Με την ανακοίνωση του θανάτου ενός παγκόσμιου σταρ, φαίνεται ότι πλέον υπάρχουν δυο μόνον ενδεχόμενα: είτε αυτός θα καρατομηθεί με βάση κάποιο ασυγχώρητο λάθος του παρελθόντος, πράγμα που θα επισκιάσει τα πραγματικά καλλιτεχνικά του επιτεύγματα, είτε θα ταριχευτεί σε μια κιτς νοσταλγία, πράγμα που… θα επισκιάσει τα πραγματικά καλλιτεχνικά του επιτεύγματα.
Στην περίπτωση της Τίνα Τέρνερ (Tina Turner), που πέθανε στις 24 αυτού του μήνα, πλήρης ημερών και επιτευγμάτων, νομίζω πως έχουμε τη δεύτερη περίπτωση. Τίτλοι ειδήσεων από όλο τον κόσμο, και χιλιάδες αφιερώσεις θαυμαστών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ξεχειλίζουν το είδος της υπερβολής που ρίχνει λιγότερο φως στην καριέρα της Turner, και περισσότερο στην ανάγκη δημοσιογράφων και θαυμαστών να νοσταλγούν άκριτα το παρελθόν.
Είναι αλήθεια λοιπόν ότι, όπως διαβάζουμε τις τελευταίες μέρες, η σπουδαία περφόρμερ, ξέφυγε από τη χρόνια και άγρια κακοποίηση του πρώην συζύγου και μέντορά της, Άικ Τέρνερ (Ike Turner) με μερικά σεντς στην τσέπη ένα βράδυ. Είναι επίσης αλήθεια ότι αυτή της η απόφαση, σε συνδυασμό με την εκρηκτική φωνή και σκηνική της παρουσία, της χάρισε τελικά σόλο παγκόσμια δόξα και πλούτη, και μάλιστα σε ηλικία που μια γυναίκα, πόσο μάλλον μια μαύρη γυναίκα, θεωρούνταν τελειωμένη στη μουσική βιομηχανία.
Ίσως όμως είναι αλήθεια πως κανένα από τα «δικά της» τραγούδια στην αστραφτερή δεύτερη πράξη της καριέρας της δεν μπορεί να συγκριθεί μουσικά ή στιχουργικά με το «Proud Mary» που ηχογράφησε στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 με τον Ike Turner, ούτε με το «A Fool in Love» το πρώτο τους χιτ δέκα χρόνια νωρίτερα, ούτε φυσικά με το «Rocket 88» ηχογράφηση του Ike πριν τη γνωρίσει, που θεωρείται από κάποιους ως το πρώτο rock ‘n roll σινγκλ στην ιστορία.
Την άνοδο της Turner στη στρατόσφαιρα των παγκόσμιων ροκ σταρ συνόδευσε μια καλλιτεχνική στροφή από το rhythm and blues (και τις σαφείς αφροαμερικανικές μουσικές ρίζες του), στις πιασάρικες ποπ μελωδίες μαζικής κατανάλωσης και τους εύπεπτους στίχους. Όσοι ήμασταν παιδιά τη δεκαετία του ‘80, μεγαλώσαμε με μια σταθερή δίαιτα από βίντεο κλιπ της Turner στο «απαίσιο» MTV, στα οποία την πλαισίωναν λεπτά μοντέλα και στιλιζαρισμένες χορογραφίες που δεν είχαν τίποτα από τον αυθορμητισμό και πληθωρική ενέργεια των πρώτων εμφανίσεών της – τις οποίες προσωπικά ανακάλυψα αργότερα, στο διαδίκτυο.
Η στροφή αυτή φαίνεται πως ήταν αντιληπτή αρχικά ως υποχώρηση και από την ίδια. Στο πρόσφατο ντοκιμαντέρ «Tina» του ΗΒΟ, βλέπουμε πως όταν στην μετά-Ike περίοδο, ο μάνατζέρ της της πρότεινε να ηχογραφήσει την πρώτη σόλο επιτυχία της «What’s Love Got to Do with It», εκείνη αρνήθηκε λέγοντας πως ήταν «ένα ποπ τραγούδι». Για να γίνει όμως πραγματικότητα το όνειρό της να γεμίζει στάδια, όπως οι Rolling Stones, το τραγούδησε και είπε και ένα τραγούδι, ενώ παρέμεινε στον ποπ-ροκ ήχο για δεκαετίες, την ίδια στιγμή ο Ike Turner επέστρεψε τελικά στα αυθεντικά blues και τη σχετική αφάνεια.
Η απόλαυση της μουσικής ίσως είναι θέμα γούστου. Προσωπικά διαφωνώ. Ακόμα όμως και αν κάποιος προτιμά να ακούει το «Τhe Βest» απ’το «River Deep, Mountain High» (που πάτωσε στο «λευκό» αμερικανικό ραδιόφωνο τη δεκαετία του ‘60), η περίπτωση της Turner δείχνει πως για να γίνεις «simply the best» στα τσαρτς, πρέπει να σε ευνοήσουν οι όχι και τόσο simple κανόνες του εμπορίου. Ειδικά η μετάβαση των μαύρων καλλιτεχνών στην ποπ αρένα είναι ένας δρόμος σπαρμένος με υποχωρήσεις που κάποιοι αρνήθηκαν να κάνουν, ή απλά δεν επιλέχθηκαν να κάνουν (βλ. Nina Simone). Αυτό μπορεί να δει κανείς και αν αναπολήσει νοσταλγικά τον εγχώριο εκφυλισμό του αυθεντικού λαϊκού στην τηλεόραση και τις πίστες.
Στο προαναφερόμενο ντοκιμαντέρ, η Turner (που ήταν και συμπαραγωγός της ταινίας) δεν ρωτάται τόσο για τη μουσική της, όσο για τη βία που υπέστη στα χέρια του πρώην και την μετέπειτα επιτυχία της. Απαντά ψύχραιμα και στοχαστικά, σε ένα διακριτικό μακρινό πλάνο. Εγώ διάβασα στον τόνο της και ένα ίχνος θλίψης, του ανθρώπου που ξέρει πως είναι αστείο να εξιδανικεύεις το παρελθόν για τις κάμερες. Αυτό είναι ένα μάθημα που μάλλον πρέπει να πάρουν και οι θαυμαστές της, ειδικά όσοι μιλούν αυτές τις μέρες για μουσική.