Του Κώστα Ράπτη (αναδημοσίευση από το capital.gr)
Η 9η Μαΐου αποτελεί την κορυφαία ημέρα του πολιτικού εορτολογίου της σύγχρονης Ρωσίας, την επέτειο γύρω από την οποία αρθρώνεται ό,τι προβάλλει ως επίσημη ιδεολογία κατά την εποχή του Βλαντίμιρ Πούτιν. Πρόκειται για προφανή επιλογή, αφενός για τον πολύ αντικειμενικό λόγο ότι το βάρος της θυσίας 27 εκατομμυρίων Σοβιετικών στρατιωτών και πολιτών παραμένει, δύο γενιές μετά, αισθητό σε κάθε ρωσική οικογένεια, αφετέρου διότι η αναφορά στον “Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο” λειαίνει όλες τις αντιφάσεις της μετασοβιετικής πραγματικότητας. Το “πραγματικό τέλος του εμφυλίου Κόκκινων και Λευκών” στο οποίο έχει αναφερθεί ο Πούτιν, υλοποιείται σε μεγάλο βαθμό στο ότι όλες οι πλευρές αναγνωρίζονται με περηφάνεια στον ρόλο που έπαιξε η χώρα τους στην ήττα του ναζισμού. Έναν ρόλο στον οποίο όσο μετρά ο “πατριωτισμός” άλλο τόσο μετρά ο “διεθνισμός”, εφόσον αφορά την ολοκληρωτική σύγκρουση συστημάτων και ιδεολογιών με παγκόσμια βλέψη.
(Αρκεί να θυμηθεί κανείς, για να αντιληφθεί το μέγεθος των αντιφάσεων ότι ο μεν Στάλιν ανακοίνωσε την έναρξη του πολέμου με τη θρησκευτική προσφώνηση “Αδελφοί και Αδελφές”, προχωρώντας κατόπιν και στην ανασύσταση του Πατριαρχείου Μόσχας, ενώ η σημερινή Ρωσία τιμά την… επέτειο της επετείου της Οκτωβριανής Επανάστασης, μνημονεύοντας όχι το αρχικό επαναστατικό γεγονός, αλλά τον εορτασμό του 1941, οπότε αντί της καθιερωμένης παρέλασης διέσχισαν την Κόκκινη Πλατεία πραγματικά στρατεύματα, για να πολεμήσουν τους ναζί στα περίχωρα της πρωτεύουσας).
Όμως η φετινή Ημέρα της Νίκης δεν αποτέλεσε απλώς άσκηση δημόσιας μνήμης, αφού συμβαίνει να τιμάται εν μέσω αυτού που ο Πούτιν αναγνώρισε ως “πραγματικό πόλεμο” (αποδίδοντας την πατρότητά του στη Δύση). Και κυρίως, η κλίμακα των εορτασμών δεν ήταν αυτή προηγούμενων ετών, καθώς οι ανάγκες των επιχειρήσεων στην Ουκρανία κράτησαν εκτός της καθιερωμένης παρέλασης στην Κόκκινη Πλατεία τα περισσότερα άρματα και οπλικά συστήματα που επιδείκνυαν άλλοτε τη σοβιετική και κατόπιν ρωσική στρατιωτική ισχύ. Επιπλέον, έλειψαν, για λόγους που δεν ανακοινώθηκαν, οι καθιερωμένες πτήσεις μαχητικών πάνω από τον ουρανό της Μόσχας.
Το γεγονός. άλλωστε, ότι πολύ πρόσφατα επιχειρήθηκε επίθεση με drone ενάντια στο ίδιο το Κρεμλίνο άλλαξε τον “αλγόριθμο” των μέτρων ασφαλείας, ενώ σε πόλεις κοντά στα σύνορα με την Ουκρανία, άρα και περισσότερο ευάλωτες, οι εορτασμοί ακυρώθηκαν εντελώς.
Είναι χαρακτηριστικό ότι φέτος έλειψε και το “Αθάνατο Τάγμα”, δηλ. η διαδήλωση απλών πολιτών με τις φωτογραφίες συγγενών τους που συμμετείχαν στον Πόλεμο. Πρόκειται για μία λαϊκή εκδήλωση που ξέσπασε την πρώτη δεκαετία του αιώνα μας σε περιφερειακές πόλεις και κατόπιν την ενστερνίστηκε το κράτος, αλλά και η ρωσόφωνη διασπορά. Η εικασία δυτικών μέσων ενημέρωσης είναι ότι τυχόν εμφάνιση φωτογραφιών Ρώσων πεσόντων στην τρέχουσα πολεμική περιπέτεια στην Ουκρανία θα δημιουργούσε ανεπιθύμητες για το καθεστώς εντυπώσεις.
Ο ένοικος του Κρεμλίνου είχε πάντως την ικανοποίηση να μη βρίσκεται εντελώς ασυνόδευτος από ξένους ηγέτες στην εξέδρα των επισήμων, εκεί όπου σε καλύτερους καιρούς διαγκωνίζονταν δεκάδες αντιπροσωπειών από όλο τον κόσμο. Οι πρόεδροι της Λευκορωσίας (στενής συμμάχου της Ρωσίας), της Αρμενίας και των πέντε κεντρασιατικών Δημοκρατιών έλαβαν, κάποιοι την τελευταία στιγμή, την απόφαση να παραστούν, σε μιαν επίδειξη μετασοβιετικής αλληλεγγύης, αφού η επέτειος αφορά και των δικών τους λαών τη συμμετοχή στη νίκη επί του ναζισμού.
Ο πανηγυρικός της ημέρας από τον Ρώσο πρόεδρο ήταν σύντομος και έπλεκε μοτίβα ήδη γνωστά από προηγούμενες ομιλίες του. Αποτελούσε δε και αυτός μια απόπειρα να συνδυασθεί το “πατριωτικό” στοιχείο με το “διεθνιστικό”. Και αυτό δεν είναι απλώς ζήτημα ιδεολογικών τονισμών προς χρήση του εγχώριου ακροατηρίου – προσδιορίζει και πολιτικές που μέλλει να δοκιμασθούν στη διεθνή σκηνή.
Από τη μια, ο Πούτιν εμφάνισε τη Ρωσία να δίνει μάχη για να αποφύγει την υποταγή και τον διαμελισμό, όπως και άλλες φορές στο εθνικό παρελθόν, σε μία οιονεί ευθύγραμμη συνέχεια από τον ιδρυτή της πόλης της Μόσχας, πρίγκηπα Γιούρι Ντολγκορούκι και τις στρατιές του Μεγάλου Πέτρου και του Κουτούζοφ, μέχρι τους μαχητές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Από την άλλη, όμως, σε συνέχεια και της “αντιαποικιακής” ρητορικής που έχει υιοθετήσει από τον περασμένο Σεπτέμβριο, ενέταξε τους ρωσικούς εθνικούς αγώνες σε μια επαναλαμβανόμενη ανά τους αιώνες αντιπαράθεση με την “ιδεολογία υπεροχής” που διακρίνει τη Δύση και έφθασε στην κορύφωσή της με τον ναζισμό.
Με τα λόγια του ιδίου: “Στόχος τους, και εδώ δεν υπάρχει τίποτε το νέο, είναι η αποδιοργάνωση και καταστροφή της χώρας μας, η ακύρωση των αποτελεσμάτων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η οριστική διάρρηξη του συστήματος παγκόσμιας ασφάλειας και διεθνούς δικαίου, ο στραγγαλισμός κάθε κυρίαρχου κέντρου ανάπτυξης”. Το κλείσιμο του ματιού, προς την Κίνα και λοιπούς υποψήφιους εταίρους στον πλανητικό Νότο είναι προφανές.
Σε αυτό το πνεύμα, ο Πούτιν έχει την άνεση και να προσπερνά την σύγκρουση με την Ουκρανία παρουσιάζοντας τον ουκρανικό λαό ως ενεργούμενο της Δύσης. “Αυτός είναι ο λόγος για την καταστροφή που βιώνει ο ουκρανικός λαός. Έγινε όμηρος του πραξικοπήματος και του εγκληματικού καθεστώτος των Δυτικών αφεντικών του, ένα διαπραγματευτικό χαρτί στα ωμά, ιδιοτελή σχέδιά τους”.
Παραμένει παράδοξο, ωστόσο, το ότι σε αυτά τα συμφραζόμενα ο ισχυρός άνδρας του Κρεμλίνου βρήκε χώρο για ενός είδους άνοιγμα προς τις χώρες της Δύσης – αυτό που του επιτρέπει η ίδια η φύση της επετείου. “Τιμούμε τους συμμετέχοντες στην Αντίσταση που πολέμησαν γενναία κατά του φασισμού, τους στρατιώτες των συμμαχικών στρατών των ΗΠΑ, της Βρετανίας και άλλων εθνών. Μνημονεύομε και τιμάμε τους Κινέζους αγωνιστές στη μάχη κατά του ιαπωνικού μιλιταρισμού” (Η σύσφιξη των σχέσεων Ρωσίας-Κίνας και πλέον ΝΑΤΟ-Ιαπωνίας κατέστησε αίφνης επίκαιρη αυτή την τελευταία προσθήκη).