Η στρατηγική του Κυριάκου Μητσοτάκη (και των Αμερικανών συμβούλων του) είναι σαφής. Θέλει αυτοδύναμη και παντοδύναμη τη Δεξιά και, με τα παρόντα εκλογικά και πολιτικά δεδομένα (επιπλέον, και με τον σχεδόν πλήρη έλεγχο στα μέσα ενημέρωσης και την απουσία οργανωμένης στη βάση Αριστεράς) θα το πετύχει, έστω και προκαλώντας τρίτη εκλογή.
Η σημερινή Νέα Δημοκρατία έχει πολύ μικρή σχέση με το τι αντιπροσώπευσε αυτό το κόμμα στο παρελθόν. Εκφράζει ένα είδος καθεστωτικής «αντι-μεταπολίτευσης», κινείται σε κατεύθυνση συχνά εντελώς αντίστροφη προς το κόμμα που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Κρινόμενη στη βάση όχι των δικών μας αντιλήψεων και προτιμήσεων, αλλά των πεπραγμένων της, είναι μακράν η χειρότερη κυβέρνηση, τουλάχιστο μετά τη μεταπολίτευση του 1974, αν όχι και πιο πριν, για όσους δεν θέλουν για διάφορους λόγους να βάζουν το κεφάλι τους στην άμμο.
Η τυχόν επικράτησή της (και πολύ περισσότερο με μεγάλη διαφορά από το δεύτερο κόμμα και με ενισχυμένη πλειοψηφία στη Βουλή) θα αποτελέσει μείζονα ηθική ήττα του Ελληνισμού, γιατί θα επιβραβεύσει άμεσα μια σειρά από πολύ μεγάλα σκάνδαλα. Σε καμιά δυτική χώρα δεν θα επιβίωνε πάνω από 15 μέρες μια κυβέρνηση αν αποκαλυπτόταν ότι παρακολουθούσε τους πάντες. Μια νίκη της ΝΔ θα θέσει σε κίνδυνο όσα δημοκρατικά δικαιώματα έχουν επιβιώσει στη χώρα και, μαζί τους, την όποια εθνική και κοινωνική συνοχή έχει απομείνει (δεν είναι ασφαλώς τυχαία ούτε η δήλωση Γεωργιάδη περί 180 βουλευτών για να αναθεωρηθεί το Σύνταγμα, ούτε και οι απειλές στελεχών της ΝΔ να κλείσουν τα «φιλορωσικά σάιτ» μετά τις εκλογές της 25ης Ιουνίου). Θα προκαλέσει πολύ μεγάλη, ανεπανόρθωτη ζημιά στη ζωή εκατομμυρίων συμπολιτών μας. Θα σημάνει την απώλεια της τελευταίας ίσως πιθανότητας μιας έστω και μικρής οικονομικής και κοινωνικής ανάταξης της χώρας με τα κονδύλια της Ε.Ε. και θα δώσει τη χαριστική βολή στο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Θα ολοκληρώσει την ήδη πολύ προχωρημένη παράδοση της Ελλάδας στην εγχώρια και ιδίως ξένη ολιγαρχία και στις ξένες δυνάμεις που μας διαφεντεύουν.
Μια νίκη της σημερινής ΝΔ κινδυνεύει να ολοκληρώσει τον ήδη προχωρημένο μετασχηματισμό του ελληνικού κράτους σε δυτική (αυτοκαταστρεφόμενη και λεηλατούμενη) αποικία, επιταχύνοντας τη μετατροπή των πολιτών σε ραγιάδες και αποτελώντας σταθμό προς μια «Ελλάδα χωρίς Έλληνες», την κατά Μίκη Θεοδωράκη επιδίωξη των εφαρμοζομένων στη χώρα προγραμμάτων διάσωσης (δηλαδή καταστροφής) μετά το 2010.
Η μόνη, έστω μικρή πιθανότητα, να αποτραπεί αυτό το σενάριο, υπό τις παρούσες συνθήκες θα ήταν μια κυβέρνηση συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ. Προφανώς λίγοι Έλληνες σήμερα έχουν μεγάλη εμπιστοσύνη στα δύο αυτά κόμματα, αλλιώτικα δεν θα βρισκόμαστε στην κατάσταση που βρισκόμαστε. Πολλοί προσάπτουν ορθώς και στα δύο κόμματα ότι δεν υπήρξαν συνεπή στις βασικές υποσχέσεις τους προς τον ελληνικό λαό και τον πρόδωσαν, για αυτό και θέλουν να τα τιμωρήσουν. Μόνο που η «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης» λέει ότι, στις σημερινές συνθήκες, κινδυνεύουν να τιμωρήσουν περισσότερο τον εαυτό τους, παρά αυτά τα κόμματα.
Δεν γνωρίζω τι μπορούν και τι θα θελήσουν να κάνουν ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση και δεν τους έχω καμιά εμπιστοσύνη. Στο παρελθόν δεν δίστασα να ασκήσω σφοδρότατη κριτική στις ηγεσίες τους, όταν ο Γιώργος Παπανδρέου και ο Αλέξης Τσίπρας ήταν (ή τουλάχιστον φαίνονταν να είναι) παντοδύναμοι και, ιδίως η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αντιμετώπισε αυτή την κριτική με την ιδιαίτερη μισαλλοδοξία που τη διακρίνει έναντι όσων αμφισβητούν ή επικρίνουν τη μία ή την άλλη επιλογή της. Δεν αναιρώ ούτε λέξη από ό,τι έχω πει και έχω γράψει και φοβάμαι ότι, δυστυχώς, όσα είπα και έγραψα επιβεβαιώθηκαν πανηγυρικά.
Αυτό που ξέρω όμως επίσης με σιγουριά είναι ότι δεν μπορεί μια τέτοια κυβέρνηση συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ να είναι χειρότερη από μια κυβέρνηση της σημερινής ΝΔ, που μοιάζει να αντιπροσωπεύει, στις σημερινές συνθήκες, περίπου το «απόλυτο κακό». Αν έδρασε όπως έδρασε αυτή η κυβέρνηση παρά τις εκλογές που είχε μπροστά της, εύκολα φανταζόμαστε τι θα πράξει αν επιδοκιμαστεί για τα έργα της στις εκλογές.
Η παρακμή των ιστορικών αριστερών, κεντροαριστερών και πρώην αντιμνημονιακών κομμάτων θα ήταν πολύ θετική αν συνέβαλε στην αναμόρφωση της ελληνικής αριστεράς και κεντροαριστεράς και στην εμφάνιση ενός σοβαρού και αξιόπιστου «αντιαποικιακού» (στο σημείο που φτάσαμε!), «δημοκρατικού», «κοινωνικού», «εθνικού» κινήματος. Στις σημερινές συνθήκες, όμως, αυτή η «αναδιάταξη» του πολιτικού συστήματος τείνει να ενισχύσει τις πιο επικίνδυνες και ολοκληρωτικές τάσεις του.
Ωστόσο ο κ. Ανδρουλάκης, παρόλο που κατά καιρούς λέει και κάτι εναντίον του Μητσοτάκη και της ΝΔ, έχει το βασικό του μέτωπο προς την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ. Μοιάζει ευτυχής γιατί απέσπασε λίγες μονάδες παραπάνω και ξεχνάει ότι ηγείται ενός ιστορικού κόμματος που κυβέρνησε την Ελλάδα πολλές δεκαετίες και αποσπούσε συχνά πάνω από 40% της ψήφου. Μοιάζει να έχει προκαταβολικά αποδεχθεί ότι η ΝΔ θα είναι ο απόλυτος νικητής των επόμενων εκλογών και, με αυτό τον τρόπο, την βοηθάει να το πετύχει.
Tα προεκλογικά προγράμματα ΠΑΣΟK και ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν τέτοιες διαφορές που να δικαιολογούν άρνηση συνεργασίας. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Ούτε άλλωστε αυτά που ακούσαμε από τα δύο κόμματα στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας έπεισαν κανένα ότι τα χωρίζει άβυσσος. Αμφότερα διεκδικούν την κληρονομιά της λεγόμενης «δημοκρατικής παράταξης» και υποστηρίζουν ότι είναι «σοσιαλδημοκρατικά» και, άρα, δεν μπορεί παρά να τα ενώνει η κοινή αντίθεση προς τις ακραίες νεοφιλελεύθερες πρακτικές των καπιτα-ληστών της ΝΔ, όπως ασφαλώς και η κοινή αντίθεση στον ολοκληρωτισμό του καθεστώτος (παρακολούθηση των πάντων, ολοκληρωτικός έλεγχος των μέσων ενημέρωσης), όπως και στην κατεδάφιση των τελευταίων υπολειμμάτων των μεγάλων κατακτήσεων του ελληνικού λαού, όπως του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ).
Επαναλαμβάνουμε: Δεν ελπίζουμε ότι μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ θα μπορέσει/θελήσει να αντιμετωπίσει τα μεγάλα προβλήματα της χώρας και τις περίπου «υπαρξιακές» απειλές κατά του ελληνικού λαού. Λόγω όμως των κοινωνικών και ιδεολογικών δεσμών και αναφορών τους, λόγω της ιστορίας τους ακόμα, τα δύο αυτά κόμματα μπορούν πιθανώς να δράσουν ως ένα ανάχωμα προς τις πιο καταστροφικές τάσεις του συστήματος, να επιβραδύνουν αν μη τι άλλο την πορεία προς την καταστροφή του ελληνικού λαού. Και σε καμιά περίπτωση, δεν θα είναι μια κυβέρνηση χειρότερη από αυτή της ΝΔ.
Επιπλέον, μια ενδεχόμενη απόφασή τους να συνεργαστούν θα δώσει θάρρος και κουράγιο στην αποθαρρυμένη και απελπισμένη σήμερα πλειοψηφία του ελληνικού λαού που είναι αντίθετη στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Πολύ περισσότερο αν συνοδευτεί από μια προσπάθεια της τελευταίας στιγμής έστω, να γίνει επιτέλους κάποια συζήτηση για τα πεπραγμένα της ΝΔ και για το τι προτίθεται να κάνει αν ξαναπάρει την εξουσία. Γιατί μέχρι τώρα το μόνο που δεν συζητήθηκε ήταν τα προβλήματα της χώρας και προτάσεις για την αντιμετώπισή τους. Το σύστημα των μέσων ενημέρωσης (βοηθούσης και της πολιτικής ανικανότητας της αντιπολίτευσης) κατάφερε να συζητάει μόνο τα υπαρκτά ή και τα ανύπαρκτα ελαττώματα του ΣΥΡΙΖΑ.
Επομένως η άρνηση συνεργασίας, για να αποτραπεί ό,τι μπορεί ακόμα να αποτραπεί από τις καταστροφές που έρχονται, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί πολιτικά. Η επιμονή του ΠΑΣΟΚ σε μια τέτοια άρνηση, που εξασφαλίζει τη νίκη του κ. Μητσοτάκη, ακόμα και αν δεν πιστέψουμε όσα κυκλοφορούν για σκοτεινές συμφωνίες και εκβιασμούς, θυμίζει, τηρουμένων των αναλογιών, τη στρατηγική που εφήρμοσε η Αριστερά στο παρελθόν κατά του ΠΑΣΟΚ. Όταν το 1989 ΚΚΕ και Συνασπισμός συμμάχησαν, κατά τρόπο κυνικό και πολιτικάντικο, αδιαφορώντας για τις συνέπειες στο λαό και τη χώρα, με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη για να βάλουν φυλακή τον Ανδρέα Παπανδρέου και να διαλύσουν το κόμμα του, νομίζοντας ότι οι ψηφοφόροι είναι ιδιοκτησία των κομμάτων και ότι μπορούν να «διαμοιράσουν» με τη ΝΔ την εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ. Οι πολίτες δεν εκτίμησαν τότε αυτή την κακοήθη μανούβρα και για αυτό έστειλαν στο περιθώριο την κομμουνιστογενή αριστερά, όπου και θα ήταν ακόμα, αν δεν την είχε αναστήσει ο Γιώργος Παπανδρέου υπογράφοντας τα μνημόνια.
Το σημερινό ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ δεν μοιάζει να έχει καταλάβει ότι τα κόμματα και οι πολιτικοί υπάρχουν και όταν είναι κάπως χρήσιμα στους πολίτες που τα ακολουθούν, όχι μόνο στους ηγέτες τους ή τα διάφορα εγχώρια και διεθνή κέντρα που διαφεντεύουν την Ελλάδα όσο σπάνια στο παρελθόν. Χαίρεται και αγαλλιά για την πτώση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που αυτή η κατάσταση θα έχει για τον ελληνικό λαό (ανεξαρτήτως του ότι η ίδια η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έχει βαρύτατες ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση). Και δεν μοιάζει να είναι σε θέση να συμβάλλει, διατηρώντας ασφαλώς τις διαφορές του και επιβάλλοντας όσους λογικούς όρους θα μπορούσε στο πλαίσιο μιας διαπραγμάτευσης να επιβάλλει, στη διαμόρφωση μιας δημοκρατικής διεξόδου από τη σημερινή, επικίνδυνη κατάσταση στη χώρα. Έστω μερικής, έστω προσωρινής διεξόδου.
Αν συνεχίσει έτσι, κινδυνεύει στο τέλος, αντί να έχει «οφέλη» από την πτώση του ΣΥΡΙΖΑ, να θεωρηθεί από την ίδια την δική του εκλογική βάση ως συνυπεύθυνο και για την επανεκλογή της ΝΔ και για όσα θα συμβούν μετά από μια τέτοια επανεκλογή. Πάει για μαλλί και θα βγει κουρεμένη η ηγεσία αυτή, αν τουλάχιστο δεν αλλάξει έγκαιρα την πολιτική της.