Όπως φαίνεται η κρίση που άνοιξε με τον εμφύλιο πόλεμο και την εξελισσόμενη ανθρωπιστική τραγωδία με 1,4 εκατ. εκτοπισμένους και πρόσφυγες στο Σουδάν, ακολουθεί τη μοίρα των «περιφερειακών» ζητημάτων, που η σημασία τους συντομότατα επισκιάζεται από τη «βαρύτητα» των όσων τεκταίνονται στον αναπτυγμένο κόσμο.
Κι όμως το πρόβλημα συνεχίζει να υφίσταται, παρ’ όλο που το ειδησεογραφικό στόχαστρο έχει στραφεί αλλού. Το «αλαλούμ» στο Σουδάν (για να θυμηθούμε κι ένα ελληνικό χαζοτραγουδάκι που έβρισκε εύκολη ρίμα στο «μάζεψέ τα να πάμε πιο καλά στο Χαρτούμ») δεν έχει μοναδικά συστατικά του στοιχεία την αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο αντίπαλες φατρίες της στρατιωτικής χούντας, που λυμαίνεται τη χώρα μετά την ανατροπή του δικτάτορα Χασάν αλ Μπασίρ. Πολλές άλλες διεθνείς δυνάμεις έχουν εμπλακεί στα εσωτερικά της χώρας, υποθάλποντας είτε τη μια πλευρά, είτε την άλλη ή και τις δύο, προωθώντας τα άμεσα ή έμμεσα συμφέροντά τους.
Ανάμεσα σε αυτές και μάλιστα με πολύ ενεργό τρόπο έχει εμπλακεί και η Ιταλία. Μία χώρα που στο όνομα της «προστασίας της από την παράνομη μετανάστευση» δεν έχει φεισθεί κανενός είδους βοήθεια προς τους στρατιωτικούς ηγέτες της αφρικανικής χώρας, μέσα στα τελευταία 4 χρόνια, που τη σημάδεψαν με δύο πραξικοπήματα κι έναν ανηλεή εμφύλιο πόλεμο. Μάλιστα, στις 6 Απριλίου και ενώ στο Χαρτούμ η ένταση εκτοξευόταν στα ύψη ανάμεσα στις ένοπλες δυνάμεις, πιστές στον πρόεδρο του Μεταβατικού Συμβουλίου, στρατηγό Αμπντέλ Φατάχ αλ Μπούρχαν και τις Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης (RSF) του αντιπροέδρου Μοχάμεντ Νταγκάλο «Χεμέντι», στη Ρώμη υπεγράφη σύμφωνο συνεργασίας ανάμεσα στο ίδρυμα Med-Or του (και από τη στρατιωτική παραγωγή του) ομίλου Leonardo S.p.A και τη Δημοκρατία του Σουδάν. Όπως διεμήνυε ο πρόεδρος της Med-Or και (διόλου τυχαίο) πρώην υπουργός Εσωτερικών Μάρκο Μινίτι (ο οποίος είχε διαδραματίσει καίριο ρόλο στην αντι-μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης Ρέντσι), το σύμφωνο αφορά τη συνεργασία της εκπαίδευσης και τη στήριξη, με υποτροφίες σε ιταλικά πανεπιστήμια και συνεργασία με σουδανικά think tanks για εκπόνηση ερευνητικών προγραμμάτων.
Τουλάχιστον αυτό διαγγέλλεται ως προφανής λόγος της συνεργασίας. Δε θα πρέπει όμως να λησμονούμε πως στο ενεργειακό άνοιγμα της ακροδεξιάς πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι, αλλά και στο πλαίσιο των συνεργασιών της με χώρες όπως τα Εμιράτα, η Αίγυπτος, ακόμη και το Ισραήλ, το πάντα πλούσιο σε κοιτάσματα, που όμως οι εμφύλιοι τα αφήνουν κατά πολύ ανεκμετάλλευτα και ύποπτα στις «ανταλλαγές» τους Σουδάν αποτελεί σημαντικό πούλι στη σκακιέρα της. Η εναλλακτική «οδός της ενέργειας» που εγκαινίασε η Ιταλία με τον Μάριο Ντράγκι και συνεχίζει η Μελόνι, αλλά και η θέση του Σουδάν κοντά στη σφαίρα επιρροής της Ρώμης στο Κέρας της Αφρικής, όπως και ο ρόλος του ως «κυματοθραύστης» και «αποθετήριο» των μεταναστευτικών ροών στις γειτονικές εμφύλιες συγκρούσεις, δικαιολογούν το έντονο ενδιαφέρον της ευρωπαϊκής για την αφρικανική χώρα.
Ένα ενδιαφέρον που έρχεται από παλιά, καθώς μνημόνιο για τη διαχείριση των μεταναστευτικών ρευμάτων και ελέγχου των συνόρων υπογράφηκε με το Σουδάν και στις 3 Αυγούστου 2016. Τότε υπέγραφαν ο γενικός διευθυντής Δημόσιας Ασφάλειας και υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ για την ασφάλεια της κυβέρνησης Ρέντσι Φράνκο Γκαμπριέλι και ο Μινίτι, ως Υπουργός Εσωτερικών εκείνη την εποχή. Στη θέση του Σουδανού ομολόγου του ήταν ο τοτινός αρχηγός της αστυνομίας, στρατηγός Χασίμ Οσμάν ελ Χουσέιν, έμπιστος του δικτάτορα αλ Μπασίρ, που από τις 30 Ιουνίου 1989 κατηγορείτο από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για γενοκτονία και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Βέβαια, τέτοιες κατηγορίες συγχωρούνται μπροστά στα έννομα κρατικά συμφέροντα και οι συμφωνίες ισχύουν σε κάθε περίσταση -όπως και σήμερα εν μέσω του εμφυλίου. Σε αυτήν τη συμφωνία προβλέπεται ένα ευρύ φάσμα μέτρων για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της εμπορίας ανθρώπων. Σε αυτό περιλαμβάνεται η πρακτική άσκηση δυνάμεων και ανταλλαγές εμπειρογνωμόνων, δραστηριότητες κατάρτισης, προμήθεια οχημάτων και εξοπλισμού· και από κοινού διαχείριση των επιστροφών και υπηκόων τρίτων χωρών. Η Ρώμη αναλαμβάνει επίσης να χρηματοδοτήσει αναπτυξιακά προγράμματα, κυρίως υπέρ των στρατοπέδων που «φιλοξενούν» πάνω από ενάμιση εκατομμύριο πρόσφυγες και εκτοπισμένους.
Η τελευταία ανθρωπιστική αποστολή του ιταλικού υπουργείου Εξωτερικών χρονολογείται στις 2-5 Αυγούστου 2022 στους καταυλισμούς Ουμ Ρακούμπα και Τουνιάμπαχ, 230 χιλιόμετρα από το Γκεντάριφ. «Επιβεβαιώνουμε την ισχυρή δέσμευσή μας υπέρ όχι μόνο των προσφύγων, αλλά και των τοπικών κοινωνιών που υποδέχονται πρόσφυγες στο Σουδάν, με στόχο τη σταθεροποίηση των ροών με μακροπρόθεσμες λύσεις» ανέφερε το υπουργείο στη σχετική ανακοίνωσή του.
Βέβαια, την ίδια μέρα με τη συμφωνία για την ανθρωπιστική αποστολή αναχωρούσαν για το Σουδάν δεκάδες Ιταλοί στρατιώτες με ιδιωτικό αεροσκάφος. Στόχος τους; Να εκπαιδεύσουν τον πρώην Janjaweed, τους Άραβες πολιτοφύλακες που είχαν στρατολογηθεί στον πόλεμο του Νταρφούρ και κατόπιν ανακυκλώθηκαν στις Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης του τωρινού διεκδικητή της εξουσίας Χεμέντι. Αυτό είχε συμφωνηθεί με τον Αντιπρόεδρο σε σύνοδο κορυφής στις 12 Ιανουαρίου 2022 με μία υψηλόβαθμη αντιπροσωπεία του Τμήματος Πληροφοριών του ιταλικού Συμβουλίου Ασφαλείας. Σύμφωνα με πληροφορίες, επικεφαλής της ιταλικής επιτροπής ήταν ο στρατηγός Τζοβάνι Καραβέλι (από τις 16 Μαΐου 2020 διευθυντής της AISE, της Υπηρεσίας Εξωτερικών Πληροφοριών και Ασφάλειας) και ο Αντισυνταγματάρχης Αντόνιο Κολέλα. Σκοπός η εκπαίδευση των Janjaweed, ώστε επισήμως να εμποδίζουν μεταναστευτικές ροές προς τη Μεσόγειο και την Ευρώπη μέσω του Σουδάν και της Λιβύης.
Την αποστολή των ιταλικών μυστικών υπηρεσιών είχε αποκαλύψει εξάλλου και η εφημερίδα Αλ Σαρκ του Κατάρ. Ενός κράτους εχθρικού προς τις μεγάλες συμμάχους του Σουδάν, τη Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα. Τις δυο χώρες που μαζί με την Αίγυπτο αποτελούν τις προστάτιδες δυνάμεις της στρατιωτικής χούντας, που συστηματικά καταπνίγει τον κοινωνικό αναβρασμό και τις διεκδικήσεις για πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα στο Σουδάν, που άλλωστε αυτός απετέλεσε και την αφορμή για την πτώση του Μπασίρ. Βέβαια, οι τρείς αυτές χώρες δείχνουν ένα ενδιαφέρον για το Σουδάν ανάλογα με τα συμφέροντά τους. Που δεν είναι ούτε λίγα, ούτε κι αμελητέα.
Η Αίγυπτος φοβάται πως μία κοινωνική έκρηξη στο Σουδάν θα δημιουργήσει συνθήκες για την ανάδυση ισλαμιστικών κινημάτων ανάλογων της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, με την οποία βρίσκεται σε διαρκή σύγκρουση και η οποία μπορεί να αποκτήσει νέο ορμητήριο στη γειτονική τούτη χώρα. Η Αίγυπτος βρέθηκε στο επίκεντρο της σύγκρουσης, όταν οι δυνάμεις της RSF κατέλαβαν την αεροπορική βάση Μερόβε στο βόρειο Σουδάν και συνέλαβαν 27 Αιγύπτιους στρατιώτες που βρίσκονταν εκεί για κοινή εκπαίδευση, για να τους ελευθερώσουν αργότερα στην αιγυπτιακή πρεσβεία στο Χαρτούμ. Το Κάιρο έχει καλλιεργήσει σταθερές σχέσεις με τις τακτικές ένοπλες δυνάμεις, εν αναμονή μιας πιθανής σύγκρουσης με την Αιθιοπία που συνδέεται με τη διαμάχη για το φράγμα που κατασκευάστηκε ανάντη στον Γαλάζιο Νείλο από την Αντίς Αμπέμπα. Ωστόσο, η αδυναμία της αιγυπτιακής οικονομίας, επικίνδυνα στα πρόθυρα κρίσης, και η επιμονή της ισλαμιστικής εξέγερσης στο Σινά συμβουλεύουν τον Αλ Σίσι να μην εμπλέκεται σε άσκοπες περιπέτειες.
Από την πλευρά τους, οι δύο συμμαχικές μοναρχίες στον Περσικό Κόλπο, που στηρίζουν τη στρατιωτική «μεταβατική» κυβέρνηση, ανησυχούν για την πορεία των συμφερόντων τους στο Σουδάν για πολλαπλούς λόγους. Ο ένας είναι οικονομικός, μιας και το Σουδάν αποτελεί μία από τις σημαντικότερες χώρες από τις οποίες το Ριάντ και το Αμπού Ντάμπι αλλά και άλλες πολυεθνικές, με τις ευλογίες του ΔΝΤ από το 1979 κιόλας, έχουν αποδυθεί στο διαγούμισμα της σουδανικής επικράτειας για να «αρπάξουν γαίες» (landgrabbing) καλλιεργήσιμες για τη διατροφική εξασφάλιση των κατοίκων τους. Η αρπαγή γαιών έχει συντελεσθεί τις τελευταίες δεκαετίες είτε με κρατικές συμβάσεις (εξαγορά ή μακροχρόνιο leasing αντί πινακίου φακής και διαφθοράς), είτε με κάθε είδους επιθετικές πολιτικές (εκβιασμοί, διώξεις, εξαναγκασμοί μέσω αποκλεισμού σε ύδρευση ή από τις αγορές κλπ). Επιπλέον, μία αναταραχή στο Σουδάν και μία πιθανή άνοδος του ισλαμιστικού κινήματος, θα φέρει αλυσιδωτές αντιδράσεις στην περιοχή, περνώντας από το γειτονικό Τσαντ, που μπορεί να φθάσουν στις ευαίσθητες περιοχές της Μαυριτανίας. Εκεί όπου οι δύο χώρες διατηρούν σημαντικά οικονομικά συμφέροντα, καθώς έχουν αποκτήσει τη χρήση των λιμενικών υποδομών, την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου και του ορυκτού πλούτου. Ταυτόχρονα η Μαυριτανία τα τελευταία χρόνια έχει αναδειχθεί σε προκεχωρημένη γραμμή στη διεθνή μάχη κατά της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας.
Όμως ο δεύτερος, πολιτικός, λόγος της στήριξης της χούντας είναι σημαντικότερος ακόμη. Τον Απρίλιο του περασμένου έτους η Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα χορήγησαν μία ένεση οξυγόνου 500 εκατ. στο Χαρτούμ. Το αντάλλαγμα ήταν η υποστήριξη που παρείχε το Χαρτούμ στην πολυαίμακτη στρατιωτική επιχείρηση των δύο αραβικών κρατών εναντίον των Χούθι στην Υεμένη, που στηρίζονται από το Ιράν. Άλλωστε τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν επισημανθεί από πολλές πηγές, συμπεριλαμβανομένου του πρώην αρχηγού των υπηρεσιών πληροφοριών του Σουδάν, Σαλάχ Γκος, ότι ουσιαστικά κινούν τα νήματα πίσω από τις δυνάμεις RSF του Χεμέντι. Το Άμπου Ντάμπι, όπως και η Σαουδική Αραβία, όταν οι δύο σημερινοί αντίπαλοι ήσαν ακόμη σύμμαχοι, πουλούσαν όπλα και στους δύο και στρατολόγησαν δεκάδες χιλιάδες άνδρες από το Σουδάν για να πολεμήσουν στην Υεμένη ενάντια στους Χούθι για λογαριασμό των εκάστοτε κυβερνήσεων που υποστήριζαν.
Μια πλήρης αποσταθεροποίηση της χώρας θα έβλαπτε σοβαρά τα συμφέροντα των ΗΑΕ και της Σαουδικής Αραβίας. Το Άμπου Ντάμπι, για παράδειγμα, έχει δεσμευτεί σε μια επένδυση 6 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τη δημιουργία μιας αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων στο Σουδάν, ενώ το Ριάντ στην παρούσα περίσταση πρέπει να διαχειρισθεί χιλιάδες πρόσφυγες που διέσχισαν το Ερυθρά Θάλασσα για να ξεφύγουν από τη σύγκρουση ανάμεσα στους δύο αντιπάλους.
Επιπλέον η προσπάθεια για τη μείωση της επιρροής του Ιράν στην πολυτάραχη περιοχή της Ανατολικής Αφρικής είναι πρωτεύουσας σημασίας για τη Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα, αλλά και τον convidado de piedra στην ιστορία αυτή: το Ισραήλ. Όπως έχουν αποκαλύψει δημοσιεύματα στην εφημερίδα Haaretz, Ισραηλινοί αξιωματούχοι των μυστικών υπηρεσιών είχαν επισκεφθεί το Σουδάν πριν από το πραξικόπημα ανατροπής του Μπασίρ και μεθόδευσαν την «ομαλή» μετάβαση από το κίνημα διαμαρτυρίας στην στρατιωτική «μεταβατική» χούντα. Το Σουδάν είναι, μαζί με το Μαρόκο, από τις μόνες Μουσουλμανικές χώρες που έχουν «ευλογήσει» τις συμφωνίες του Αβραάμ και όπως και στην περίπτωση του Ραμπάτ θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως κερκόπορτα για τη διατήρηση πλαγίων σχέσεων ανάμεσα σε αραβικές χώρες και το Τελ Αβίβ, όσο μένει ανοικτό το ζήτημα της Κατοχής της Παλαιστίνης.
Και φυσικά όλοι αυτοί οι παίκτες ανησυχούν πως η αναταραχή στο Σουδάν θα ενισχύσει δύο άλλους ισχυρούς «παρείσακτους» τα τελευταία χρόνια στο πολιτικό και οικονομικό γίγνεσθαι της αφρικανικής χώρας: την Κίνα και τη Ρωσία. Το Πεκίνο είναι ο μεγαλύτερος αγοραστής σουδανικού πετρελαίου και, πιστό στην τακτική της ήπιας διείσδυσής του, αποτελεί προνομιακό επενδυτή στις βασικές υποδομές της χώρας, τις μεταφορές και εξάγει καταναλωτικά είδη και οπλισμό. Από τη δική της πλευρά η Μόσχα έχει συμπήξει σημαντικές στρατιωτικές συμφωνίες, τόσο για την πώληση όπλων, όσο και για την εκγύμναση στρατιωτικών δυνάμεων ή την αποστολή μισθοφόρων, όπως οι Βάγκνερ. Υποβοηθούμενη από το ανερχόμενο αντι-δυτικό πνεύμα στις χώρες της κεντρικής Αφρικής, η Μόσχα έχει αναπτύξει μία συγκεκριμένη και στοχευμένη διπλωματική στρατηγική για την εξεύρεση νέων συμμαχιών. Μάλιστα η Μόσχα ακόμη συζητεί το ενδεχόμενο να εγκαταστήσει ναυτική βάση της κοντά στο Πορτ Σουδάν, πράγμα που έχει προκαλέσει τη μήνιν των ΗΠΑ και τις παρεμβάσεις της τόσο στον Αλ Μπούρχαν, όσο και στον Χεμέντι για να αποτραπεί αυτό το ενδεχόμενο. Βέβαια, όπως και η Σαουδική Αραβία, τα Εμιράτα και η Αίγυπτος ή το Ισραήλ, έτσι και η Μόσχα και το Πεκίνο ουδεμία επιθυμία τρέφουν για αλλαγή του ισχύοντος status quo στη χώρα και μετάβαση σε μία πολιτική διακυβέρνηση.
Κι εδώ πάλι υπεισέρχεται ο –υπό τη χλαμύδα των δικών της συμφερόντων- νέος και αναβαθμισμένος ρόλος της Ιταλίας, νέος και αναβαθμισμένος ρόλος της Ιταλίας, ως σημαιοφόρος του Νεοατλαντισμού, όχι μόνον στην Ευρώπη. Στο πλαίσιο των «επιχορηγούμενων» από την Ουάσιγκτον πρωτοβουλιών που έχει αναπτύξει η Μελόνι για την απομόνωση της Ρωσίας και της Κίνας (προσέγγιση με Τουρκία, Ινδία, Αίγυπτο, Ισραήλ, Ειρηνικό), η εμπλοκή της Ρώμης στη σύρραξη του Σουδάν ξεπερνά την ανησυχία για τα μεταναστευτικά ρεύματα. Για την Ουάσιγκτον, ο πόλεμος κατά της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας έχει δευτερεύουσα σημασία σε σχέση με την μείωση της επιρροής που αποκτούν στην περιοχή της κεντρικής Αφρικής η Κίνα και η Ρωσία.
Δεν είναι τυχαίο που η Ρώμη επιλέγει να στηρίξει τους «διαβόλους στα άλογα» Janjaweed, παρά τη γενοκτονία που είχαν εξαπολύσει στον πόλεμο του Νταρφούρ. Είναι η δύναμη στο Σουδάν που περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη έχει καταφέρει να αντλήσει ευρωπαϊκά κεφάλαια για την καταπολέμηση των λαθρεμπόρων μεταναστών. Άλλωστε είχαν συστήσει και μία εκστρατευτική δύναμη στο εξωτερικό, πολεμώντας για τον στρατηγό Χάφταρ στη Λιβύη και στην Υεμένη για λογαριασμό της Σαουδικής Αραβίας. Με μια διογκωμένη στρατιωτική πυγμή 100.000 ανδρών στις τάξεις τους οι RSF, που οι Ιταλοί εκγυμνάζουν, αποτελούν δύναμη ισάξια με τον τακτικό στρατό. Κυρίως όμως, σε περίπτωση μίας ανατροπής του σκηνικού , είναι ίσως πιο πρόθυμες -έναντι αδρού ανταλλάγματος- να προστατεύσουν τα αντι-ρωσικά και αντι- κινεζικά συμφέροντα της Ιταλίας και της Ουάσιγκτον στην περιοχή, προστατεύοντας παράλληλα την «επένδυση» της Ρώμης, τόσο στον ενεργειακό, όσο και στον τομέα του μεταναστευτικού.