Ακούει κανείς την τρέχουσα συζήτηση στο πλαίσιο της προεκλογικής περιόδου και απορεί για το μέγεθος της ήττας των κομμάτων της μείζονος και ελάσσονος αντιπολίτευσης έναντι της ΝΔ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, το ελληνικό ΑΕΠ ήταν το 2007 σε σταθερές τιμές δολαρίων 265,97 δισ. δολάρια. Το 2021 ήταν 201,2 δισ. δολάρια, δηλαδή η Ελλάδα είχε γίνει περίπου κατά 25% φτωχότερη, μετά από 14 χρόνια και μετά από τρία «σωτήρια» μνημόνια (με κάθε ένα εκ των τριών πρώτων κομμάτων να είναι ένοχο για τουλάχιστον ένα). Το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης, το 2009 ήταν 144% του ΑΕΠ, ενώ το 2021 ήταν 237,1%. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη Βουλή ο υπουργός Οικονομικών, τον Φεβρουάριο του 2023 το ποσοστό του ιδιωτικού χρέους ήταν 120,7% του ΑΕΠ. Το δε 63,4% του ιδιωτικού χρέους είναι ληξιπρόθεσμο. Το συνολικό (δημόσιο και ιδιωτικό χρέος) στην ελληνική οικονομία είναι 357% του ΑΕΠ. Έχουμε λοιπόν μια οικονομία που φτωχαίνει, η οποία παράγει σταθερά λιγότερο πλούτο από όσο πριν τα μνημόνια και ένα μεικτό χρέος το οποίο πνίγει τις παραγωγικές δυνάμεις στη χώρα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2023, ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός δεν ξεπερνά το 52% του συνολικού πληθυσμού. Πρόκειται για μια από τις χαμηλότερες επιδόσεις σε επίπεδο Ε.Ε. Σύμφωνα με τη σχετική έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, «το 2021 η Ελλάδα ανέκαμψε από το σοκ της πανδημίας, αν και το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ υπολειπόταν του επιπέδου του 2019 κατά περίπου 1%. Ωστόσο, συνυπολογίζοντας και το κόστος διαβίωσης, η Ελλάδα είχε το δεύτερο χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ε.Ε. Επιπλέον, ήταν το μόνο κράτος-μέλος στο οποίο το συγκεκριμένο μέγεθος βρισκόταν χαμηλότερα του αντίστοιχου επιπέδου του 2007 […] τον Μάρτιο του 2021 κατά μέσο όρο οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης απασχολούνταν το 76% του χρόνου εργασίας των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης, αλλά αμείβονταν μόλις με το 38% της αμοιβής των τελευταίων».»
Τα ενδιαφέροντα στοιχεία όμως δεν σταματούν εδώ. Το έλλειμμα εξαγωγών-εισαγωγών ήταν το 2022 μεγαλύτερο από ό,τι το 2010. Η ελληνική οικονομία μένει διαρκώς πίσω σε ό,τι αφορά την παραγωγική της δυνατότητα. Για να το πούμε και διαφορετικά: η Ελλάδα δεν διαθέτει κανενός είδους βιομηχανική πολιτική, ενώ ταυτοχρόνως παραμένει αδύναμη χρηματοπιστωτικώς και άρα εντελώς ευάλωτη σε οποιαδήποτε νέα όξυνση της παγκόσμιας έρπουσας οικονομικής και τραπεζικής κρίσης, μετά από μια δεκαετίας πίστης και όρκων στην ΤΙΝΑ και στο ευρώ. Την ίδια στιγμή αδυνατεί να αξιοποιήσει, ακυρώνει τις παραγωγικές της δυνάμεις. Τις φτωχοποιεί. Αυτά είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία που περιγράφουν την πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας και των κοινωνικών τάξεων στην Ελλάδα. Σε αυτά, δεν προσθέτουμε μια σειρά από άλλες προσλαμβάνουσες, οι οποίες πιο δύσκολα αποδεικνύονται μέσω στατιστικών, αλλά είναι εξίσου σημαντικές διότι αφορούν τη διαμόρφωση ενός τύπου ανθρώπου και κουλτούρας: μια αίσθηση διάχυσης της βίας στην ελληνική κοινωνία, το συναίσθημα της ανημπόριας, της απογοήτευσης και βέβαια την καταγεγραμμένη δημογραφική υποχώρηση.
Οι παραγωγικές σχέσεις στην Ελλάδα πνίγουν τις παραγωγικές δυνάμεις. Την ίδια στιγμή που ελάχιστες οικογένειες κερδοσκοπούν ληστρικά, η μεγάλη πλειοψηφία μαθαίνει να επιβιώνει σε ένα καθεστώς μιζέριας. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν αριστερό κόμμα και αν το ΚΙΝΑΛ ήταν σοσιαλιστικό ή έστω σοσιαλδημοκρατικό, θα κατέθεταν ένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης, με σταθερές, καλές δουλειές, με κεντρικό σχεδιασμό (αφού ο νεοφιλελευθερισμός έχει αποτύχει εδώ και πάνω από μια δεκαετία), με αναδιανομή του πλούτου και με αλλαγή του οικονομικού και κοινωνικού συσχετισμού εξουσίας. Αντιθέτως, όλα αυτά τα αφήνουν ανέγγιχτα και ασχολούνται με φόρους, για τους οποίους τα ίδια κόμματα υποστηρίζουν ότι έχουν σχεδόν μηδενική αξία. Ο πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ δίνει μάχη για τη φορολόγηση των μερισμάτων (αλλά, προς Θεού, όχι των κερδών έστω του πολύ μεγάλου κεφαλαίου), ενώ την ίδια στιγμή μας λέει ότι η πρότασή του αυτή οδηγεί σε μια ελάχιστη αύξηση της φορολογίας για ελάχιστες οικογένειες. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως και το ΚΙΝΑΛ, εξαγγέλλει φόρους στα υπερκέρδη των εταιρειών που κερδοσκοπούν εν μέσω ενεργειακής κρίσης, δηλώνοντας ταυτοχρόνως ότι τα μέτρα αυτά δεν θα έχουν και πολύ μεγάλη επίδραση και προφανώς όχι διαρκή. Ταυτοχρόνως, μια σειρά στελεχών τους δεν μπορούν να ξεκολλήσουν τα μυαλά τους από μερικούς από τους πλέον μισητούς φόρους της ελληνικής ιστορίας, όπως είναι ο ΕΝΦΙΑ, σε μια χώρα με τόσο εκτεταμένη μικροϊδιοκτησία.
Αντί να μιλούν για την πραγματική οικονομία, για τις παραγωγικές δυνάμεις και για τις σχέσεις παραγωγής, για το πώς θα παραγάγουμε πλούτο και θα τον αναδιανείμουμε, γκρεμίζοντας τους ολιγάρχες και ανασταίνοντας τους εργαζομένους και τους μικρομεσαίους, σιωπούν για όλα αυτά. Προδίδουν έτσι, ότι για τη βάση και την ουσία της οικονομίας δεν έχουν καμία ουσιαστική διαφωνία από την Δεξιά.
Πρόκειται για ήττα τους, την οποία στην πραγματικότητα προκάλεσαν τα ίδια αυτά κόμματα μέσα στην τελευταία, μνημονιακή δεκαετία. Δεν έπεισαν μόνο ένα μεγάλο μέρος του λαού, αλλά πείστηκαν και τα ίδια, ότι η πραγματική οικονομία, η νομισματική πολιτική και το μεγαλύτερο μέρος της δημοσιονομικής πολιτικής επιβάλλεται από τους «έξω» και τους «πάνω». Μόνο που μέσα σε τέτοιες συνθήκες, η ΝΔ δεν μπορεί να ηττηθεί, γιατί απλούστατα δεν αμφισβητείται η ουσία της πολιτικής της. Θα μπορούσε στην πραγματικότητα να αποδεχτεί τις προτάσεις του ΚΙΝΑΛ και τις περισσότερες του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να τροποποιήσει σε τίποτα τη στρατηγική της. Απλώς χρειάζεται και η Δεξιά να δημιουργεί σκιάχτρα. Όταν θα υπάρξουν κόμματα τα οποία θα μιλούν για την πραγματική οικονομία (μεταξύ άλλων), τότε θα αμφισβητηθεί η Δεξιά. Μέχρι τότε θα συνεχίζεται η φαρσοκωμωδία.