Το FBI δεν διέθετε στοιχεία ώστε να ερευνήσει την προεκλογική εκστρατεία του Ντόναλντ Τραμπ το 2016 και βασίστηκε σε υπερβολικό βαθμό σε πληροφορίες που παρείχαν οι πολιτικοί αντίπαλοί του Ρεπουμπλικάνου μεγιστάνα για να υποκινήσουν την έρευνα, συμπεραίνει ο ειδικός εισαγγελέας Τζον Ντέραμ στην έκθεσή του που δόθηκε, χθες Δευτέρα, στη δημοσιότητα.
Η έκθεση αυτή σηματοδοτεί το τέλος της τετραετούς έρευνας που ξεκίνησε τον Μάιο του 2019, όταν ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Ουίλιαμ Μπαρ ανέθεσε στον βετεράνο εισαγγελέα Ντέραμ να εξετάσει τα ενδεχόμενα ολισθήματα που έκανε το FBI όταν ξεκίνησε την επιχείρηση Crossfire Hurricane για να εξετάσει τις πιθανές επαφές του προεκλογικού επιτελείου του Τραμπ με Ρώσους αξιωματούχους. Η έρευνα Crossfire Hurricane παραδόθηκε αργότερα στον ειδικό εισαγγελέα Ρόμπερτ Μιούλερ ο οποίος, τον Μάρτιο του 2019, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχαν αποδείξεις περί συνωμοσίας του επιτελείου του Τραμπ με τη Ρωσία το 2016.
Στη νέα αυτή έκθεση, έκτασης 306 σελίδων, ο Ντέραμ συμπεραίνει ότι οι υπηρεσίες πληροφοριών και επιβολής του νόμου δεν διέθεταν «πραγματικά στοιχεία» για μια «συμπαιγνία» μεταξύ του προεκλογικού επιτελείου του Τραμπ και της Ρωσίας πριν να ξεκινήσουν την επιχείρηση Crossfire Hurricane. Κατηγορεί επίσης το FBI ότι χειρίστηκε την έρευνα αυτή με διαφορετικό τρόπο σε σύγκριση με άλλες, πολιτικά ευαίσθητες έρευνες, όπως εκείνες που αφορούσαν τη Δημοκρατική αντίπαλό του, τη Χίλαρι Κλίντον.
«Το υπουργείο (Δικαιοσύνης) και το FBI δεν υπερασπίστηκαν τη σημαντική αποστολή τους που αφορά την απαρέγκλιτη τήρηση του νόμου σε σχέση με ορισμένα γεγονότα και δραστηριότητες που περιγράφονται σε αυτήν την έκθεση», πρόσθεσε.«Υψηλόβαθμοι υπάλληλοι του FBI επέδειξαν σοβαρή έλλειψη αναλυτικής ακρίβειας ως προς τις πληροφορίες που λάμβαναν, ιδίως τις πληροφορίες (που προέρχονταν) από πρόσωπα και οντότητες με πολιτικές διασυνδέσεις».
Η έκθεση του Ντέραμ κατατέθηκε σήμερα στο Κογκρέσο, χωρίς να έχουν αποκρυβεί τμήματά της. Την Παρασκευή είχε ενημερωθεί ο υπουργός Δικαιοσύνης Μέρικ Γκάρλαντ. Τα ευρήματά της θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τον Τραμπ, ο οποίος σχεδιάζει να είναι και πάλι υποψήφιος για την προεδρία στις εκλογές του 2024 μολονότι αντιμετωπίζει ποινικές διώξεις στη Νέα Υόρκη και σε ομοσπονδιακό επίπεδο αναφορικά με την παρακράτηση απόρρητων εγγράφων και τον ρόλο του στην απόπειρα ανατροπής του εκλογικού αποτελέσματος του 2020.
Ο Τραμπ ήλπιζε ότι ο Ντέραμ θα έδινε στη δημοσιότητα την έκθεσή του πριν από τις εκλογές του 2020, κάτι που πίστευε ότι θα συνιστούσε πλήγμα για τον Τζο Μπάιντεν. Όμως η έρευνα του Ντέραμ δεν είχε ουσιαστικό αντίκτυπο, αφού σε δύο περιπτώσεις οι επιτροπές ενόρκων απάλλαξαν τους δύο υπόπτους στους οποίους επιχείρησε να ασκήσει δίωξη το 2022.
Στη μία από αυτές τις υποθέσεις, σώμα ενόρκων στην Ουάσινγκτον απάλλαξε τον πρώην νομικό εκπρόσωπο της προεκλογικής εκστρατείας της Χίλαρι Κλίντον, τον Μάικλ Σούσμαν, για την κατηγορία ότι είπε ψέματα στο FBI όταν συναντήθηκε με πράκτορες, τον Σεπτέμβριο του 2016, για να τους δώσει μια πληροφορία σχετική με πιθανές επαφές του Τραμπ με μια ρωσική τράπεζα. Λίγους μήνες αργότερα, άλλο σώμα ενόρκων, αυτή τη φορά στη Βιρτζίνια, απάλλαξε τον Ρώσο ερευνητής Ιγκόρ Νταντσένκο για την κατηγορία ότι είπε ψέματα στο FBI όταν ρωτήθηκε για τις πηγές των πληροφοριών που παρείχε. Με βάση τις πληροφορίες του συντάχθηκε από τον Βρετανό πρώην πράκτορα Κρίστοφερ Στιλ ο λεγόμενος “Φάκελος Στιλ”, που περιείχε ισχυρισμούς για τις σχέσεις του Τραμπ με τη Ρωσία – πολλοί από αυτούς δεν τεκμηριώθηκαν ποτέ.
Μια έρευνα του Γενικού Επιθεωρητή του υπουργείου Δικαιοσύνης διαπίστωσε αργότερα ότι το FBI συνέχισε να βασίζεται αδικαιολόγητα σε αυτούς τους μη τεκμηριωμένους ισχυρισμούς, όταν για παράδειγμα υπέβαλε αίτημα σε δικαστήριο ώστε να του δοθεί η άδεια να παρακολουθεί τις επικοινωνίες του Κάρτερ Πέιτζ, ενός πρώην συμβούλου του Τραμπ. Ο Ντέραμ πέτυχε να δηλώσει ένοχος ο πρώην δικηγόρος του FBI Κέβιν Κλάινσμιθ επειδή τροποποίησε ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου το οποίο χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια για να αιτηθεί η υπηρεσία την παρακολούθηση του Πέιτζ.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ