H νεοφασίστρια πρωθυπουργός της Ιταλίας χτύπησε πάλι, όπως το συνηθίζει, προβοκάροντας, μία ημέρα συμβολική για τα κοινωνικά κινήματα. Το υπουργικό της συμβούλιο αποφάσισε να ανακοινώσει τα μέτρα για την εργασία ανήμερα της Εργατικής Πρωτομαγιάς. Μάλιστα, χωρίς η πρωθυπουργός να δώσει συνέντευξη Τύπου (απλώς έδωσε στη δημοσιότητα ένα βιντεοσκοπημένο διάγγελμα), η Μελόνι πέταξε το υπονοούμενο ότι οι εργατικοί εορτασμοί πρέπει να μην αποτίνουν μόνο φόρο τιμής στον μόχθο και τον αγώνα των ανθρώπων του μόχθου, αλλά και τους εργοδότες.
Βέβαια, η Μελόνι ήταν πιστή στις διακηρύξεις της, που επανέλαβε μάλιστα προ ολίγων ημερών από το Λονδίνο ότι «θα στηρίξει όσους παράγουν πλούτο». Όχι βέβαια τους εργαζομένους, που είναι η δική τους εργασία που ως γνωστό τον παράγει, αλλά τους εργοδότες που τον καρπώνονται. Αυτό το νόημα είχε και η ανακοινωθείσα μείωση των ασφαλιστικών κλπ εισφορών από εργοδότες και εργαζόμενους. Μαυλιστικά η Μελόνι ανακοίνωσε πως οι εργαζόμενοι θα δουν αυξήσεις έως και 100 ευρώ στις τσέπες τους από τη μείωση των εισφορών. Μόνο που υποβάθμισε το γεγονός ότι οι εν λόγω μειώσεις θα εισφέρουν ακόμη μεγαλύτερα έσοδα στους εργοδότες, στους οποίους μάλιστα θα δίνεται και επιπλέον επιβράβευση-μπόνους για προσλήψεις-, ενώ γι’ αυτούς θα προβλέπονται ακόμη μεγαλύτερες περικοπές στις συνεισφορές τους.
Βέβαια, η ιταλική κυβέρνηση στο ετεροβαρές διάταγμά της δεν εξασφαλίζει παράλληλα στους εργαζομένους το αντίβαρο στις κοινωνικές παροχές και τα ασφαλιστικά ωφελήματα που ακριβώς οι εισφορές αυτές χρηματοδοτούσαν (υγεία, συντάξεις, δημόσιες συγκοινωνίες κλπ). Κάνει μία αφηρημένη αναφορά για αύξηση της αγοραστικής δυνατότητας, δίχως όμως να αναφέρεται και στον καλπάζοντα πληθωρισμό (στο 8,3% ή +0,5% από τον Μάρτιο) και τη μείωση της αγοραστικής δύναμης κατά 12%, πραγματικό φαγοκύτη των εισοδημάτων των νοικοκυριών. . Ίσως τούτη η παράμετρος διαφεύγει από τη Μελόνι, όταν κάνει λόγο πως «δεν κατανοεί προς τι οι αντιθέσεις» και διαμαρτυρίες (ιδίως των συνδικάτων, που ζητούν αυξήσεις ακόμη 5%,)για το θεάρεστο τούτο διάταγμα! Μόνο που οι διαμαρτυρίες για το εργασιακό διάταγμα είναι διαφορετικές για τους εργαζομένους και τους εργοδότες, καθώς για τους πρώτους αφορά την ίδια τη ζωή και ευημερία τους και για τους δεύτερους (που ζητούν ακόμη περισσότερη μείωση στις εισφορές και άλλες φοροαπαλλαγές) αφορά την ασυγκράτητη κερδοφορία τους εις βάρος των πρώτων. Για άλλη μία φορά, οι εργοδότες αποδεικνύονται αδηφάγοι, που δεν ικανοποιούνται από τα απανωτά δώρα της κυβέρνησης.
Το νέο διάταγμα για την Εργασία θα είναι ακόμη πιο ευνοϊκό για τους εργοδότες καθώς ελαστικοποιεί ακόμη περισσότερο τις συνθήκες εργασίας και θεσμοθετεί την εποχιακή απασχόληση. Όπως υπογράμμισε και η αρμόδια υπουργός Μαρίνα Ελβίρα Καλντερόνε, για την οποία το διάταγμα δεν αυξάνει την εποχιακή εργασία, η «ευελιξία» είναι η λέξη κλειδί για το διάταγμα, που θέτει ταφόπλακα στο φύλλο συκής του προηγούμενου εργασιακού νόμου Dignità (Αξιοπρέπεια). Η κατάργηση της ασφαλούς και μόνιμης εργασίας ονομάσθηκε «απλούστευση» επεκτείνοντας και πέραν του ενός έτους την ισχύ των συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Λιγότεροι περιορισμοί, όπως ήθελαν οι εργοδότες, ελευθερία στις δυνατότητες εφαρμογής των συμβάσεων όπως ορέγονται, με ισχνές και ασαφείς αναφορές σε συλλογικές διαπραγματεύσεις, προβλέπονται στο νέο εργασιακό «μενού». Ενώ για τους μεγάλους βιομηχανικούς ομίλους προβλέπεται δυνατότητα να προσφεύγουν σε επέκταση των υφισταμένων συμβάσεων μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους.
Και φυσικά το νέο, επισφαλές για τους εργαζόμενους, κερδοφόρο για τους εργοδότες, εργασιακό περιβάλλον θα έπρεπε να κρηπιδωθεί παράλληλα με άλλα μέτρα, που ενισχύοντας την αβεβαιότητα θα προσπόριζε εύκολα πρόθυμους, λόγω της ανάγκης, εργαζόμενους υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Το κυριότερο μέτρο που η κυβέρνηση Μελόνι επιβάλλει στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα με το νέο εργασιακό διάταγμα και τον προϋπολογισμό είναι η κατάργηση ουσιαστικά του λαϊκού μέτρου του Κατώτατου Κοινωνικού Εισοδήματος (Reddito di cittadinanza). Το κατασυκοφαντημένο από τη δεξιά μέτρο τούτο, προκειμένου να χρυσωθεί το χάπι, αντικαθίσταται από ένα (κατώτερο σε αξία) μπόνους ένταξης στην εργασία, που συνοδεύεται με ποινή αφαίρεσής του, ακόμη κι όταν ο υποψήφιος αρνηθεί μία φορά την προσφερόμενη θέση (ακόμη κι εάν είναι κακοπληρωμένη ή εξαντλητική ή ασύμφορη).
Κι όλα τούτα σε μια χώρα όπου καίτοι αναπτυγμένη τα ποσοστά απόλυτης φτώχειας έχουν φθάσει το ιστορικό 9,4% του πληθυσμού και όπου το 20,1% αντιμετωπίζει άμεσα το φάσμα της φτώχειας (Istat 2021). Και όταν -παρά τα ψεύδη της κυβέρνησης- από τους 3,7 εκατ. αιτούντες, μόνο 1,7 εκατ. πήραν το Κατώτατο Εισόδημα επειδή ήταν βεβαιωμένα ανίκανοι για εργασία. Σύμφωνα με τον πρώην πρωθυπουργό Τζουζέπε Κόντε, που επί κυβερνήσεών του θεσμοθετήθηκε το Reddito, χάρις σε αυτό ένα εκατ. νοικοκυριά σώθηκαν από την πείνα στη διάρκεια της πανδημίας, ενώ βάσει των επίσημων στοιχείων της κυβέρνησης, ήταν λιγότεροι από ένα εκατομμύριο οι δικαιούχοι που παραπέμφθηκαν σε κέντρα εύρεσης εργασίας και από αυτούς το 17,8% απασχολούνταν ήδη. Η ρητορική του παράνομου παραλήπτη ή αυτού που χαίρεται με το επίδομα τον καναπέ του σπιτιού του, αντικειμενικά δεν υφίσταται, αλλά δυστυχώς επιζεί ως κανόνας στις διατάξεις που θέλει να υιοθετήσει η κυβέρνηση.
Το μέτρο, λοιπόν αποδεικνύεται ιδιαίτερα τιμωρητικό, ιδίως για τους νέους και τους μεγαλύτερους σε ηλικία εργαζομένους, που είναι πλέον αναγκασμένοι να δεχθούν όχι μόνον θέσεις που δεν ανταποκρίνονται μισθολογικά ή αξιολογικά στην κατάρτισή τους, αλλά ακόμη και να δεχθούν επικίνδυνες ή αναξιοπρεπείς για τους ίδιους δουλειές. Βασικά, οι «απασχολούμενοι» (με όλη τη σημασία της λέξης) μεταξύ 18 και 59 ετών χάνουν το δικαίωμά τους σε δημόσιες επιδοτήσεις εάν αρνηθούν έστω μια πρόταση εργασίας.
Μολονότι η Μελόνι διατείνεται πως το Κοινωνικό Εισόδημα δεν θα κοπεί για όσους δεν είναι σε θέση να εργασθούν, η επιταγή που θα παίρνουν οι δικαιούχοι στο εξής θα είναι πολύ μικρότερη (500 ευρώ+ 280 για όσους μένουν με ενοίκιο) και θα αφορά οικογένειες με εισόδημα που δεν θα ξεπερνά τα 9.360 ευρώ! Κάτι, που σε συνδυασμό με την κατάργηση του Reddito δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερη μισθολογική ασφυξία στα χαμηλότερα εισοδηματικά επίπεδα. «Μια σοβαρή κυβέρνηση σήμερα θα είχε συνεδριάσει για κάτι σοβαρό: τον νόμιμο κατώτατο μισθό», ήταν το σχόλιο του Κόντε. Η ίδια η Μελόνι κάνει λόγο για «κίνητρα» στις γυναίκες, για να εισέλθουν στον στίβο της εργασίας και για στήριξη της οικογένειας, ώστε -κι αυτό είναι το διακύβευμα- να απεξαρτηθεί η χώρα από την ανάγκη χεριών μεταναστών!
Η Μελόνι με περηφάνια περισσή ανακοίνωσε την αύξηση του αφορολόγητου στις 3.000 ευρώ, ύστερα από πρόταση του υπουργού Οικονομίας Τζιανκάρλο Τζορτζέτιαλλά για τις οικογένειες που έχουν εξαρτώμενα τέκνα και τις διευκολύνσεις για παιδικές κατασκηνώσεις. Βέβαια, κάποιος θα πρέπει να αναλογισθεί τη σημασία των φοροαπαλλαγών αυτών κάνοντας την αναγωγή στους πραγματικούς μισθούς και στις ισχύουσες εργασιακές σχέσεις που το νέο διάταγμα και τα μέτρα του προϋπολογισμού προβλέπουν, για να κρίνει εάν και κατά πόσον είναι επαρκή για να αντιμετωπίσουν οι οικογένειες τη λαίλαπα του πληθωρισμού, της λιτότητας και της εργασιακής αβεβαιότητας.
Το εργασιακό διάταγμα φυσικά έρχεται να συμπληρώσει τον «μνημονιακό» προϋπολογισμό της, που πειθόμενος τοις των Βρυξελλών ρήμασιν προβλέπει μείωση του χρέους, με την ισχνή φορολογική ελάφρυνση να σχεδιάζεται για το 2026 (στο 42,7% από 43,3%). Με αυτόν τον προϋπολογισμό, η Μελόνι δείχνει ακόμη ένα θετικό δείγμα στην Ευρωατλαντική εξουσία, αποδεικνύοντας πως ταυτίζει τα συμφέροντά της (μιλώντας εξ ονόματος της Ιταλίας) μαζί με αυτά των Βρυξελλών και του ΝΑΤΟ, εξασφαλίζοντας τη σιωπή τους για τα ακροδεξιά έργα και ημέρες της στο εσωτερικό. Άλλωστε και οι επισκέψεις της στο εξωτερικό και οι αποφάσεις της για την Ουκρανία, αλλά έως και την αποστολή ιταλικών σκαφών στον Ειρηνικό υπέρ της Ταϊβάν, αυτό μαρτυρούν.
Η Μελόνι θριαμβολογεί για τον μνημονιακό προϋπολογισμό της, επικαλούμενη μία φασματική ανάπτυξη 0,5% (από την προβλεπόμενη 0,1% ), η οποία υποτίθεται πως είναι καλύτερη της Γαλλίας (0,2%) και της Γερμανίας (μηδενική), αλλά και την επιβραδυνθείσα για την πρώτη ευκαιρία υποβάθμιση της δανειοληπτικής της ικανότητας στο επίπεδο των «σκουπιδιών». Μάλιστα, η ίδια και ο φιλικός προς αυτήν Τύπος το απέδωσε στη δική της μαεστρία να πείσει τους οίκους αξιολόγησης για την αξιοπιστία των προθέσεών της και τα αποτελέσματα της μείωσης του κόστους της ενέργειας και της πολιτικής «σταθερότητας» που έχει εξασφαλίσει στη χώρα!
Μολαταύτα, το νέο ευρωπαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας και τα σχέδιά του για την Ιταλία, που υπολογίζουν ως κρατικές δαπάνες μόνον όσα έργα υλοποιούνται με δανεικά της Ε.Ε., δυσχεραίνει τα σχέδια της Μελόνι και του ιταλικού κεφαλαίου για κρατική ενίσχυση των πράσινων και ψηφιακών «επενδύσεων» του που σε συνδυασμό με την ευελιξία στην αγορά εργασίας, τις αμοιβές και τη μείωση εισφορών θα αύξανε την κερδοφορία του. Και φυσικά την «τεχνητή» ανάπτυξη, μιας και στο περιβάλλον της νεοαναδυόμενης λιτότητας και στο πραγματικό πεδίο της κοινωνίας η κατάρρευση των υποδομών, της δημόσιας υγείας και της εγκατάλειψης των δημόσιων υπηρεσιών κάθε είδους, αφαιρεί από το δυναμικό της χώρας κάθε δυνατότητα άλλων επενδύσεων και τη δημιουργία αληθινού πλούτου για τους πολίτες.
Ίσως σε τούτη την παράμετρο να οφείλεται και η εσωτερική διαρροή (βουλευτών της Λέγκας κυρίως), που παρ’ ολίγο να στοιχίσει την μη έγκριση του προϋπολογισμού στην πρώτη ψηφοφορία. Κάτι αναπάντεχο, που η Μελόνι θέλησε να υποβαθμίσει (ως «ολίσθημα» και κακό σχεδιασμό) και το οποίο τελικά διορθώθηκε -χάρις βέβαια και στην «προθυμία» του Ματέο Ρέντσι και του Τρίτου Πόλου του με τον Καλέντα. Βέβαια, το εργασιακό νομοσχέδιο θυμίζει απόλυτα (και κατά τον ίδιον συνεχίζει) το επαίσχυντο Jobs Act του ίδιου του Ρέντσι, οπότε η συμφωνία σε έναν τέτοιον μνημονιακό προϋπολογισμό ήταν αναμενόμενη.