Ακούστε τώρα την ιστορία του Κεμάλ.
Μια φορά και έναν καιρό, βασικά το πρωινό μετά τις εκλογές, σταμάτησα στο μπακάλικο της γειτονιάς μου στης ανατολικής Αθήνας τα μέρη, για μικροψώνια.
«Καλημέρα, Κεμάλ» είπα στον Μπαγκλαντεσιανό πωλητή. «Πώς σου φαίνεται το αποτέλεσμα των εκλογών;».
«Ποιο βγήκε;» με ρώτησε.
«Ο Μητσοτάκης».
«Α! Το Μητσοτάκη είναι καλό!».
Στην ερώτηση γιατί είναι καλό το Μητσοτάκη, αφού ο ίδιος δουλεύει όλη μέρα, μου απάντησε πως το ρεύμα του μήνα το βγάζει και βλέπει και καναν άνθρωπο, αντί να κάθεται μόνος στο σπίτι.
Λίγο αργότερα, στο ταξί, ο ανώνυμος νεαρός οδηγός μου εξήγησε πως ψήφισε ΝΔ γιατί «κινείται η αγορά» και η χώρα βρίσκεται «κοντά στην επενδυτική βαθμίδα». Αυτός νοικιάζει μεν το όχημα από μεγαλοεπιχειρηματία με ενενήντα ευρώ τη μέρα, αλλά με δέκα ώρες δουλειά βγάζει καμιά φορά άλλα τόσα ή, στη χειρότερη, πενήντα ευρώ. Δυστυχώς, πριν προλάβει να μου δώσει λεπτομέρειες για το πώς θα καταφέρει να σκαρφαλώσει έτσι ο ίδιος στην επενδυτική βαθμίδα, έπρεπε να κατέβω, στη χουρμαδιά γωνία.
Δεν ειρωνεύομαι τον νεαρό ταξιτζή, ούτε φυσικά τον Κεμάλ, που μάλλον αγνοεί ότι φέρει το ίδιο όνομα με τον πρίγκιπα που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο στο υπέροχο τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι (που έχει πάθει από το ίντερνετ ότι έπαθε κάποτε το Yesterday από τα εμπορικά κέντρα). Ειρωνεύομαι τον τρόπο με τον οποίο ο στίχος «Καληνύχτα, Κεμάλ» γίνεται αυτές τις ώρες μετεκλογικό αριστερό χάσταγκ, και διάφορα νικημένα ξεφτέρια επιδίδονται σε ψυχαναλυτικές ερμηνείες και ταξικές αναλύσεις του συρμού για το προφίλ του Έλληνα ψηφοφόρου της Δεξιάς.
Τί σόι άνθρωπος είναι αυτός ο ψηφοφόρος; Αν πιστέψουμε το βεδουίνο με ματιά λυπητερή που άκουσα προχτές «Στο Κόκκινο 105.5», είναι ένας τύπος «βουβός και κοινωνικά ανενεργός». Βλέπει ίσως πως είναι άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό, αλλά δεν αντιδρά. Άλλοι αριστεροί σχολιαστές, πιο πρίγκιπες, τον περιγράφουν ως άνθρωπο αδιάφορο για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την κακοποίηση παιδιών, τις δολοφονίες γυναικών, τα pushback προσφύγων, τη γενικευμένη κρατική καταστολή και αυταρχισμό – αδιάφορο ακόμα και για την οικονομική του εξαθλίωση. Πικρές οι βουλές του Αλλάχ λοιπόν. Σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων.
Κάποιοι αναλυτές όμως, αγροικούν το μοιρολόι και τα λένε πιο πεζά. Ο Δημήτρης Τσίρκας, για παράδειγμα, επισήμανε στο The Press Project το προφανές: η σαρωτική νίκη της ΝΔ έχει υλικές βάσεις. Η κυβέρνηση, έγραψε ο Τσίρκας, «ξόδεψε σαν μεθυσμένος Αμερικάνος ναύτης», αυξάνοντας το χρέος μεν, αποδίδοντας κέρδη δε, σε ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας. Με λίγα λόγια, ο Κεμάλ και ο ταξιτζής κάτι πουλούσαν, εγώ κι εσύ κάτι καταναλώναμε. Η αγορά μπορεί να κινείται πάνω σε κινούμενη άμμο, μετά όμως από δεκαπέντε χρόνια ανέχειας και δόγματος ΤΙΝΑ, το οποίο υιοθέτησε και ο ΣΥΡΙΖΑ (αφού βέβαια ήπιε πρώτα μαύρο μέλι μαύρο γάλα εκείνο το πρωί του 2015), τα πενήντα ευρώ το δεκάωρο κάνουν τον βιοπαλαιστή ταξιτζή να νομίζει πως ανεβαίνει σιγά σιγά σε επενδυτικές βαθμίδες. Όσο για τον μετανάστη χωρίς δικαίωμα ψήφου (τον οποίο φαντάζομαι πως η Αριστερά θεωρεί δικαιωματικά δικό της), αυτός ονειρεύεται ούτως ή άλλως μόνο την επιβίωση και να μην του κλείνει το μπακάλικο η δημοτική αστυνομία τα κυριακάτικα βράδια για καληνύχτα.
Το ότι η Αριστερά δεν κατάφερε να εξηγήσει και, κυρίως, να αποδείξει, ούτε στον έναν ούτε στον άλλο, ότι ο κόσμος πρέπει να προχωρήσει, ώστε να μη δουλεύουν όλη μέρα για τα βασικά, ήταν τόσο προδιαγεγραμμένο, όσο και η θηλιά στο λαιμό του αφελούς. Ο Δημήτρης Λένης έγραψε εύστοχα στο «Κοσμοδρόμιο» πως η ανοχή προς την πρώτη-φορά-αριστερά είχε τελειώσει από το 2015. Ο ΣΥΡΙΖΑ πόνταρε στο να γίνει ένα νέο, καλύτερο ΠΑΣΟΚ, με «μια επιθετικά σοσιαλδημοκρατική πολιτική αναδιανομής σε καθεστώς μνημονίου», απευθυνόμενος τελικά, όπως πρόσθεσε ο Μιχάλης Παναγιωτάκης (επίσης εδώ) σε μια απροσδιόριστη μεσαία τάξη, «αυτοκτονική στρατηγική, που έριξε νερό στον μύλο του “όλοι ίδιοι είναι”».
Εγώ δεν πιστεύω ότι είναι όλοι ίδιοι. Ούτε πως ο Μητσοτάκης είναι χαλίφης, όσο και αν τον νανουρίζουν τα δεξιά μέσα ενημέρωσης. Συμφωνώ αντίθετα με τον Τσίρκα πως «η ταξική πάλη δεν τελειώνει με τις εκλογές, όποιο και αν είναι το αποτέλεσμά τους». Οι καιροί έχουν ήδη αλλάξει – θα αλλάξουν ξανά. Όχι όμως με χάσταγκ και κατάρες, ούτε φυσικά με τραγούδια. Αν πρέπει ντε και σώνει πάντως να τραγουδήσει κανείς κάτι μέχρι την 25η Ιουνίου, θα ήταν καλό και σεμνό να μην φαντασιώνεται εαυτόν ως ιδεαλιστή πρίγκιπα που σώζει της ερήμου τα παιδιά, ή τον Κεμάλ της γειτονιάς μου, από τον εαυτό τους.