοτικών πολιτικών εκπροσώπων και αξιωματούχων. Αλήθεια, πώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η σημερινή μέρα για την Ελληνική Δικαιοσύνη; Το Κοσμοδρόμιο βρέθηκε στην Ευελπίδων, μίλησε με τον Αλή Τσαούς, τον Παναγιώτη Δημητρά και τον Αχμέτ Καρά.
Η πρώτη υπόθεση αφορά στον Μάρτη του 2018, όταν ο αρχηγός (Νίκος Μιχαλολιάκος) και δύο βουλευτές της Χρυσής Αυγής (Ηλίας Κασιδιάρης και Παναγιώτης Ηλιόπουλος), τιμωρήθηκαν ομόφωνα από την Ολομέλεια της Βουλής για επανειλημμένες ρατσιστικές μισαλλόδοξες επιθέσεις κατά των μειονοτικών βουλευτών. Η θέση τους πως οι μειονοτικοί βουλευτές, επειδή αισθάνονται πως έχουν τουρκική εθνοτική συνείδηση, είναι πράκτορες της Τουρκίας κρίθηκε ως ρατσιστική και μισαλλόδοξη τόσο από τον πρόεδρο της Βουλής, όσο και από εκπροσώπους των δημοκρατικών κομμάτων.
Στο κατηγορητήριο εντοπίστηκαν σοβαρότατες παραλείψεις και ασάφειες. «Στην υπόθεση που ήταν κατηγορούμενος ο Κασιδιάρης, ο Ηλιόπουλος και ο Μιχαλολιάκος, δεν είχε συνταχθεί σωστά το κατηγορητήριο. Υπήρχαν τραγικά λάθη. Αναφέρονταν τρία συμβάντα και υπήρχε ημερομηνία μόνο για ένα, ενώ δεν είχε μέσα τις φράσεις που στοιχειοθετούσαν το αδίκημα, τις οποίες ερμήνευε το κατηγορητήριο, γεγονός εντελώς απαράδεκτο. Με δεδομένο πως μόνο βάσει του κατηγορητηρίου μπορείς να καταδικάσεις κάποιον, στάθηκε αδύνατο να καταδικαστούν οι εν λόγω κατηγορούμενοι.
Η δίκη αφορούσε ρατσιστικές επιθέσεις των χρυσαυγιτών κατά των μειονοτικών βουλευτών, τις οποίες είχαν καταδικάσει το Μάρτιο 2018 όλα τα άλλα κόμματα, και είχαν επιβληθεί πειθαρχικές ποινές στους χρυσαυγίτες βουλευτές», αναφέρει στο Κοσμοδρόμιο ο Παναγιώτης Δημητράς, εκπρόσωπος του Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι, που όχι απλά ήταν παρών στη δίκη, αλλά υπήρξε αποδέκτης ύβρεων από πλευράς των χρυσαυγιτών ενώπιον και του δικαστηρίου μετά την ανακοίνωση της απόφασης. Τον κωμικοτραγικό δε χαρακτήρα της εκδίκασης ήρθε να επισφραγίσει η φράση της Εισαγγελέως : «ακόμα κι αν είχε ειπωθεί [η επίμαχη φάση] δεν εμπίπτει στο ρατσιστικό λόγο. Δεν περιέχει φράσεις που παρακινούν σε βία. Ως εκ τούτου, προτείνω την απαλλαγή του [του Κασιδιάρη]».
Η δεύτερη υπόθεση αφορά περιστατικό που σημειώθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2016, όταν με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αλλά και τις σχετικές συστάσεις από πλευράς τριών (!) επιτροπών του ΟΗΕ για τα Ατομικά, τα Πολιτικά, τα Οικονομικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα και την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων, το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι και το Κόμμα Ισότητας και Φιλίας (ΚΙΕΦ/DEB) συνδιοργάνωσαν συζήτηση στρογγυλής τράπεζας με θέμα: «Οι μειονότητες στην Ελλάδα και οι συστάσεις των διεθνών οργανισμών». Στην εκδήλωση εισέβαλλαν, κυριολεκτικά, βουλευτές και άλλα στελέχη της Χρυσής Αυγής, μεταξύ των οποίων και οι κατηγορούμενοι Μίχος, Παναγιώταρος, Μπαρμπαρούσης, κρατώντας ντουντούκα, τρομοκρατώντας το ακροατήριο και υβρίζοντας με ρατσιστικούς χαρακτηρισμούς τους εθνοτικά Τούρκους μειονοτικούς παρευρισκόμενους. Η έφοδός τους, όμως, δεν σταμάτησε εκεί, καθώς εξαπέλυσαν απειλές κατά της ζωής του τότε προέδρου του ΚΙΕΦ, Μουσταφά Αλή Τσαούς, με τον Μίχο να πλησιάζει τον Τσαούς λέγοντάς του: «Ήρθε η ώρα σου». Το γεγονός βιντεοσκόπησαν και δημοσίευσαν τα ίδια τα τότε μέλη της ΧΑ.
Εδώ, η επιχειρηματολογία των πρώην χρυσαυγιτών παρουσιάζει ιδιαίτερο κοινωνικοπολιτικό ενδιαφέρον. «Στην εκδήλωση πραγματοποιήθηκε πολιτικός διάλογος. Αυτά τα περί απειλών δεν υφίστανται. Εμάς η θέση μας είναι ότι ήταν πολιτική κριτική σε μια εκδήλωση που αμφισβητούσε την ακεραιότητα του ελληνικού κράτους», σχολίασε η υπεράσπιση του Παναγιώταρου. «Δεν ήταν πολιτική κριτική. Ήταν έφοδος», απάντησε ο Αλή Τσαούς. «Μπορούν να κάνουν τέσσερις άνθρωποι έφοδο;» συνέχισε η υπεράσπιση, παραγνωρίζοντας πως κατά το παρελθόν και έφοδο μπορέσανε να κάνουν και μια λαϊκή αγορά τούμπα μπορέσανε να φέρουν σπάζοντας πάγκους και κόκαλα. «Αν ήθελαν να κάνουν κριτική θα έπρεπε να παρακολουθήσουν την συζήτησή μας πρώτα», επέμεινε ο Τσαούς.
Η υπεράσπιση της ΧΑ, διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα και αποσιωπώντας σκοπίμως το γεγονός πως η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε μετά την απόφαση του ΕΔΔΑ για την αναγνώριση του δικαιώματος όσων θέλουν να συστήσουν σωματείο για την υπεράσπιση και διεκδίκηση των δικαιωμάτων της τουρκικής μειονότητας, προσπάθησε να στοιχειοθετήσει την επιχειρηματολογία της μεμφόμενη το ήθος του αντιπάλου, δηλαδή των δημοκρατικών, των αλληλέγγυων και των υπερασπιστών μειονοτικών δικαιωμάτων. Σαν να μην έφτανε όμως αυτό, η υπεράσπιση του Μίχου έφτασε μέχρι το σημείο να επιχειρηματολογήσει υποστηρίζοντας πως μετά την λήξη του Β’ Π.Π. και την καταδίκη των Ναζί, όταν ένας δημοσιογράφος αποκάλεσε ηλίθιο έναν εκ των αρχηγικών στελεχών των SS, το ΕΔΔΑ αποφάσισε πως μια τέτοια μομφή δεν προσβάλλει τα ανθρώπινα δικαιώματα του αποδέκτη της, επομένως ούτε ο Τσαους θα έπρεπε να αισθανθεί προσβεβλημένος από την απειλή κατά της ζωής του (tres sic!).
«Έστω και μ’ αυτόν τον τρόπο τελειώνει αυτή η δίκη μετά από 7 ολόκληρα χρόνια. Το μόνο ευχάριστο ως προς αυτή τη δίκη είναι η λήξη της. Ως προς τα υπόλοιπα έχουμε εντελώς διαφορετική αντίληψη από αυτή του δικαστηρίου. Θεωρούμε πως θα έπρεπε η μηνυτήρια αναφορά που έχει κατατεθεί και έχει υπογραφτεί και από τον κύριο Μουσταφά Τσαούς να ληφθεί υπόψιν και να λάβει θέση έγκλησης και να μην θεωρηθεί άκυρο το κατηγορητήριο λόγω μη σύννομης κατάθεσης, αλλά αυτή την άποψη είχε το δικαστήριο. Οφείλω να διευκρινίσω πως δεν πρόκειται για μια αθωωτική απόφαση. Κατ’ αρχήν το δικαστήριο δεν μπήκε στην ουσία της υπόθεσης. Υπήρχαν δικονομικά ζητήματα σύμφωνα με τις δικαστικές αρχές, οι οποίες στάθηκαν σε αυτά και αποφάσισαν να μην προχωρήσουν στην ουσία. Αν είχε προχωρήσει το δικαστήριο στην ουσία, προσωπικά έχω την πεποίθηση ότι θα έπρεπε να κριθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι», σημειώνει ο Αχμέτ Καρά, δικηγόρος του Αλή Τσαούς.
«Θέλω να δηλώσω ότι είμαι απογοητευμένος από την απόφαση. Είμαι απογοητευμένος απ΄τα γεγονότα που έλαβαν χώρα το 2016. Απαιτούμε να έρθει η πραγματική δημοκρατία σ’ αυτή τη χώρα. Η τουρκική μειονότητα της δυτικής Θράκης απαιτεί να της αποδοθούν τα δικαιώματα που αντανακλούν στην υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης και να ζήσει πλέον ανθρώπινα. Ελπίζω πως κάποια στιγμή η Δημοκρατία θα φτάσει και στη χώρα μας και εμείς θα βοηθήσουμε σ’ αυτό, θα προσπαθήσουμε γι αυτό. Το 2016 ήμασταν στην Αθήνα ως κόμμα. Μπορεί και αύριο να είμαστε ως κόμμα Ειρήνης και Φιλίας στην Αθήνα. Δεν βρίσκω κανέναν λόγο να υπάρχουν τόσο ακραίες και απαράδεκτες για τα ανθρώπινα δικαιώματα πρακτικές προς τη μειονότητά μας», αναφέρει ο Αλή Τσαούς στο Κοσμοδρόμιο.
«Το δικαστήριο, αντίθετα με εκτενή νομολογία, έκρινε ότι η μηνυτήρια αναφορά από τον πρόεδρο του ΚΙΕΦ και από τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι, η οποία περιελάμβανε περιγραφή αδικημάτων και ζητούσε ποινική δίωξη για τα αδικήματα αυτά και ενώ όλοι οι Εισαγγελείς ως σήμερα θεωρούσαν ότι αυτό ήταν έγκληση, για να αποφύγει πάλι να καταδικάσει τους κατηγορούμενους βρήκε το επιχείρημα της απουσίας έγκλησης. Αυτή η υπόθεση, που αφορά περιστατικό ρατσιστικής βίας σε εκδήλωση των ΕΠΣΕ-DEB το 2016, έχει ήδη πάει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, διότι ο Λαγός —που ήταν πρωταγωνιστής στην επίθεση— δεν ήταν στο κατηγορητήριο και αυτή είναι η πρώτη διάσταση για την οποία πρέπει να επέμβει το ΕΔΔΑ. Η δεύτερη αφορά στα σημερινά. Θέλω επίσης να υπενθυμίσω τα προχθεσινά επεισόδια στο δήμο Καλαμαριάς, όταν η Εισαγγελέας Ρατσιστικής Βίας πολύ σωστά άσκησε δίωξη εναντίον των χρυσαυγιτών που μπήκαν σε μια έκθεση και υποχρέωσαν τον καλλιτέχνη να αποσύρει τα έργα του. Εδώ λοιπόν η εισαγγελία έπρεπε να έχει την ίδια στάση και όχι να περιμένει έγκληση από τα θύματα. Όταν υπάρχουν τέτοια δικονομικά προβλήματα, πρέπει να υπάρχουν κυρώσεις σε Εισαγγελείς ή Δικαστές που τα εφευρίσκουν», συμπληρώνει ο Παναγιώτης Δημητράς.
Αλήθεια, τι έχουν να πουν αυτές οι δύο αποφάσεις για την ποιότητα της ελληνικής δημοκρατίας, για την λειτουργία του κράτους δικαίου και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης; Τι προεκλογικό περιβάλλον έρχονται να διαμορφώσουν; Μήπως η ελληνική δικαιοσύνη αποφασίζει να σταθεί σε τεχνικά ζητήματα για να αποφεύγει την ουσία;