Με πρωτοφανείς ρυθμούς επιταχύνεται η υπερθέρμανση που οφείλεται σε ανθρώπινες δραστηριότητες υποστηρίζει μελέτη που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση EARTH SYSTEM SCIENCE DATA και στηρίζεται στις μεθόδους της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (Intergovernmental Panel on Climate Change – IPCC, Giec) των Ηνωμένων Εθνών.
«Κατά την περίοδο 2013-2022, η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη που προκλήθηκε από τον άνθρωπο έφθασε στο πρωτοφανές επίπεδο του άνω του +0,2 ° C σε επίπεδο δεκαετίας», συμπεραίνουν περί τους πενήντα έγκριτοι ερευνητές στην μελέτη.
«Είναι μια σκληρή υπενθύμιση της πραγματικότητας» σε σχέση με την επείγουσα επιταγή της μείωσης των παγκόσμιων εκπομπών CO2 και μεθανίου, ώστε να γίνει δυνατός ο περιορισμός της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη και των κινδύνων που προέρχονται από αυτήν», δήλωσε στους δημοσιογράφους η Γαλλίδα παλαιο-κλιματολόγος Βαλερί Μασόν-Ντελμότ που συμμετείχε στην μελέτη.
Η δημοσίευση σήμερα των νέων στοιχείων γίνεται σε μία αποφασιστικής σημασίας χρονιά για την κλιματική πολιτική, καθώς αναμένεται η δημοσίευση τον Σεπτέμβριο του πρώτου «παγκόσμιου απολογισμού» των δεσμεύσεων που έχουν αναλάβει οι χώρες για την εφαρμογή της συμφωνίας του Παρισιού, που προβλέπει τον περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη κάτω από τους 2 ° C και, ει δυνατόν, κάτω από τον +1,5 ° C, σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή.
Ομως, η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη που προκλήθηκε από τις δραστηριότητες του ανθρώπου, και κατά βάσιν από την χρήση των ορυκτών καυσίμων (άνθρακα, πετρελαίου, φυσικού αερίου) έχει ήδη φθάσει στον + 1,14 ° C κατά την περίοδο 2013-2022 και στον +1,26 ° C το 2022, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της μελέτης.
Οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι η ανθρωπότητα βρίσκεται μπροστά σε μία κρίσιμη δεκαετία, καθώς το όριο του +1,5 ° C μπορεί να ισοφαρισθεί ή και να ξεπερασθεί τα 10 επόμενα χρόνια.
Στη μελέτη, το εναπομένον απόθεμα άνθρακα – η ποσότητα που μπορεί ακόμη να χρησιμοποιηθεί στον πλανήτη και εκφράζεται με την συνολική ποσότητα του CO2 που μπορεί ακόμη να εκπεμφθεί για να διατηρηθεί στο 50% η δυνατότητα περιορισμού της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη κατά +1,5 ° C – έχει υποδιπλασιασθεί σε σχέση με την μελέτη της Giec. Αυτό το «απόθεμα» είναι πλέον της τάξεως των 250 δισεκατομμυρίων τόνων, που αντιστοιχεί σε εκπομπές λίγων ετών με τον σημερινό ρυθμό.
Ο ρυθμός αυτός της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη προκαλείται από τις εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου σε επίπεδα ρεκόρ, που έχουν υπολογισθεί σε 54 δισεκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα ετησίως κατά την περίοδο 2012-2021. Εφθασαν στους 55 δισεκατομμύρια τόνους μόνο κατά την διάρκεια του 2021.
«Αυτό συνδέεται κυρίως με τις εκπομπές μεθανίου, N2O (πρωτοξειδίου του αζώτου που περιέχεται στα λιπάσματα) και σε άλλα αέρια που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου», εξηγεί ο Πιερ Φρίντλινγκτάιν, ενώ οι εκπομπές CO2 που συνδέονται με την χρήση ορυκτών καυσίμων ήταν λίγο πολύ σταθερές.
Στην αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη συνέβαλε επίσης η μείωση των μικροσωματιδίων στον αέρα, τα οποία έχουν ψυκτική δράση. Πρόκειται για μία παράδοξη βραχυπρόθεσμη συνέπεια που οφείλεται στη μείωση της χρήσης του άνθρακα.