ΑΘΗΝΑ
12:17
|
22.11.2024
Χωρίς να νικήσει, νίκησε.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Του Κώστα Ράπτη - αναδημοσίευση από το capital.gr

Χωρίς να νικήσει, νίκησε. Ο Ταγίπ Ερντογάν βρίσκεται μπροστά στη μεγαλύτερη (αν εξαιρέσουμε την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016) πρόκληση της πολιτικής του σταδιοδρομίας, καθώς για πρώτη φορά θα χρειαστεί να διεκδικήσει την επανεκλογή του σε δεύτερο γύρο. Η μέχρι τώρα προνομιακή σχέση του με τη λαϊκή πλειοψηφία διερράγη. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά μετά από είκοσι χρόνια στην εξουσία που σημαδεύονται από κλιμάκωση του αυταρχισμού και της διαφθοράς, μετά από τους καταστροφικούς σεισμούς της 6ης Φεβρουαρίου που ανέδειξαν όλες τις αδυναμίες του κρατικού μηχανισμού, μετά από τη δυσφορία που ολοένα και περισσότερο γεννά στην τουρκική κοινωνία η διαιώνιση της παρουσίας άνω των τριών εκατομμυρίων Σύρων προσφύγων και κυρίως εν μέσω μιας οικονομικής κρίσης η οποία έχει εκτοξεύσει το κόστος διαβίωσης του μέσου νοικοκυριού.

Όμως ο “εφτάψυχος” Ερντογάν κατάφερε αυτό που οι περισσότερες δημοσκοπήσεις απέτυχαν να προβλέψουν: να εξασφαλίσει καθαρό προβάδισμα (περίπου τεσσάρων μονάδων) έναντι του αντιπάλου του Κεμάλ Κιλτσντάρογλου και να βρεθεί ένα βήμα πριν από την επικράτηση από τον πρώτο γύρο, ενώ ταυτόχρονα, και αυτό καθόλου δεν πρέπει να υποτιμηθεί, το κόμμα του και οι σύμμαχοί του εξασφαλίζουν απόλυτη πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση, παρά τις προβλέψεις ότι αυτή θα προκύψει “κατακερματισμένη”. Και όλα αυτά με εντυπωσιακό ποσοστό συμμετοχής των ψηφοφόρων στην κάλπη, ανώτερο του 88%.

Η στρατηγική του “Παλατιού” για μεταφορά, αν χρειαστεί, της εκλογικής μάχης σε δεύτερο γύρο, όπου θα προβάλλεται το επιχείρημα της αποφυγής μιας άβολης “συγκατοίκησης” διαφορετικών δυνάμεων σε νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, αποδίδει. Επιπλέον, ο τρίτος υποψήφιος των προεδρικών εκλογών και ρυθμιστής του δεύτερου γύρου, ο εθνικιστής Σινάν Ογάν, που κατέγραψε αξιοσημείωτο ποσοστό της τάξης του 5%, δύσκολα θα επιλέξει (και ακόμη δυσκολότερα θα επέβαλε στους ψηφοφόρους του) τη στήριξη του Κιλιτσντάρογλου, ο οποίος εμφατικά αντλεί από την κουρδική ψήφο. Ό,τι και αν συμβεί τις επόμενες δύο εβδομάδες (και μπορούν να συμβούν πολλά και δυσάρεστα), ο Ερντογάν βαδίζει προς τον δεύτερο γύρο με σαφές πλεονέκτημα.

Η υπό τον Κιλιτσντάρογλου εξακομματική αντιπολίτευση φλέρταρε με την αμφισβήτηση του αποτελέσματος, καταγγέλλοντας την αργή ροή της δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων και καλλιεργώντας υποψίες νοθείας. Και από μία άποψη είναι πράγματι απορίας άξιον κατά πόσον ένα καθεστώς το οποίο έχει προβεί σε τόσο εκτεταμένες διώξεις πολιτικών αντιπάλων του και εκκαθαρίσεις στον κρατικό μηχανισμό θα συμφιλιωνόταν με την προοπτική της αθόρυβης αποχώρησης από την εξουσία μέσω εκλογών.

Όμως τα κύρια όπλα του Ερντογάν είναι πολιτικά. Το ότι το τοπίο στα μέσα ενημέρωσης και τον κυβερνοχώρο ήταν ασφυκτικό για κάθε επίδοξο επικριτή της κυβέρνησης ή ότι το πρακτορείο Anadolu επιδόθηκε σε σαφή πολιτική διαχείρισης εντυπώσεων κατά τη βραδιά της καταμέτρησης είναι δεδομένο. Όμως δεν αρκεί για να εξηγήσει το αποτέλεσμα. Η αντιπολίτευση υπερτίμησε τις δυνάμεις της και υποτίμησε τις “εφεδρείες” του Ερντογάν. Όσο για τα δυτικά μέσα ενημέρωσης, αυτά απλώς το προηγούμενο διάστημα εξέφρασαν τις επιθυμίες τους σε μία κοινωνική πραγματικότητα την οποία δεν γνωρίζουν καλά.

Κυριότερο πλεονέκτημα του Ερντογάν υπήρξε το γεγονός ότι η δική του συμμαχία είναι περισσότερο ομοιογενής και το πολιτικό του μήνυμα περισσότερο συνεκτικό, ενώ η προοπτική νίκης της εξακομματικής αντιπολίτευσης έμοιαζε με βουτιά στο άγνωστο. Ακριβώς επειδή η χώρα κλυδωνίζεται σε διάφορα μέτωπα, οι ηγεσίες που εμπνέουν στιβαρότητα φαντάζουν, παρά τα γνωστά ελαττώματά τους, προτιμότερες. Αυτό τουλάχιστον έκριναν οι μεγαλύτερες ηλικίες ψηφοφόρων και οι κεντρικές μικρασιατικές επαρχίες που έμειναν πιστές στον Ερντογάν. Άλλωστε, τα χειρότερα της οικονομικής κρίσης μοιάζει να έχουν περάσει και η πορεία της Τουρκίας το τελευταίο δωδεκάμηνο εμπνέει (με τη βοήθεια των φίλων της σε Ρωσία, Κίνα και Περσικό Κόλπο) κάποια αισιοδοξία, ενώ και στην εξωτερική πολιτική η εξομάλυνση των σχέσεων με όλους τους εξ ανατολών γείτονες έχει δρομολογηθεί.

Επιπλέον, σε ένα περιβάλλον στο οποίο δεν ήταν ευδιάκριτες οι διαφορές των αντίστοιχων προτάσεων στα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα (και με τον Ερντογάν να πλειοδοτεί σε παροχές, ενώ η αντιπολίτευση κήρυσσε την επιστροφή στη νομισματική ορθοδοξία) η αντιπαράθεση μεταφέρθηκε στο ευνοϊκότερο για τους κυβερνώντες πεδίο των “ταυτοτήτων”. Ο πολωτικός λόγος του ισχυρού άνδρα της Άγκυρας έκανε (έστω και σε μικρότερο βαθμό αυτή τη φορά) τη δουλειά του: οι αντίπαλοι παρουσιάσθηκαν ουσιαστικά σαν ενεργούμενα μιας Δύσης, η οποία βυσσοδομεί για να αποτρέψει την “τουρκική ανάδυση” και ως συνεργοί της κουρδικής “τρομοκρατίας”. Αξιοποιήθηκε δηλαδή το ότι είναι βαθιά ριζωμένη στην τουρκική γνώμη τόσο η καχυποψία προς τη Δύση όσο και τα αντικουρδικά αντανακλαστικά.

Σε κάθε περίπτωση, η τουρκική κοινωνία και πολιτική σκηνή παραμένει ακόμη στην “εποχή Ερντογάν”, ενώ μεταβαίνει αργά και βασανιστικά προς μια νέα περίοδο, τα χαρακτηριστικά της οποίας δεν έχουν ξεκαθαρίσει. Ακόμη και αν η νίκη του 69χρονου Ερντογάν επικυρωθεί, τόσο η συμπολίτευση όσο, πολύ περισσότερο, και η αντιπολίτευση θα πρέπει να επαναφεύρουν τον εαυτό τους και να αναδείξουν νέες ηγεσίες. Ο διχασμός της χώρας και η ασφυξία της στερούμενης ευκαιριών και ελευθεριών νέας γενιάς θα πρέπει κάποτε να αντιμετωπισθούν.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Συμπαράσταση της ΟΚΔΕ στον Νίκο Ρωμανό: Να σταματήσει η «στημένη» δίωξη

Παμ Μπόντι: Η νέα «εκλεκτή» του Τραμπ για το υπουργείο Δικαιοσύνης μετά το «ναυάγιο» του Γκέιτς

Εκλογές στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ: Οδηγίες για τις κάλπες της 24ης Νοεμβρίου

Ημερίδα για τις νομικές και πολιτικές όψεις του κινήματος Αντίστασης και Αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα