Θυμάμαι μια συζήτηση που είχα πέρυσι τον Οκτώβριο με έναν παλιό σημαίνοντα και από τους πολύ λίγους κάπως σοβαρούς ανθρώπους που μπορεί να συναντήσει κανείς στον ελληνικό πολιτικό κόσμο. «Εκτιμώ ότι οι ‘Έλληνες θα δώσουν μια ακόμα ευκαιρία στον Μητσοτάκη» μου είπε. «Συμφωνώ», του απάντησα, «κι εγώ αυτό εκτιμώ, η Ελλάδα δεν ξέρω αν θα έχει δεύτερη ευκαιρία!». Και του θύμισα τις δημογραφικές στατιστικές, αλάνθαστη, μαθηματική αντανάκλαση της πορείας του ελληνικού λαού προς την … ανυπαρξία.
Πολλά δίκια έχει ο Δημήτρης Χρήστου στο άρθρο του «Ποιες υποκλοπές, ποια Τέμπη! Κυριάκος uber alles!». Διαβάζοντάς το, θυμήθηκα μια συζήτηση που είχα, την άνοιξη του 2013, με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. «Δεν πάει καλά το Κόμμα» τους είπα και τους θύμισα την περίοδο 1945-47. Τα μεσαία στρώματα που υποστήριζαν τότε σχεδόν στο 80-90% το ΕΑΜ και το ΚΚΕ μετακινήθηκαν απότομα στην αστική παράταξη, σε χρόνο ρεκόρ, βλέποντας ότι το Κόμμα παρέπαιε και δεν ήξερε που πήγαινε. Μόνο ο Λαφαζάνης προβληματίστηκε ακούγοντας με. Οι υπόλοιποι, εκτός των άλλων, αγνοούσαν σε πολύ μεγάλο βαθμό και την ιστορία τους. Η «προφητεία» βέβαια δεν εκπληρώθηκε τότε, εκπληρώθηκε όμως με έναν τρόπο πολύ αργότερα.
Ο Δημήτρης Χρήστου θα μπορούσε να εξηγήσει πολλά πράγματα που συμβαίνουν στην Ελλάδα σήμερα, περιλαμβανομένης της πολύ μεγάλης απάθειας των ανθρώπων, όπως και των αυτο-και ετερο-καταστροφικών, κυνικών και ανορθολογικών τάσεων αν λάμβανε υπόψιν του και τη βαρύτατη, ψυχικά και ηθικά καταστροφική ήττα του 2015, μια ήττα οι ευθύνες της οποίας βαρύνουν κατ’ εξοχήν. ασφαλώς τον κ. Τσίπρα και τον στενό ντε φάκτο ηγετικό πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά επίσης και τον «εθνικό διαπραγματευτή» κ. Βαρουφάκη και όλες τις διάφορες τάσεις του ΣΥΡΙΖΑ (σε διαφορετικό βαθμό και με διαφορετική μορφή έκαστος και εκάστη). Κι αν επίσης λάμβανε υπόψιν του το γεγονός ότι η διαχείριση της περιόδου 2015-2019 δεν ήταν μεν η χειρότερη δυνατή εντός μνημονιακών πλαισίων, απέδειξε όμως δυστυχώς την παντελή απουσία ιδεών και οράματος για την Ελλάδα (πέραν του αντιμνημονιακού μηνύματος), αλλά και τη μεγάλη και εξαιρετικά επικίνδυνη σύγχυση που βασιλεύει παγίως σε μεγάλο τμήμα των ανώτερων ιδίως στελεχών της Αριστεράς, αναφορικά με το ζήτημα του «έθνους». (Το λέμε γιατί η μάζα των οπαδών της, ιδίως όσων προέρχονται από τα λαϊκά στρώματα έχουν πολύ πιο καθαρό βλέμμα και για τα εθνικά και για τα κοινωνικά προβλήματα. Αντίθετα, στα μεσοαστικά ως επί το πλείστον στελέχη της, βρίσκει κανείς πολύ περισσότερους «δικαιωματιστές», οπαδούς της «αεθνικής» «αριστεράς του Σόρος» που πασπαλίζουν με «αριστερές», ακόμα «μαρξίζουσες» εκφράσεις την εξ αριστερών υιοθέτηση του κόσμου του Νταβός και της ιδεολογίας του).
Αυτά τα γεγονότα είναι που «νομιμοποίησαν» τρόπον τινά τη λογική «ο καθένας για τον εαυτό του» που επιτρέπει σήμερα, κατά μεγάλο ποσοστό, στα μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα, όσους δηλαδή «κουτσοβγαίνουν» ή και περνάνε κάπως καλύτερα να αδιαφορούν για το τι συμβαίνει στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα και στη χώρα τους και να πηγαίνουν πίσω από την παράταξη που θα τους εξασφαλίσει, ή το πιστεύουν, να μην πληρώνουν ούτε ένα ευρώ φόρο, να μην κόβουν ούτε ένα ευρώ απόδειξη. Νομίζουν ότι ψηφίζουν σταθερότητα κι ότι ο Μητσοτάκης θα την εξασφαλίσει. Και όσοι το κάνουν θα εξασφαλίσουν πιθανώς στην πραγματικότητα την ταχύτερη δυνατή καταστροφή των ιδίων και των παιδιών τους. Ακόμα κι αν οι ίδιοι δεν δυστυχήσουν, θα ζουν σε μια χώρα που αποσυντίθεται με όλο και πιο γρήγορους ρυθμούς.
Κατά τρόπο «σατανικό», οι σύμβουλοι της Νέας Δημοκρατίας χρησιμοποιούν την ανασφάλεια που προκαλεί η ίδια η δική της πολιτική, ακόμα και το πολιτικό ύφος που επέλεξε, αλλά και την πολύ μεγάλη αστάθεια και έλλειψη συνοχής του «σήματος ΣΥΡΙΖΑ», για να συσπειρώσουν με την ανασφάλεια που προκαλούν, γύρω από την «προαιώνια» παράταξη του γκοβέρνου, ακόμα και τα θύματα των πολιτικών της.
Ο μέσος άνθρωπος διαισθάνεται την τραγική κατάσταση της χώρας σε όλους τους τομείς, ξέρει ότι δεν είναι μόνο ο ΟΣΕ, αλλά όλες οι υποδομές της χώρας. Ξέρει ότι δεν είναι μόνο η υλική, είναι και η ηθική κατάσταση της χώρας, αρχής γενομένης από τους κυβερνώντες. Οι επικοινωνιολόγοι της κυβέρνησης αποβλέπουν ακριβώς στην απελπισία που τον διακατέχει στο βάθος για να τον κρατήσουν δεμένο στην αδράνεια ή στην υποστήριξη προς τους κυβερνώντες.
Διαισθάνεται ο μέσος άνθρωπος ότι δεν έχει λύσεις εντός του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος, ότι πελαγοδρομεί κάπως σαν τη μύγα σε αναποδογυρισμένο ποτήρι. Διαπιστώσαμε όλοι στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ότι όλα ανεξαιρέτως τα πολιτικά κόμματα – μικρά και μεγάλα – δεν είχαν έστω μισή ιδέα για τα τεράστια προβλήματα, σε όλους τους τομείς, της χώρας. ‘Άλλωστε, είναι εδώ και πολλά χρόνια που τα πανεπιστήμιά μας, τα κόμματά μας και τα ινστιτούτα μας, έχουν όλα γίνει μηχανήματα προώθησης καριέρας και άντλησης χρημάτων. Πως στο διάολο να παράγουν ιδέες, αν δεν υπάρχει κάποιος που να νοιάζεται πραγματικά για τη χώρα και τα προβλήματά της;
Αυτό αντίθετα που δεν γνωρίζει το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων, είναι τα πολλαπλά «τσουνάμι» που έχουν εμφανιστεί στον ορίζοντα. Συζητάμε για την οικονομία όπως το καλοκαίρι του 2009, όταν Υπουργοί της τότε κυβέρνησης έλεγαν ότι πάει η κρίση, τελείωσε, δεν απειλεί την Ελλάδα, λίγο πριν την πάρει και τη σηκώσει. Αγνοούμε την επείγουσα χειρουργική που ετοιμάζονται τώρα να κάνουν στην πατρίδα μας και την Κύπρο οι Αμερικανοί, οι Γερμανοί και οι άλλες δυνάμεις της «συλλογικής Δύσης» – τις μεγάλες γεωπολιτικές απειλές που μπορούν να ξεφυτρώσουν από παντού. ‘Όσο για την κλιματική κρίση, ένας Θεός ξέρει που θα αποφασίσει να ρίξει τα «πυρά» της, καταστρέφοντας υποδομές, αφανίζοντας ανθρώπους και περιουσίες την επόμενη φορά που θα μας πλήξει, ιδίως τη «θερμική βόμβα» του λεκανοπεδίου Αττικής, όπου ζει ο μισός σχεδόν πληθυσμός της χώρας.
Και χωρίς όμως ακριβείς προγνώσεις μελλούμενων καταστροφών, ο ψηφοφόρος, ιδιαίτερα το πιο αξιοπρεπές και νοήμον τμήμα του εκλογικού σώματος, νοιώθει κατά βάθος ότι η πατρίδα του, το «σπίτι» του, είναι πια στον αέρα, έτοιμο να καταρρεύσει. Βλέπει ότι η πολιτική του τάξη ζει στον κόσμο της κι αυτός είναι βασικά ο κόσμος των συμφερόντων της, όχι ο δικός του κόσμος. Τρομοκρατημένος και πανικόβλητος κοιτάει την κάλπη με την αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι. Θέλει να ψηφίσει κατά τρόπο που να ελαχιστοποιήσει τους κινδύνους, γιατί ελπίδα ποτέ δεν υπήρχε τόσο λίγη σε αυτή τη χώρα, ούτε και καμμιά εγγύηση για το τι θα κάνουν την ψήφο τους οι αποδέκτες της, αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρος πως θα το καταφέρει.
Το μακράν χειρότερο ενδεχόμενο είναι η παραμονή αυτής της κυβέρνησης στην εξουσία και η επικύρωση, δια των εκλογών, των όσων έχει διαπράξει στον τομέα των παρακολουθήσεων, των Τεμπών, της διαχείρισης του δημόσιου χρήματος, της προστασίας της ανθρώπινης και κοινωνικής ηθικής, μιας στοιχειώδους ανεξαρτησίας και αξιοπρέπειας της χώρας. Μια τέτοια επικύρωση θα είναι μια πολύ σοβαρή ηθική ήττα για τον ελληνικό λαό, χωρίς όμως δυστυχώς κανείς να διαθέτει την παραμικρή βεβαιότητα για το ότι μια οποιαδήποτε κυβέρνηση της αντιπολίτευσης θα καταφέρει να κάνει κάτι για να αποτρέψει τα πολλαπλά κοινωνικά, οικονομικά και γεωπολιτικά ναυάγια που μας απειλούν και ότι δε θα μπει κι αυτή στο δρόμο της απώλειας. Πόσο μάλλον που η χώρα, οι πολιτικές, κοινωνικές, επιστημονικές της δυνάμεις δεν έχουν κάνει καμιά προσπάθεια να ετοιμαστούν για τις τόσο σοβαρές προκλήσεις που αντιμετωπίζει, είκοσι χρόνια μετά την προσπάθεια κατάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας (σχέδιο Ανάν), δεκατρία χρόνια μετά τη χρεωκοπία και τα Μνημόνια.
Η Ελλάδα χρειάζεται μια τεράστια «επανάσταση ήθους, εντιμότητας και σοβαρότητας» αν θέλει να σωθεί, μια «ρήξη» με όλο τον κυνικό, εγωπαθή και ανεύθυνο εαυτό της, περισσότερο των ισχυρότερων και πλουσιότερων στρωμάτων της, εν τέλει όμως και όλων των υπολοίπων. Χωρίς αυτή, όποιος κι αν βγει από τις εκλογές, ο χαμός είναι κοντά, κι ας νομίζουν οι μεσοαστοί ότι δεν θα μας συμβεί τίποτα, ότι θα γυρίσουμε στην κανονικότητα που ξέρουν.