Η Νόνικα Γαληνέα άφησε την τελευταία της πνοή σε ηλικία 84 ετών, λίγες ημέρες πριν γιορτάσει τα γενέθλιά της.
Τη δυσάρεστη είδηση έκανε γνωστή η κοσμικογράφος Χριστίνα Πολίτη μέσα από το Instagram της.
«Αντίο αγαπημένη Nόνικα. Ήσουν πραγματικά one of a kind» έγραψε σημειώνοντας ότι η Νόνικα Γαληνέα ήταν ένας θρύλος.
Βιογραφικό
Η Νόνικα Γαληνέα, ηθοποιός με ιδιαίτερη παιδεία, αγωγή, εμφάνιση και ταλέντο, πρόσφερε για 50 χρόνια στο ελληνικό θέατρο, μέσα από εκλεκτά έργα και συνεργασίες με ιερά τέρατα της σκηνοθεσίας και της υποκριτικής τέχνης.
Γεννήθηκε στην Αθήνα σε εύπορη μεγαλοαστική οικογένεια, φοίτησε σε εξαιρετικά σχολεία της Ευρώπης (Φλωρεντία, Ελβετία, Λονδίνο) και σπούδασε υποκριτική και τραγούδι στο Weber Douglas School of Singing and dramatic art. Μετά τις σπουδές της έζησε για πέντε χρόνια στο Παρίσι, όπου και απέκτησε τρεις κόρες με τον πρώτο της σύζυγο, γιατρό Νίκο Μουτούση.
Η θεατρική σταδιοδρομία της ξεκίνησε το 1963 στην Αθήνα, όταν μετά από εξετάσεις προσελήφθη στο θίασο του Καρόλου Κουν και έπαιξε στις «Όρνιθες» του Αριστοφάνη. Με τον Κουν συνεργάστηκε ως το 1966 και στη συνέχεια με τον θίασο του Δημήτρη Μυράτ, και του Δημήτρη Χορν. Το καλοκαίρι του 1969 έπαιξε στον θίασο του Αλέκου Αλεξανδράκη, «Τα μεγάλα χρόνια», του Γ. Ρούσσου, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή, και το φθινόπωρο συνεργάστηκε με τον θίασο της Κατίνας Παξινού και του Αλέξη Μινωτή. Ακολούθησαν συνεργασίες με τον θίασο της Αντιγόνης Βαλάκου, των Βουτσά-Ρίζου-Κοντού, και Βουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ-Κατράκη. Στο μεταξύ, ο Αλέκος Αλεξανδράκης είχε γίνει ο σύντροφος της ζωής της και από το φθινόπωρο του 1971 ως το 1992, ανέβασαν, στον δικό τους πια θίασο, εκλεκτά έργα του ξένου ρεπερτορίου. Από το 1994 και μετά η Νόνικα Γαληνέα συνεργάστηκε με το Αμφιθέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου, με το Εθνικό Θέατρο, με το Μέγαρο Μουσικής, ενώ το 2003 ήταν η μοναδική Ελληνίδα ηθοποιός που έπαιξε στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου, ερμηνεύοντας Στρίνμπεργκ και Τ. Ουίλιαμς. Μέχρι το 2010 συνεργάστηκε και με το ΚΘΒΕ, καθώς και με το Σύγχρονο Θέατρο Αθήνας.
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1968 και μέχρι το 1972 συμμετείχε σε τέσσερις ταινίες, οι τρεις των οποίων της Φίνος Φιλμ. Από εκεί και πέρα, αφοσιώθηκε στο θέατρο και στη ζωή της που μοιράζεται στην Αθήνα και στο Λονδίνο. Ελάχιστη ήταν και η παρουσία της στην τηλεόραση, αφού συμμετείχε σε δυο μικρές σειρές («Παράξενος ταξιδιώτης» και «Δέκατο τρίτο Κιβώτιο»).
Πέρα από την υποκριτική τέχνη της, έχει μεταφράσει δεκαεπτά θεατρικά έργα και έχει γράψει δύο αυτοβιογραφίες της: «Η ζωή μου» (Λιβάνης, 2005), και «Επέστρεφε» (Ιανός, 2007).
Το 2006, βραβεύτηκε με το έπαθλο «Κυβέλη», για την προσφορά της στο ελληνικό θέατρο. Οι δύο από τις τρεις κόρες της, Αριέττα Μουτούση και Αμαλία Μουτούση, είναι σήμερα πολύ γνωστές ηθοποιοί.