Ο Χριστόφορος Βερναρδάκης, πανεπιστημιακός και πρώην υπουργός Επικρατείας (2016-1019), απαντά στα ερωτήματα του «Κοσμοδρομίου» για τα κρίσιμα ζητήματα στον χώρο του Πολιτισμού, αλλά και για το διακύβευμα των επικείμενων εκλογών, στις οποίες κατέρχεται εκ νέου ως υποψήφιος με τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στην Α’ Αθήνας.
Μας μιλά για την επίθεση που δέχτηκε συνολικά ο χώρος του Πολιτισμού από τις «μενδώνειες» πολιτικές, για την επιχειρούμενη μετατροπή των μεγάλων κρατικών μουσείων σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου που συνιστά, όπως υπογραμμίζει, την «αφετηρία της ιδιωτικοποίησης της πολιτιστικής κληρονομιάς», για το ζήτημα των σημαντικών αρχαιοτήτων που βρέθηκαν στο σταθμό Βενιζέλου στο μετρό Θεσσαλονίκης και για τις επεμβάσεις στη Ακρόπολη, για την σταδιακή εμπλοκή ιδιωτών σε ζητήματα διαχείρισης των μνημείων, που σηματοδοτεί μια πορεία «από την δημόσια διοίκηση προς ένα είδος «ημι-ιδιωτικής» διοίκησης».
Για τον Χριστόφορο Βερναρδάκη η πολιτική αυτή είναι αναστρέψιμη «με ένα βαθύ εκδημοκρατισμό του Οργανισμού του Υπουργείου Πολιτισμού και ταυτόχρονα όλων των Οργανισμών των εποπτευόμενων φορέων, με ολική αναδιάταξη του χάρτη των αρμοδιοτήτων των επιμέρους Δομών, με ένα νέο σύγχρονο οργανόγραμμα παραγωγής δημόσιας πολιτικής, με ένα ολικά διαφορετικό σύστημα επιλογής στελεχών του Υπουργείου και των εξωτερικών φορέων», αλλά και με «γενναίες προσλήψεις – τουλάχιστον κατά 3.000 άτομα την επόμενη τριετία – που θα στελεχώσουν τις υποστελεχωμένες υπηρεσίες, με κανονικές εργασιακές σχέσεις και με αυξημένες αποδοχές».
Ο Χριστόφορος Βερναρδάκης εκτιμά πως η νομοθέτηση περί μακροχρόνιου εκπατρισμού αρχαιοτήτων πρέπει να επανεξεταστεί, σε συνδυασμό με την «Συμφωνία Στερν» που καθιέρωσε «μια νομική πατέντα τριγωνικών συναλλαγών νομιμοποίησης εκ μέρους του ελληνικού Κράτους προϊόντων αρχαιοκαπηλίας». Υπογραμμίζει πως χρειάζεται ένα νέο υπόδειγμα άσκησης πολιτιστικής πολιτικής, «με επίκεντρο τις κοινότητες των δημιουργών, των πνευματικών ανθρώπων, των εργαζομένων στον Πολιτισμό» και με αξιοποίηση της παρακαταθήκης σχεδιασμών που άφησε η πρόσφατα εκλιπούσα Μυρσίνη Ζορμπά.
Για την αξιολόγηση στο Δημόσιο, ο Χρ. Βερναρδάκης βλέπει πως ο «νόμος Βορίδη» στοχεύει σε ένα αυταρχικό Δημόσιο και βασίζεται στην ξεπερασμένη αντίληψη ότι για την ανικανότητα του κράτους και της διοίκησης ευθύνονται οι δημόσιοι υπάλληλοι, γεγονός που δείχνει, επιπλέον, και «πόσο καθυστερημένη και επικίνδυνη είναι η Δεξιά για τη χώρα».
Τέλος, σχολιάζει τις εξελίξεις στην υπόθεση του «αμαρτωλού» Ταμείου Αλληλοβοήθειας Υπαλλήλων Υπουργείου Πολιτισμού και την προσπάθεια της νυν υπουργού Λίνας Μενδώνη να συγκαλύψει τις προεκτάσεις της, αλλά και τα σενάρια που κυκλοφορούν περί σχηματισμού «κυβέρνησης ηττημένων», μετά τις ερχόμενες εκλογές.
Η συνέντευξη αναλυτικά:
– Κατά την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από την Νέα Δημοκρατία ανοίχτηκαν πολλά ζητήματα τόσο γύρω από την διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς όσο και σε σχέση με την σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία, στα οποία πήρατε θέση είτε στην Βουλή είτε στον δημόσιο διάλογο. Ποια από αυτά θεωρείτε τα κρισιμότερα;
Χρ. Β.: Η επίθεση που δέχτηκε συνολικά ο χώρος του Πολιτισμού από τη σημερινή πολιτική ηγεσία του υπουργείου και την κυβέρνηση υπήρξε εξοργιστική. Θα απαριθμήσω ενδεικτικά και μόνο δέκα από τις πιο εμβληματικές «μενδώνειες» πολιτικές:
1. Υπόθεση Μετρό Βενιζέλου στην Θεσσαλονίκη, 2. Έργα τσιμεντώματος στην Ακρόπολη, 3. Συμφωνία για τη Συλλογή Στερν, 4. Δανεισμός Αρχαιοτήτων για 25+25 χρόνια, 5. Εξοργιστική εγκατάλειψη των εργαζομένων στον Πολιτισμό κατά την πανδημία, 6. Συγκάλυψη Υποθέσεων Μεγάλης Διαφθοράς στο εσωτερικό του Υπουργείου με αιχμή το Ταμείο Αλληλοβοήθειας, 7. Εκδικητικές, καφκικού τύπου, διώξεις υπαλλήλων του Υπουργείου που δεν «συνεμορφώθησαν» στις αυθαιρεσίες Μενδώνη, 8. Απόλυση των εργαζομένων του Παιδικού Σταθμού (οι πρώτες απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων μετά τη μνημονιακή περίοδο 2010-2014), 9. Υποβάθμιση των καλλιτεχνικών σπουδών με το ΠΔ 85/2022 και 10. Μετατροπή των πέντε μεγαλύτερων Μουσείων της χώρας σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, δηλαδή κατακερματισμός της εθνικής μουσειακής πολιτικής και επακόλουθη ιδιωτικοποίησή τους.
Υπήρξαν και πολλά άλλα ζητήματα που συνέδεσαν το ΥΠΠΟ με αρνητική δημοσιότητα, όπως η υπόθεση Λιγνάδη ή η διαχείριση στον τομέα των πνευματικών δικαιωμάτων, αλλά νομίζω ότι τα δέκα αυτά ήταν τα πιο σοβαρά.
– Τις μέρες αυτή υπάρχει μια μεγάλη αναστάτωση στους εργαζόμενους στα κρατικά μουσεία και στο υπουργείο Πολιτισμού. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, με τον ν. 5021/2023, επιχειρεί να μετατρέψει τα πέντε μεγαλύτερα και εμβληματικότερα κρατικά μουσεία από Δημόσιες Υπηρεσίες που είναι μέχρι τώρα σε ΝΠΔΔ. Σχολιάζοντας την ενεργοποίηση του νόμου αυτού από την Λίνα Μενδώνη, με τον διορισμό την Μεγάλη Πέμπτη, ένα μήνα πριν από τις εκλογές, των πρώτων Διοικητικών Συμβουλίων και Γενικών Διευθυντών, γράψατε στον λογαριασμό σας στο facebook: «το πρώτο – πρώτο νομοσχέδιο της νέας Υπουργείας Πολιτισμού θα είναι η ακύρωση της μετατροπής των Μουσείων σε ξεχωριστά Νομικά Πρόσωπα. Οι διορισμένες χθες βράδυ διοικήσεις και Διευθυντές να γράψουν και να έχουν έτοιμες από σήμερα τις παραιτήσεις τους». Για ποιους λόγους δίνετε προτεραιότητα στο θέμα αυτό;
Χρ. Β.: Γιατί η μετατροπή των Μουσείων σε ΝΠΔΔ είναι η αφετηρία της ιδιωτικοποίησης της πολιτιστικής κληρονομιάς. Δεν πρόκειται απλώς για την αυθαιρεσία του να διορίζονται διοικήσεις ημετέρων λίγες ώρες πριν λήξει η θητεία της Βουλής. Πρόκειται για την προσπάθεια του «επιτελικού κράτους» να θεσμοποιήσει τον νεοφιλελευθερισμό του, να «κλειδώσει» θεσμικά εργαλεία που εξυπηρετούν τον στόχο των συνεχών ιδιωτικοποιήσεων. Να φτιάξει θεσμικά τετελεσμένα.
Η έννοια του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου θεμελιώνεται σε κάποιον «ειδικό σκοπό». Ο σκοπός αυτός σύμφωνα με τη νομική επιστήμη πρέπει να είναι αυτοτελής και ανεξάρτητος σε σχέση με τους εν γένει δημόσιους σκοπούς ενός υπουργείου. Στην περίπτωση των Μουσείων κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Επομένως, είναι τελείως άκυρη η συγκρότησή τους.
Κάθε διοικητική μορφή που αποκόπτεται από την κεντρική διοικητική βαθμίδα συντελεί στην αποδόμηση της ενιαίας πολιτικής διαχείρισης, εν προκειμένου της πολιτιστικής κληρονομιάς. Για το λόγο αυτό, η πολιτική αλλαγή στο ΥΠΠΟ στο όνομα του δημοσίου και εθνικού συμφέροντος πρέπει να ξεκινήσει από την κατάργηση των Νομικών αυτών Προσώπων και την επιστροφή της αρμοδιότητας στον Οργανισμό του Υπουργείου.
– Σε σειρά ζητημάτων όπως η καταστρεπτική απομάκρυνση των μοναδικής αξίας αρχαιολογικών ευρημάτων από τον σταθμό Βενιζέλου στο μετρό Θεσσαλονίκης, η χωροθέτηση ανεμογεννητριών και φωτοβολταϊκών σε θέσεις αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, οι επεμβάσεις στην Ακρόπολη κλπ, οι επιλογές της απερχόμενης κυβέρνησης υπαγορεύτηκαν από την «κίνηση του χρήματος», σε βάρος των μνημείων. Τι θα έκανε διαφορετικά μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ;
Χρ. Β.: Θα τα έκανε όλα διαφορετικά. Παραδείγματος χάριν, στο Σταθμό Βενιζέλου είχε προκριθεί τεχνικά και πολιτικά η λύση «και μετρό και αρχαία». Και προχωρούσε κανονικά. Η εξωφρενική εμμονή της ηγεσίας Μενδώνη, παρά τις πρωτοφανείς αντιδράσεις ακόμα και της διεθνούς κοινότητας, ήταν πολιτική εξυπηρέτησης εργολαβικών συμφερόντων και σκόπιμης παράτασης των έργων, με αποτέλεσμα η Θεσσαλονίκη να μην έχει ακόμα μετρό που θα ήταν εν λειτουργία από το 2020.
Οι επεμβάσεις στην Ακρόπολη ήταν επίσης ένα διεθνές φιάσκο. Στην περίπτωση αυτή το ακόμα πιο απαράδεκτο ήταν ότι έγινε δήθεν για την προσβασιμότητα αναπήρων και εμποδιζόμενων ατόμων. Επισκεφθήκαμε πριν δύο χρόνια περίπου με ομάδα αναπήρων την Ακρόπολη για να δούμε τι ακριβώς είχαν κάνει και το αποτέλεσμα της αυτοψίας ήταν ότι επρόκειτο για υπονόμευση κάθε προσβασιμότητας.
– Η εμπλοκή, ολοένα και περισσότερο, ιδιωτικών φορέων και «χορηγών», σωματείων τύπου «Διάζωμα», «κοινωφελών» Ιδρυμάτων, όπως το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, το Ίδρυμα Ωνάση, το Ίδρυμα Λασκαρίδη κοκ, σε θέματα διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως είδαμε να συμβαίνει στην Ακρόπολη, στο Τατόι, στην συζητούμενη επέκταση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, στην αναστύλωση μνημείων, στην χάραξη «πολιτιστικών διαδρομών» και αλλού, υπογραμμίζει την υποχώρηση του κράτους στον τομέα αυτόν και την υποκατάστασή του από ιδιωτικά συμφέροντα. Θα μπορούσε η πορεία αυτή να αναστραφεί και με ποιους τρόπους;
Χρ. Β.: Η κυβέρνηση Μητσοτάκη εφαρμόζει στην κρατική διοίκηση το βασικό εγχειρίδιο του νεοφιλελευθερισμού: τον διαχωρισμό του σχεδιασμού από την εφαρμογή και της εφαρμογής από τον έλεγχο κάθε δημόσιας πολιτικής. Τη ρευστοποίηση της διοικητικής ύλης. Τον κατακερματισμό της δημόσιας πολιτικής. Την ανάθεση αρμοδιοτήτων δημόσιας πολιτικής σε ιδιώτες.
Γενικές ή ειδικές γραμματείες, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, εποπτευόμενοι οργανισμοί, φορείς διαχείρισης, εταιρείες ειδικού σκοπού, ανώνυμες εταιρείες με μέτοχο το δημόσιο, εταιρικές μορφές σύμπραξης ιδιωτικού-δημόσιου τομέα, μια πανσπερμία δηλαδή διοικητικών και νομικών υβριδίων είναι συστατικό στοιχείο της αποδόμησης της έννοιας της «δημόσιας διοίκησης». Διευκολύνει τη διάχυση των αρμοδιοτήτων, μειώνει τη λογοδοσία ή και τον απλό έλεγχο πεπραγμένων, κατακερματίζει το αντικείμενο, το μεταφέρει εκτός του πεδίου «πολιτικής ευθύνης». Εντέλει (και εδώ φτάνουμε στον πυρήνα αυτού του στόχου) διαμορφώνει ένα διαρκώς διευρυνόμενο πεδίο παρέμβασης του ιδιωτικού κεφαλαίου μέσα στην κρατική διοίκηση. Αυτό κάνει και η Λίνα Μενδώνη τέσσερα χρόνια τώρα, εκτελώντας τις εντολές του «επιτελικού κράτους». Από τη δημόσια διοίκηση πηγαίνουμε επομένως βήμα-βήμα σε ένα είδος «ημι-ιδιωτικής» διοίκησης.
Αντιστρέφεται αυτή η πολιτική; Προφανώς και αντιστρέφεται. Με έναν βαθύ εκδημοκρατισμό του Οργανισμού του Υπουργείου Πολιτισμού και ταυτόχρονα όλων των Οργανισμών των εποπτευόμενων φορέων, με ολική αναδιάταξη του χάρτη των αρμοδιοτήτων των επιμέρους δομών, με ένα νέο σύγχρονο οργανόγραμμα παραγωγής δημόσιας πολιτικής, με ένα ολικά διαφορετικό σύστημα επιλογής στελεχών του Υπουργείου και των εξωτερικών φορέων.
Και προφανώς, με γενναίες προσλήψεις που θα στελεχώσουν τις υποστελεχωμένες υπηρεσίες, με κανονικές εργασιακές σχέσεις και με αυξημένες αποδοχές.
– Μεγάλες αντιδράσεις προκάλεσε η υπογραφή και η κύρωσή της από την Βουλή της συμφωνίας Στερν-Μενδώνη για την τύχη της συλλογής κυκλαδικών αρχαιοτήτων του πρώτου, μεγιστάνα του real estate στην Νέα Υόρκη και αποδεδειγμένα αποδέκτη κατά καιρούς προϊόντων λαθρανασκαφών και παράνομου εμπορίου αρχαιοτήτων. Πώς θα μπορούσε να αποκατασταθεί η νομιμότητα στην υπόθεση αυτή;
Χρ. Β.: Το ελληνικό κράτος πρέπει να χρησιμοποιήσει όλα τα ένδικα μέσα που έχει στη διάθεσή του για να αποκαταστήσει πριν απ’ όλα το κύρος του και το σεβασμό στην εθνική του περιουσία. Θα απαιτηθεί ισχυρή πολιτική βούληση, συμμαχίες σε διεθνές επίπεδο και σοβαρή νομικο-διοικητική προετοιμασία. Η ζημιά που έχει γίνει είναι ανυπολόγιστη, αλλά πάντοτε το κράτος έχει τρόπους να διορθώσει τα πράγματα. Αρκεί να θέλει.
– Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας νομοθέτησε τη δυνατότητα εξαγωγής αρχαιοτήτων μέχρι και για 50 χρόνια, καθώς και την δυνατότητα ίδρυσης παραρτημάτων των ελληνικών αρχαιολογικών μουσείων στο εξωτερικό. Ποια είναι η θέση σας σχετικά με αυτό;
Χρ. Β.: Η νομοθέτηση αυτή ήταν μια «φωτογραφική διάταξη» για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένου οργανισμού. Το δυστύχημα είναι ότι τέτοιου τύπου εξυπηρετήσεις οδήγησαν σε αλλαγή της πάγιας μουσειακής πολιτικής της χώρας. Η νομοθέτηση περί μακροχρόνιου δανεισμού πρέπει να επανεξεταστεί, σε συνδυασμό με την «Συμφωνία Στερν» που καθιέρωσε ουσιαστικά μια νομική πατέντα τριγωνικών συναλλαγών νομιμοποίησης εκ μέρους του ελληνικού κράτους προϊόντων αρχαιοκαπηλίας.
– Έχετε ασχοληθεί επισταμένως με την υπόθεση του «αμαρτωλού» Ταμείου Αλληλοβοήθειας των εργαζομένων στο Υπουργείο Πολιτισμού και, μάλιστα, έχετε πολλάκις συγκρουστεί για το θέμα αυτό στην Βουλή με την απερχόμενη υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη. Ποια είναι η εκτίμησή σας για την πορεία αυτής της δυσώδους υπόθεσης;
Χρ. Β.: Το Ταμείο δεν ήταν απλώς «αμαρτωλό». Συμβολίζει μια εποχή που η ιδιοποίηση οικονομικών, διοικητικών και συνδικαλιστικών πόρων από ομάδες συμφερόντων είχε γίνει καθεστώς. Και όπως όλα τα καθεστώτα κάποια στιγμή καταρρέουν με πάταγο, αυτό έγινε και με το Ταμείο Αλληλοβοήθειας. Η εποχή αυτή τελείωσε οριστικά, οι υποθέσεις βρίσκονται πια στη Δικαιοσύνη και μάλιστα με κατηγορίες σε βαθμό κακουργημάτων. Όμως, έχει προκαλέσει εντύπωση η στάση της Λίνας Μενδώνη όλα αυτά τα χρόνια με το να προσπαθεί να συγκαλύψει τις προεκτάσεις τις υπόθεσης, να μην ασκεί τα εκ του νόμου πειθαρχικά της καθήκοντα και γενικότερα να διακινδυνεύει η ίδια την κατηγορία για παράβαση καθήκοντος προκειμένου να εξυπηρετήσει συμφέροντα όσων σχετίζονται με την υπόθεση. Προφανώς μετρά τη σχέση «κόστους-οφέλους» σε αυτήν την ιστορία.
– Το υπουργείο Πολιτισμού υποφέρει, μεταξύ άλλων, από χρόνια υποστελέχωση και υποχρηματοδότηση, με αποτέλεσμα να είναι πια ορατή η αδυναμία των υπηρεσιών του να ανταποκριθούν με επάρκεια τόσο στις ανάγκες των μνημείων όσο και στην αναβάθμιση της σχέσης τους με την κοινωνία; Πώς θα αντιμετωπίζατε αυτήν την κατάσταση στην περίπτωση που είχατε την σχετική πολιτική αρμοδιότητα;
Χρ. Β.: Όχι μόνο το Υπουργείο Πολιτισμού, όλη η δημόσια διοίκηση βρίσκεται σε κατάσταση ακραίας υποστελέχωσης. Και είναι συνειδητή επιλογή, ώστε να διαιωνίζεται η δυσλειτουργία της και να οδηγείται μαθηματικά σε αναθέσεις αρμοδιοτήτων σε ιδιώτες. Ο δημόσιος τομέας χρειάζεται ένα στοχευμένο πρόγραμμα 50.000 προσλήψεων την επόμενη τριετία, αν θέλουμε να λειτουργήσουν τα νοσοκομεία, τα σχολεία, ο ΕΦΚΑ, οι κοινωνικές υπηρεσίες.
Για το Υπουργείο Πολιτισμού και τους εποπτευόμενους φορείς απαιτείται μια «ένεση» προσωπικού τουλάχιστον κατά 3.000 άτομα την επόμενη τριετία. Χρειάζεται επίσης μια μεγάλη μισθολογική αναβάθμιση σε όλο το δημόσιο τομέα. Ήδη στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρεται μια άμεση αύξηση 10% στους μισθούς και αυτόματη ετήσια αναπροσαρμογή στο ύψος του πληθωρισμού. Είναι μια αρχή, αν και προσωπικά θεωρώ αναγκαία και την επαναφορά του 13ου μισθού στο δημόσιο τομέα.
Σημαντικότατο ζήτημα είναι, επίσης, να σταματήσει η φάμπρικα των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, που διαρκούν ακόμα και δεκαετίες. Πρέπει να μπει ένα οριστικό τέλος σε όλο το υφιστάμενο καθεστώς των ελαστικών εργασιακών σχέσεων στο χώρο του Πολιτισμού.
– Την περίοδο που μας πέρασε οξύνθηκε η κρίση στις σχέσεις του καλλιτεχνικού κόσμου με την πολιτεία, εξαιτίας των κυβερνητικών αποφάσεων σε σειρά οικονομικών και θεσμικών ζητημάτων. Θα μπορούσε αυτό το χάσμα να γεφυρωθεί σε όφελος των ανθρώπων του πολιτισμού και της καλλιτεχνικής δημιουργίας;
Χρ. Β.: Δεν είναι δύσκολο, αρκεί να σκεφτούμε διαφορετικά. Χρειάζεται ένα νέο υπόδειγμα άσκησης πολιτιστικής πολιτικής. Με επίκεντρο τις κοινότητες των δημιουργών, των πνευματικών ανθρώπων, των εργαζομένων στον Πολιτισμό. Με ένα συμπεριληπτικό σχέδιο που να περιέχει σοβαρή αναδιανομή οικονομικών και πνευματικών πόρων και που μπορεί να στηρίξει και να αναδείξει όλο τον πλούτο ιδεών και μορφών έκφρασης που παράγεται στις γειτονιές, στα σχολεία, στα καλλιτεχνικά εργαστήρια, στα ωδεία και τους δημόσιους χώρους. Θα κάνω μια αναφορά στην Μυρσίνη Ζορμπά που μας έχει αφήσει ένα θησαυρό γνώσεων και σχεδιασμών πάνω σε αυτό που ονόμαζε «πολιτισμική δημοκρατία» και το οποίο επιβάλλεται να αναγορεύσουμε σε κεντρική ιδέα την επόμενη δεκαετία.
– Ένα από τα θέματα με τα οποία είχατε ασχοληθεί στην υπουργική σας θητεία ήταν η «αξιολόγηση» στο Δημόσιο. Ο νόμος που είχατε τότε εισηγηθεί και ψηφίσει στην Βουλή είχε προκαλέσει αντιδράσεις στον δημοσιοϋπαλληλικό κόσμο, με την ΑΔΕΔΥ να κηρύσσει απεργία/αποχή από την εφαρμογή του. Με τον «νόμο Βορίδη» τα πράγματα φαίνεται να γίνονται ακόμη αυστηρότερα για τους δημοσίους υπαλλήλους. Ποια είναι η θέση σας σε αυτό το θέμα, σήμερα;
Χρ. Β.: Η δική μας αξιολόγηση δεν είχε καμία σχέση με αυτές του Μητσοτάκη και του Βορίδη. Γι’ αυτό και δεν αντιμετώπισε τότε σοβαρές αντιδράσεις. Η δική μας αξιολόγηση του νόμου 4369/2016 έδινε έμφαση στην αξιολόγηση των δομών όχι των προσώπων, στη συλλογική στοχοθεσία, στην αξιολόγηση διπλής φοράς (και των προϊσταμένων από τους υφισταμένους τους), δεν ήταν τιμωρητική αλλά βελτιωτική της λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών. Συνάντησε τη συναίνεση της μεγάλης πλειοψηφίας του κόσμου της δημόσιας διοίκησης.
Σήμερα, όπως και με την αξιολόγηση της περιόδου Μητσοτάκη, ο στόχος είναι ένα αυταρχικό δημόσιο, χωρίς κανόνες διαφάνειας και με την τόσο ξεπερασμένη πια αντίληψη ότι για την ανικανότητα του κράτους και της διοίκησης ευθύνονται οι δημόσιοι υπάλληλοι. Το γεγονός ότι αυτή η αντίληψη, την οποία υπηρετούν από τη δεκαετία του ’90, υπάρχει ακόμα σήμερα ως οδικός χάρτης της ΝΔ για την δημόσια διοίκηση δείχνει πόσο καθυστερημένη και επικίνδυνη είναι η Δεξιά για τη χώρα.
– Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το κεντρικό διακύβευμα στις ερχόμενες εθνικές εκλογές;
Χρ. Β.: Το κεντρικό δίλημμα των εκλογών είναι αν θα συνεχιστεί μια πορεία καθολικής αναδιάρθρωσης της κοινωνίας και της οικονομίας υπέρ του ολιγαρχικού υποδείγματος ή αν αντίθετα θα υπάρξει μια πορεία δημοκρατικής επανεκκίνησης της χώρας με βάση τις ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Ειδικότερα για το χώρο του Πολιτισμού, το δίλημμα που τίθεται είναι «Πολιτισμός ή Βαρβαρότητα».
– Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, με βάση τα δημοσκοπικά ευρήματα που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, δεν δείχνει να έχει ένα «ρεύμα νίκης». Εκτιμάτε πως θα μπορέσει, τις λίγες μέρες που απομένουν από τις κάλπες, να ανατρέψει αυτήν την εικόνα;
Χρ. Β.: Υπάρχει πολύ μεγάλη κούραση στην κοινωνία από τη συνεχή λιτότητα, την πανδημία, την καθημερινή πίεση της επιβίωσης που οδηγεί αναγκαστικά σε μια «ατομικότητα». Υπάρχει μεγάλος σκεπτικισμός απέναντι σε κάθε πολιτικό κόμμα, και είναι γεγονός ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι δέκτης αυτού του σκεπτικισμού. Μόνο με ειλικρίνεια και αναλυτική συζήτηση με όλους αυτούς τους ανθρώπους μπορούμε να ξεπεράσουμε αυτήν την επιφυλακτικότητα. Το κάνουμε κάθε μέρα και ελπίζω ότι θα το πιστωθούμε στο τελικό εκλογικό αποτέλεσμα.
– Αναπτύσσεται τελευταία ένα σενάριο σχετικά με την δυνατότητα, εφόσον τα αριθμητικά δεδομένα που θα προκύψουν από τις κάλπες το επιτρέπουν, συγκρότησης κυβέρνησης «των ηττημένων», όπως έχει χαρακτηριστεί, με την συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ και του ΜέΡΑ25. Πώς σχολιάζετε την σχετική φιλολογία;
Χρ. Β.: Δεν υπάρχει από εμάς κανένα σενάριο «κυβέρνησης ηττημένων». Θέλουμε πρωτιά στις εκλογές με όσο μεγαλύτερο ποσοστό γίνεται. Ευχόμαστε όλα τα προοδευτικά και αριστερά κόμματα και συνδυασμοί να πάνε καλά στις εκλογές και θα προσπαθήσουμε με ειλικρίνεια να φτιάξουμε μια κυβέρνηση δημοκρατικού-προοδευτικού προγράμματος συνεργασίας με όσο μεγαλύτερη πολιτική νομιμοποίηση γίνεται. Είναι απαραίτητο να σεβαστούμε την απλή αναλογική και την προοδευτική κοινωνική πλειοψηφία που ευτυχώς υπάρχει στην χώρα μας.
– Στην περίπτωση σχηματισμού κυβέρνησης με την συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και εφόσον είχατε την δυνατότητα επιλογής, σε ποιο υπουργείο θα επιθυμούσατε να τοποθετηθείτε;
Χρ. Β.: Νομίζω ότι ο δικός μου ιστορικός κύκλος σε θέσεις υπουργικής ευθύνης έχει κλείσει.
——————————————————————————-
* Ποιος είναι ο Χριστόφορος Βερναρδάκης
O Χριστόφορος Βερναρδάκης είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στο αντικείμενο «Πολιτική Ανάλυση: Κόμματα και Πολιτική Συμπεριφορά».
Απόφοιτος το 1985 του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, έγινε κάτοχος του μεταπτυχιακού διπλώματος (D.E.A.) Πολιτικών Επιστημών από το Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (Paris II) το 1987.
Κατά την περίοδο 1987-1988 πραγματοποίησε επίσης μεταπτυχιακές σπουδές στην Πολιτική Φιλοσοφία (Σορβόννη – Πανεπιστήμιο Paris I). Η διδακτορική του διατριβή (1995) στο Πανεπιστήμιο Αθηνών είχε ως αντικείμενο τα πολιτικά κόμματα της περιόδου 1974-1985 και την ενσωμάτωσή τους στο νομικο – πολιτικό θεσμικό σύστημα της περιόδου.
Το 1993 ίδρυσε την εταιρεία δημοσκοπήσεων και κοινωνικών ερευνών VPRC, της οποίας διετέλεσε Πρόεδρος του Δ.Σ. έως τον Νοέμβριο του 2004, αναλαμβάνοντας κατόπιν τη θέση του Επιστημονικού Συμβούλου. Μέσω της εμπλοκής του στην VPRC επέβλεψε πάνω από 800 μικρά και μεγάλα ερευνητικά προγράμματα, στους τομείς της πολιτικής και εκλογικής έρευνας, της κοινωνικής έρευνας, της έρευνας Μέσων Ενημέρωσης και της έρευνας αγοράς και καταναλωτικής συμπεριφοράς.
Ασχολείται ιδιαίτερα με τη θεωρία των πολιτικών κομμάτων, την πολιτική συμπεριφορά, την εκλογική-κοινωνική έρευνα και ευρύτερα το χώρο της πολιτικής κοινωνιολογίας. Έχει σημαντικό αριθμό δημοσιεύσεων στην ελληνική, αγγλική και γαλλική γλώσσα, καθώς και συστηματική παρουσία σε διεθνή συνέδρια.
Από το 1984-1988 υπήρξε μέλος της Συντακτικής Ομάδας του μηνιαίου περιοδικού ΣΧΟΛΙΑΣΤΗΣ, ενώ κατά την περίοδο 1986-1990 μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του περιοδικού ΘΕΣΕΙΣ.
Διετέλεσε μέλος του Δ.Σ. της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης (ΕΕΠΕ) από τον Ιούνιο του 2008 έως τον Ιούνιο του 2014. Είναι μέλος του ΔΣ του Ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς», καθώς και του Ιδρύματος Γληνού.
Βουλευτής Α’ Αθήνας με τον ΣΥΡΙΖΑ από το 2015, διετέλεσε Αναπληρωτής Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, αρμόδιος για θέματα Διοικητικής Μεταρρύθμισης (2015-2016) και Υπουργός Επικρατείας, αρμόδιος για θέματα συντονισμού του κυβερνητικού έργου (2016-2019), στις κυβερνήσεις του Αλέξη Τσίπρα. Στις εκλογές του Ιουλίου 2019 επανεκλέχθηκε βουλευτής.