Με αφορμή το πρόσφατο κάλεσμα του Διονύση Σαββόπουλου να δοθεί αυτοδυναμία στη ΝΔ τις επερχόμενες εκλογές, άρχισε να αναπαράγεται στο διαδικτυακό χωριό ένα παλιό κείμενο για την καλλιτεχνική πορεία του εν λόγω καλλιτέχνη. Σε αυτό το, πλέον, «κλασικό» κείμενο που ενέπνευσε και άλλους να ανιχνεύσουν λίγο περισσότερο το έργο του Σαββόπουλου, αναφέρονται όλες οι μουσικές και στιλιστικές κλεψιές του Νιόνιου μέσα από τις οποίες υποτίθεται πως κατασκευάστηκε και η μεγάλη του καριέρα.
Δεν είναι μόνο ότι προσωπικά διαφωνώ με το συγκεκριμένο κείμενο γιατί θεωρώ πως ο κεντρικός συλλογιστικός άξονας με τον οποίο πορεύεται και στήνει όλη του την επιχειρηματολογία ο Ανδρουλιδάκης είναι σχετικά άστοχος, αλλά κυρίως διότι αναπαράγει την ίδια ρητορική της «αποκάλυψης» του «πραγματικού» χαρακτήρα ενός δημόσιου προσώπου ώστε αυτό να αμαυρωθεί ως κατώτερο στη μαζική συνείδηση. Μια ανεστραμμένη πρακτική της δημοσιογραφίας της κλειδαρότρυπας, δηλαδή, που προορίζεται για υποκείμενα πιο υψηλού πνευματικού επιπέδου από το μέσο όρο. Η τρομερή αποκάλυψη ότι ο Σαββόπουλος έκλεψε τραγούδια δεν είναι ούτε τρομερή, ούτε, βεβαίως, και κάποια αποκάλυψη, και κυρίως επαναφέρει ένα από τα πιο παραδοσιακά θεωρητικά αναχώματα του ελληνικού αριστερού, και εν πολλοίς, αναρχικού χώρου, περί του «υψηλού» και του «χαμηλού» στην τέχνη, όπως και αυτή την επιτακτική ανάγκη που νιώθει σχεδόν σύσσωμος ο προοδευτικός χώρος να περιχαρακώνεται γύρω από μια ταυτότητα ακραίας διαφοροποίησης από τους υπόλοιπους, πιο «ευτελείς» πνευματικά, χώρους.
Κατά βάση, ο Σαββόπουλος ποτέ δεν αρνήθηκε ούτε τις επιρροές του, ούτε τις μουσικές διασκευές του. Επίσης, όπως και κάθε καλλιτέχνης, έχει προφανώς το δικαίωμα να έχει ινδάλματα, δηλαδή να θαυμάζει άλλους καλλιτέχνες που ο ίδιος θέλει να μιμηθεί και να μοιάσει. Μάλιστα, σχεδόν σε όλους τους δίσκους του είτε κάνει σαφή αναφορά της βασικής πηγής και των καλλιτεχνών που διασκευάζει, είτε κάνει κάποια μνεία σε αυτές τις επιρροές. Ακόμα και σε όσες αναφορές λέγεται πως έγιναν μεταγενέστερα από τον Σαββόπουλο, αυτές ενδεχομένως είτε αρχικά να κόπηκαν από τη λογοκρισία ή από τον φόβο της λογοκρισίας, είτε μπορεί να πρόκειται όντως για πραγματικό τσογλανιλίκι εκ μέρους του Νιόνιου που βασίστηκε στο γεγονός ότι τη δεκαετία του 1960 η μισή Ελλάδα δεν ήξερε να γράφει και να διαβάζει, πόσο μάλλον να ακούει Bob Dylan και Georges Brassens. Οι μισοί καλλιτέχνες που θαυμάζουμε από εκείνη την εποχή έχουν κάνει χειρότερες κλεψιές τις οποίες παρουσίασαν για δικές τους. Το να χαρακτηρίζεις «κλέφτη» τον Σαββόπουλο των ‘60ς, είναι ελαφρώς ανιστόρητο και πετάει, μάλιστα, τη μπάλα μιας πιο σοβαρής συζήτησης στην εξέδρα. Ο Ανδρουλιδάκης, όπως και πολλοί άλλοι, ταυτίζει εξολοκλήρου την «περσόνα Σαββόπουλος» με το έργο του καλλιτέχνη, σε τέτοιο βαθμό που ούτε καν ο ίδιος ο Σαββόπουλος δεν το κάνει πλέον αυτό.
Γιατί ο Σαββόπουλος γνωρίζει καλά ότι ακόμα και τώρα, οι περισσότεροι που ακούνε και αγαπάνε την τέχνη του δεν βρίσκονται εγγενώς στη δεξιά. Το δεξιό ακροατήριό του άντε να ακούσει κανένα από τα ελαφριά τραγούδια που έγραφε ώστε να γίνουν επιτυχίες στο ραδιόφωνο για να βγάλει κανένα φράγκο, άντε και αυτή τη στροφή στα παραδοσιακά, στα νταούλια που βαράνε τόσο δυνατά ώστε να καλύπτουν τον λανθάνοντα φιλοεθνικιστικό στίχο. Είναι αδύνατο ένας δεξιός, με όσο πολιτισμικό κεφάλαιο και να έχει αποκτήσει στην πορεία του, να νιώσει κάποιο πραγματικό συναίσθημα με στίχους που μιλάνε για εξόριστους στη Μακρόνησο, για απεργούς εργάτες, για εξεγερμένους συντρόφους, οικοδόμους, φοιτητές που μαζεύονται στην πλατεία.
Ούτε προφανώς, μπορεί να βρει ταυτίσεις και συγκλίσεις σε μακριά αυτοσχέδια ζεμπεϊκα για φυλακισμένους κρατούμενους με σκιώδες κομμουνιστικό παρελθόν ή σε φτωχούς που αγαπάνε και τρώνε βρώμικο ψωμί. Τα τραγούδια του τα ακούνε ή οι αριστεροί ή οι πρώην αριστεροί που πλέον έχουν διαμορφώσει αυτό που ονομάζουμε ως «ακραίο κέντρο», βασικό τμήμα του οποίου αποτελεί και ο ίδιος ο Σαββόπουλος. Αυτά τα φαντάσματα του παλιού πολιτικού τους εαυτού που πλέον θεωρούν ότι είναι η αφρόκρεμα της διανόησης και της κουλτούρας στην Ελλάδα, κυρίως επειδή πέθαναν όλοι οι υπόλοιποι ανταγωνιστές τους.
Ακριβώς επειδή ο Σαββόπουλος γνωρίζει πολύ καλά το κοινό του, συνέχισε και συνεχίζει, εν πολλοίς, να συγχρωτίζεται με τους αριστερούς και πάσης φύσεως προοδευτικούς καλλιτέχνες όταν θέλει να κάνει σοβαρές δουλειές και όχι γελοιότητες για τη δημοσιότητα, όχι, δηλαδή, να προσφέρει προς κατανάλωση το προϊόν Σαββόπουλος.
Ένα προϊόν που πάει άκλαφτο κάθε φορά, γιατί κανένας από το ακροατήριό του, ούτε το προοδευτικό, ούτε και το συντηρητικό, δεν ενδιαφέρεται για αυτό, και έτσι δικαιώνει εκείνους που τον χαρακτηρίζουν με το -Ντιλανικό- τραγούδι του «Ο Παλιάτσος και ο Ληστής». Γιατί ήταν το «προϊόν Σαββόπουλος» που προσπαθούσε να κάνει μακροβούτι στο χαβαλεδιάρικο απολιτίκ όταν έβγαζε ανθυποστάρς της τηλεόρασης από τούρτες, ή όταν χόρευαν ημίγυμνες χορεύτριες γύρω του λες και ήταν ο μπάρμπας ρέντνεκ ξάδερφος του Nikki Sixx από τη Χαλκιδική. Ό,τι και να λέμε, απλά δεν μπορείς να υιοθετήσεις στα γεροντάματα μια τέτοια περσόνα και μια τέτοια εικόνα χωρίς να γελοιοποιηθείς ανεπανόρθωτα και παντού, χωρίς να «κριντζάρει» -όπως λέει και η νεολαία- ακόμα και εκείνος που δεν έχει καμία σχέση με το έργο σου και σε γνώρισε απλά ως έναν ακόμα δεξιό.
Και, όμως, τον Νιόνιο τον συγχωρούσαμε διαρκώς, και τον συγχωρούσαμε όχι μόνο γιατί μας παρουσιάστηκε ως «εκκεντρικός», αλλά γιατί μας έδωσε μερικούς από τους καλύτερους δίσκους της νεότερης ελληνικής μουσικής, για την ακρίβεια σχημάτισε την ελληνική μουσική σε αυτό που είναι σήμερα. Έφερε το ροκ στην Ελλάδα και το πάντρεψε με τέτοιο όμορφο τρόπο με τα ανατολίτικα και βαλκανικά ακούσματα που ακόμα και οι σύγχρονοι καλλιτέχνες επιστρέφουν κάποια στιγμή στο «Φορτηγό» και τον «Μπάλλο» για να εμπνευστούν και ας μην το παραδέχονται. Συν του ότι, στην πλειονότητά τους, οι καλλιτέχνες που εμείς αγαπάμε σήμερα, προωθήθηκαν κάποια στιγμή από τον Σαββόπουλο, με τους περισσότερους να βγάζουν τον πρώτο τους δίσκο κατόπιν προτροπής του Νιόνιου στις δισκογραφικές. Για τουλάχιστον δύο δεκαετίες, ο Σαββόπουλος υπήρξε μανιακός κυνηγός ταλέντων, προφανώς εκπληρώνοντας και κάποιους δικούς του εγωισμούς και όχι μόνο από καλή καρδιά, αλλά και αυτό αποτελεί έναν λόγο που πολλοί από τους παλιούς μουσικούς κάνουν την πάπια σχετικά με τον σταδιακό πολιτικό εκφυλισμό του.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που κατάφερε ο Σαββόπουλος καλλιτεχνικά δεν μπορεί κανένας να του το αφαιρέσει, όσο και να χτυπιέται κάτω και όσο και να εμφανίζει κλεψιμέικα ριφάκια, μέτρα, ολόκληρα τραγούδια και στιχάκια. Και αυτό είναι ακόμα πιο αστείο, αν σκεφτούμε ότι η μισή έντεχνη σκηνή δημιουργήθηκε πάνω σε ένα τραγούδι του Eric Clapton.
Πολιτικά, όμως, ο Σαββόπουλος, ήταν πάντα κάτι άλλο από αυτό που «εμείς» θα θέλαμε, όχι επειδή συντηρητικοποιήθηκε μέσα από την ψύχωσή του για τον Ντίλαν, ο οποίος à propos, πράγματι, έγινε θρήσκος και προληπτικός τις δεκαετίες του 1970-1980. Ακόμα και η πιο άψογη μίμηση λαμβάνει χώρα σε ένα διαφορετικό πλαίσιο και περιβάλλον από εκείνο του πρωτότυπου, πράγμα που σημαίνει ότι διαμεσολαβούνται και άλλες καταστάσεις, κοινωνικοπολιτικές συνθήκες και προσωπικές επιλογές ώστε να καθίσταται αδύνατο να κατασκευαστεί ένα ακριβές αντίγραφο από τα αρχικά δεδομένα, χωρίς έστω την παραμικρή παραμόρφωση, ειδικά όταν μιλάμε για ανθρωπότυπους και όχι για φωτοτυπικά.
Λίγο πιο σοβαρά, ο Σαββόπουλος υπήρξε από τους πρώτους που διαμόρφωσαν το λεγόμενο «αντιλαϊκιστικό» μέτωπο της αριστεράς στην Ελλάδα ήδη από τη δεκαετία του 1980, το οποίο ξεκίνησε από ορισμένους διανοητές της ανανεωτικής αριστεράς ως κριτική στις πολιτικές στρατηγικές του ΠΑΣΟΚ και κατέληξε να υιοθετείται από τη συντηρητική δεξιά ως βασικό αντιλαϊκό πρόταγμα το οποίο διατρανώνει ότι παλεύει με αυτό το ανοσιούργημα που λέγεται «λαϊκισμός», αλλά στην ουσία έχει στήσει τον ίδιο τον λαό στον τοίχο και τον χτυπάει διαρκώς, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Στην πορεία των χρόνων, και όσο το ΠΑΣΟΚ βυθιζόταν ολοένα και περισσότερο στην πολιτική και οικονομική κρίση, ορισμένες περσόνες του συγκεκριμένου χώρου που είχαν παγιωθεί ως οι πνευματικές και καλλιτεχνικές κορυφές στην Ελλάδα, καλά τοποθετημένες πλέον στον γυάλινο πύργο τους από τον οποίο δεν τους ξεκουνούσε κανένας, υιοθέτησαν εξ’ ανάγκης και αυτούς τους κανόνες περί «αριστείας» τους οποίους μας πλασάρουν σήμερα ως δικούς τους οι δεξιοί γιατί πολύ εύκολα κατάφεραν να ταυτιστούν αυτοί οι δύο, προερχόμενοι από διαφορετικές πολιτικές αρχές και συμβάσεις, συντηρητισμοί.
Ο Σαββόπουλος, και πολλοί του συναφιού του – ένα περίεργο φάσμα ανθρώπων το οποίο κυμαίνεται από ηθοποιούς μέχρι ακαδημαϊκούς-, έχουν κοτσάρει πάνω τους την ταμπέλα της πνευματικής«ελίτ», της «κρεμ ντε λα κρεμ» της ελληνικής κοινωνίας, και μα τον Τουτάτη, δεν την αφήνουν από τα χέρια τους με τίποτα. Θεωρούν τους εαυτούς τους καλύτερους και τους άριστους, τους μοναδικούς που μπορούν να έχουν σωστή γνώμη και άποψη για τα κοινά, και δεν σκιρτάει το βλέφαρό τους για αυτό το αξίωμα που τους δόθηκε ούτε δευτερόλεπτο.
Τι και αν ο πολιτικός λόγος που εκφράζουν, όταν τον εκφράζουν, είναι τόσο ανούσιος και άνοστος που κάνει τον εγκέφαλό μας να τιλτάρει, ο Σαββόπουλος και οι άλλοι ακροκεντρώοι έχουν υφαρπάξει το δικαίωμα να λένε όποια ανοησία τους κατέβει και να έχουν και την απαίτηση από πάνω να μην τους γίνεται καμία κριτική γιατί αυτό το ορίζουν ως «φασισμό», και μάλιστα ως «κόκκινο φασισμό». Δηλαδή, θεωρούν ως αναφαίρετο δημοκρατικό τους δικαίωμα -και είναι- να λένε ό,τι χοντράδα θέλουν, όπως για παράδειγμα το να σταλούν οι μετανάστες και οι τοξικομανείς σε ξερονήσια, αλλά ταυτόχρονα χαρακτηρίζουν ως αντιδημοκρατικό το κράξιμο που γίνεται μετά. Και όχι μόνο αυτό, αλλά έχουν ορίσει αυτόκλητα και την πάρτη τους ως τους σύγχρονους Ναΐτες ιππότες της Δημοκρατίας που μάχονται με τον «δράκο» του «λαϊκισμού», δηλαδή, κατά βάση, με τον ίδιο τον λαό. Τον ίδιο λαό που κάποτε του απευθύνθηκαν ως φίλοι, ως σύντροφοι, ως συνεργάτες, τώρα τον φτύνουν κατάμουτρα και του λένε ότι βρέχει.
Νομίζω πως το βασικό ερώτημα που πρέπει να διερευνηθεί δεν είναι αν οι εν λόγω περσόνες είναι καλοί καλλιτέχνες, καλοί ακαδημαϊκοί ή καλοί στο οποιοδήποτε επάγγελμα επιδίδονται, αλλά το αν υπήρξαν, πραγματικά, αριστεροί ή αν παρασίτησαν στην αριστερά και στον προοδευτικό χώρο για όσο καιρό τους ήταν αναγκαίο και μετά μπήκαν σε μια τροχιά υποτιθέμενου«no politica» μέχρι να φτάσουν τώρα να είναι απολογητές της πιο αισχρής δεξιάς κυβέρνησης που έχει έχουμε βιώσει από τη Μεταπολίτευση. Και αυτό όχι στα πλαίσια ενός «αριστερόμετρου», αλλά συνδυάζοντας το ως επέκταση ενός άλλου, ίσως πιο επίμονου και επίπονου ερωτήματος.
Γιατί το πιο επίπονο, ίσως, ερώτημα είναι να διερευνηθούν καλόπιστα αλλά και ουσιαστικά, ποιες πολιτικές στρατηγικές και τακτικές επέλεξε να υιοθετήσει και να εφαρμόσει στις γραμμές της η ίδια η μεταπολιτευτική αριστερά, ώστε να φτάσουμε να έχουμε αυτές τις τραγελαφικές φιγούρες, αυτά τα αδειανά πουκάμισα ενός παλιού ριζοσπαστικού εαυτού, στη σημερινή εποχή. Ποιες ήταν εκείνες οι διεργασίες που σφυρηλάτησαν αυτό το ακραίο και επονομαζόμενο ως «αντιλαϊκιστικό» μέτωπο μετά το 1974,που έβλεπε το ΠΑΣΟΚ ως τη μοναδική πολιτική καταστροφή της χώρας, μη μπορώντας να εξηγήσει επαρκώς, όπως φάνηκε αργότερα, τον πραγματικό πολιτικό αέρα της εποχής του, με αποτέλεσμα ορισμένοι από τους βασικούς θιασώτες του τώρα να έχουν σηκωθεί και να πηγαίνουν και δεξιότερα, και δεξιότερα, και δεξιότερα;
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η περίπτωση του Σαββόπουλου δεν αποτελεί κάποια αιτία, ούτε ένα μεμονωμένο περιστατικό, αλλά το πιο εξόφθαλμο σύμπτωμα ενός ευρύτερου πολιτικού εκφυλισμού που λαμβάνει χώρα σχεδόν από τη στιγμή που έπεσε η χούντα, ίσως και νωρίτερα.
Και ο λόγος που μας ενοχλούν, μέχρι και μας πληγώνουν αυτές οι δηλώσεις του Σαββόπουλου, εντοπίζεται στο γεγονός ότι το έργο του για αρκετά χρόνια υπήρξε πραγματικά αριστερό, μίλησε απευθείας στην καρδιά μιας γενιάς που είδε σταδιακά τα πολιτικά της οράματα να ματαιώνονται και να ευτελίζονται συνεχώς, ακροβατώντας ανάμεσα σε οικονομικά και σεξουαλικά σκάνδαλα, φρεσκοαγορασμένα πολυτελή αυτοκίνητα και καμένους φακέλους πολιτικών φρονημάτων. Έτσι, ώστε το μόνο που πραγματικά κατάφεραν να κληροδοτήσουν στις επόμενες γενιές είναι μια αέναη και αμέτοχη, γραφική και τραυματική ταυτόχρονα, αριστερή μελαγχολία.