Η σχεδόν γενική σιωπή του παγκόσμιου και φυσικά του ελληνικού Τύπου (εκτός ελαχίστων περιπτώσεων, που αφορούσαν την αναγγελία της) για τη Σύνοδο της Βιέννης για την Ειρήνη (10/11 Ιουνίου), αποδεικνύει πως στις σημερινές πολιτικο-στρατηγικές συγκυρίες η λέξη «ειρήνη» θεωρείται από τα «θεσμικά» όργανα της ενημέρωσης μία καταδικαστέα και συχνά διωκόμενη, έννοια. Ιδίως μετά την αμερικανο-κινούμενη σύρραξη στην Ουκρανία και την εισβολή του αυταρχικού εθνικιστή Πούτιν, όποιο και αν είναι το περιεχόμενό της και οι στοχεύσεις της, η επίκληση και μόνο της «ειρήνης» αρκεί για να στοχοποιήσει τον εκφορέα της, να σπιλώσει την εικόνα του, να τον ταυτίσει με τον «ρίψασπη», τον «προδότη», να τον χρίσει «εχθρό του λαού» και να τον εξοβελίσει στο περιθώριο και στην καταφρόνια.
Λίγη σημασία έχει για τα εξωνημένα ή τα τρομοκρατημένα (μην τυχόν και επικαλούμενα την ειρήνη, τα ταυτίσουν με τον Πούτιν) μέσα ενημέρωσης, εάν στη Σύνοδο συμμετείχαν όχι μόνον γνωστές προσωπικότητες του φιλειρηνικού κινήματος (Νόαμ Τσόμσκι, Όλιβερ Σακς), οργανώσεις, αλλά και εκπρόσωποι από πολλές κυβερνήσεις από 40 χώρες. Λίγο ενδιέφερε πως στο ίδιο βάθρο των ομιλητών βρέθηκαν ταυτόχρονα και συναδελφωμένοι στο αίτημά τους για ειρήνη, Ουκρανοί, Ρώσοι και Λευκορώσοι ομιλητές -διαφωνούντες ως επί το πλείστον με τα αυταρχικά κι ανελεύθερα καθεστώτα στις τρεις τούτες χώρες- που καταδίκασαν και την εισβολή, αλλά και τις δυτικές μεθοδεύσεις για την κλιμάκωση του πολέμου, μέχρι τελικής πτώσεως του αντιπάλου (όποιος κι εάν είναι τούτος). Η αγωνία πολλών διάσημων προσωπικοτήτων, αλλά και μεγάλων ή μικρότερων κινημάτων και οργανώσεων, δεν έφθασε -μεθοδευμένα- στα αυτιά του ευρέως κοινού.
Η σιωπή του δυτικού Τύπου, που έχει στοιχηθεί απόλυτα με τα νεο-ιμπεριαλιστικά συμφέροντα των ΗΠΑ κι όσον αφορά τα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης ακόμη και εις βάρος του μέλλοντος της ηπείρου και των λαών της, για ένα τέτοιο συνέδριο είναι φυσιολογική κατά έναν βαθμό. Γιατί πλέον ο Τύπος εξουσιάζεται απόλυτα από τα επιχειρηματικά συμφέροντα εκείνα, που στην περίπτωση της Ουκρανίας κερδοσκοπούν ανενδοίαστα εις βάρος της κοινωνίας και της ζωής των ανθρώπων -όχι μόνον στην εμπόλεμη περιοχή.
Ο πόλεμος γι’ αυτούς είναι η χρυσή ευκαιρία για κέρδος: Η ακρίβεια, ο πληθωρισμός, η ενεργειακή κρίση, οι στρατιωτικές δαπάνες, τα έργα «υποδομής» που τις σιγοντάρουν και τα νέα δίκτυα «μεταφορών» που εξυπηρετούν -όχι μόνο για τη διακίνηση αγαθών και πολιτών, αλλά για σύνδεση με τα στρατηγικά σημεία του νέου ανταγωνισμού- αλλά και οι θεσμικές συμφωνίες (όπως η πρόσφατη ASAP στο Ευρωκοινοβούλιο για νέους εξοπλισμούς της Ουκρανίας, επί πληρωμή από τους Ευρωπαίους πολίτες), αναδεικνύονται ως το «πατριωτικό» τίμημα που πρέπει να πληρωθεί για την «ελευθερία» και τη μαυλιστική bellum pro pacem ιδεολογία, που θέλει η ειρήνη να ταυτίζεται με την εξουδετέρωση του αντιπάλου. Ένα τίμημα, που καλύπτει τα καταχθόνια σχέδια.
Βέβαια, στη χορεία των «πεπλανημένων» (;) ή τους κατατρομοκρατημένους από τους πολεμοκάπηλους ήταν και η, αυστριακή Γενική Συνομοσπονδία Εργατών ÖGB, που σχεδόν την ύστατη στιγμή αρνήθηκε να διεξαχθεί στις εγκαταστάσεις της η Σύνοδος. Πιθανώς φοβούμενη για την κατακραυγή που θα ξεσήκωνε μία τέτοια συμμετοχή της στον Τύπο και τους πολιτικούς μηχανισμούς της χώρας που είναι μία από τους πλέον διαπρύσιους υποστηρικτές του πολέμου κατά της Ρωσίας. Η στάση των Αυστριακών συνδικαλιστών συμπυκνώνει τη γενικότερη ατολμία και τον τρόμο που διακατέχει ένα ολάκερο κίνημα, που διστάζει να διαλαλήσει ακόμη και το προφανές. Όπως στη διάρκεια του Συνεδρίου τόνισε, δίχως να κρύψει την πικρία της η Ρόζα Λόγκαρ της Women’s International League for Peace and Freedom: «Είναι λυπηρό που ο φιλειρηνικός κόσμος φοβάται να μιλήσει».
Η αμφιλεγόμενη και διστακτική στάση πολλών προσώπων και οργανώσεων, που δεν θα ήταν υπερβολή εάν λέγαμε πως έχουν «ευνουχισθεί», ενθαρρύνει τον μιλιταρισμό των δυνατών και τα πολεμοκάπηλα σχέδιά τους.
Εάν κάποτε, παρατηρούσαμε την εκκωφαντική σιωπή των παγκόσμιων κινημάτων για την ειρήνη στη Συρία, την αδιαφορία του κόσμου -που πριν κάποια χρόνια έβγαινε μαζικά στον δρόμο ενάντια στον πόλεμο στο Ιράκ- σήμερα για την περίπτωση της Ουκρανίας, η απουσία των κινημάτων και κυρίως ο παραπλανητικός διχασμός τους, η ευθυνοφοβία τους και ο καιροσκοπισμός τους πολλές φορές, πραγματικά υπάρχει φόβος να υπονομεύσουν ριζικά την εναλλακτική σκέψη και πράξη, τη λαϊκή αντίδραση για τα όποια πολεμοκάπηλα σχέδια απεργάζονται τα παγκόσμια μονοπώλια της δύναμης και του κέρδους. Η ατολμία των κινημάτων, αλλά και των πνευματικών ανθρώπων, συδαυλίζουν τον κομφορμισμό, τον φόβο και την αρπαξία του κόσμου απέναντι στην όποια προφανή αδικία ή τον κίνδυνο της καταστροφής.
Μη λησμονούμε πως το ειρηνευτικό κίνημα, στις ζοφερές εκείνες εποχές του Ψυχρού Πολέμου, που σε μεγάλο βαθμό είχαν συμπέσει και με το Κυνήγι Μαγισσών του Μακαρθισμού και της ψύχωσης ενάντια στην ΕΣΣΔ, προσέφερε καταφύγιο στην «ηθική συνείδηση» της κοινωνίας που καταπιεζόταν από την απειλή του πυρηνικού ανταγωνισμού και ολέθρου και την πόλωση: όποιος δεν συμφωνούσε με την κούρσα των εξοπλισμών κατατασσόταν στη μαύρη λίστα των κατασταλτικών μηχανισμών των τότε συντηρητικών κυβερνήσεων.
Τα κινήματα και οι πρωτοβουλίες, όπως πχ του Μπέρναρντ Ράσελ, έδωσαν όχι μόνο την ευκαιρία, αλλά και τη νομιμοποίηση στην κοινωνική βάση, έβγαλαν από την «παρανομία» και την αφάνεια τα λαϊκά προοδευτικά κινήματα. Παράλληλα, επέτρεψαν την αυτοοργάνωση και τη διεκδίκηση της ειρήνης και του αφοπλισμού, ως πρώτο βήμα για την συναδέλφωση των λαών, την ειρηνική συνύπαρξη και την κοινωνική δικαιοσύνη ως άμεση συνέπεια της παύσης των πολέμων. Το ειρηνευτικό κίνημα υπήρξε ο προάγγελος της μεγάλης κοινωνικής επανάστασης των νέων του ‘60 και ‘70, με κύριο άξονα της διαμαρτυρίας και των διεκδικήσεων τον πόλεμο στο Βιετνάμ.
Σήμερα στις νέες Ψυχροπολεμικές συνθήκες, με άδικους πολέμους να εμπλέκουν σε μία μίνι-παγκόσμια και άτυπη σύρραξη πολλές χώρες ταυτόχρονα (Υεμένη, Συρία, Ουκρανία), περισσότερο από ποτέ υπάρχει χρεία για ένα μαζικό κίνημα και κάλεσμα ειρήνης και προκαλεί εντύπωση η απουσία του.
Στο συνέδριο, άλλωστε ο Τσόμσκι ήταν ιδιαίτερα σαφής για την επιτακτική ανάγκη να ανατραπεί η πολεμόχαρη ιδεολογία: «Η ήττα της Ρωσίας στο πεδίο των μαχών είναι απίθανη, αντίθετα είναι πολύ πιθανό ο Πούτιν να αντιδράσει με κλιμάκωση. Η βασική θέση των ΗΠΑ είναι ότι ο πόλεμος πρέπει να συνεχιστεί, γιατί η Ουκρανία πρέπει να βρεθεί σε πλεονεκτική θέση, προκειμένου να διαπραγματευτεί. Η αλήθεια όμως είναι ότι (η χώρα) θα βρίσκεται σε ολοένα και δεινότερη κατάσταση, γιατί με αυτόν τον ρυθμό των επιχειρήσεων θα φθάσει στις διαπραγματεύσεις εντελώς κατεστραμμένη».
Παράλληλα, ο Όλιβερ Σακς, καυτηρίασε τα λάθη που επί 30 χρόνια διαπράττουν οι ΗΠΑ και η αλαζονεία τους: «Ήμουν σύμβουλος του Γκορμπατσόφ όταν οι ΗΠΑ δεσμεύονταν πως δεν θα διευρύνουν το ΝΑΤΟ. Δύο χρόνια αργότερα, η Ουάσιγκτον σχεδίαζε να επεκτείνει τη Συμμαχία στην Ουκρανία και τη Γεωργία». Και συνεχίζει υπενθυμίζοντας την επακόλουθη «καταστροφή με την ανατροπή του Γιανουκόβιτς» το 2014 και η «διαρκής άρνηση για κάθε διαμεσολάβησης». Για τον Σακς «το ΝΑΤΟ θα πρέπει να υποσχεθεί ότι δεν θα επεκταθεί, ώστε να επιτύχει την αποχώρηση των Ρώσων», προωθώντας «τη μόνη δυνατή λύση: την Ουκρανία ως ένα ουδέτερο κράτος».
Ακόμη και το οικολογικό κίνημα, που σε πολλές περιστάσεις (Πόρτο Αλέγκρε, Παρίσι, Σιάτλ) απετέλεσε άλλον έναν μοχλό μαζικής αντίδρασης στην καταστροφική και πολεμοχαρή (όχι μόνο με στρατιωτικά μέσα)πολιτική, σήμερα βρίσκεται εν μέρει απόν από τις μεγάλες προκλήσεις για την ειρήνη. Τη στιγμή που λογής οικολογικές οργανώσεις, από την light εκδοχή της απολίτικης Γκρέτα Τούνμπεργκ, έως τις περιστασιακές μαχητικές εκδοχές των No Tav, αξιώνουν από τις κυβερνήσεις να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους για τα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος, αδιαφορούν ωστόσο -κυρίως οι απολιτικές και «ρομαντικές» οικολογικές οργανώσεις- για την καταλυτική περιβαλλοντική καταστροφή, τη μόλυνση και τις μακροχρόνιες επιπτώσεις στο έδαφος, τον αέρα κι εν γένει το περιβάλλον που μία τέτοια μακροχρόνια σύρραξη προκαλεί. Κι όχι μόνον εντοπισμένα στο έδαφος της Ουκρανίας, αλλά δια της μεταφοράς των κλιματικών, υδάτινων συνεπειών και των υπολειμμάτων των φονικών και τοξικών υλικών που καταναλώνονται και χρησιμοποιούνται σε έναν πόλεμο (καύσιμα, χημικά, απεμπλουτισμένο ουράνιο κλπ) στο υπέδαφος και στην αγροτική παραγωγή. Κανείς δεν συνδέει σε μία αγωνιστική οικολογική διαμαρτυρία την καταστροφή του περιβάλλοντος και των πόλεων (που θα σωρεύσουν ακόμη περισσότερα επικίνδυνα, μη ανανεώσιμα υλικά, στο περιβάλλον).
Αλλά εξίσου παράξενο είναι πως, ενώ σε πάμπολλες χώρες -ιδίως της Ευρώπης, όπως Γαλλία, Βρετανία, Ισπανία, αλλά και στις ΗΠΑ του #MeToo και του BLM- δεκάδες χιλιάδες πολίτες ξεσηκώνονται, διεκδικώντας κοινωνικά, φυλετικά, ταυτοτικά, εργασιακά και οικονομικά δικαιώματα και δικαιοσύνη, το αίτημα της ειρήνης και της παύσης του καταστροφικού πολέμου στην Ουκρανία, όπως συνέβη και με τη Συρία παλαιότερα, δεν μπαίνει στο ριπίδι των αιτημάτων. Μόλο που οι κυβερνήσεις τους εμπλέκονται όλο και αμεσότερα σε αυτόν και μάλιστα, δίχως να έχουν άμεσο συμφέρον κι ενδιαφέρον, ενεργώντας περισσότερο ως μισθοφόρος των Αμερικανών.
Δυστυχώς, αποδεικνύει πως πέρα από την ατολμία, υπάρχει κι ένας «ατομισμός» των κινημάτων και των διεκδικήσεων, μία «περιστασιακότητά» τους και μία ασυμβατότητά τους. Όσο και αδυναμία να εκφραστεί ενιαία μία άποψη για το «δίκαιο», βασική προϋπόθεση για το ορθό μέτρο της ειρήνευσης, όπως και μία εγγενής ασυνεννοησία για την αντίληψη και την υλοποίηση της «δράσης». Απόλυτη έκφραση του «σχετικισμού» και των αξιών και των αιτημάτων, που νοθεύουν τις διεκδικήσεις και αποδυναμώνουν τους στόχους και την καθολικότητά τους, την οικουμενικότητα του περιεχομένου τους.
Η ειρήνη πλέον νοείται ως μία αφηρημένη, σχετική και, όπως φαίνεται, ανεπιθύμητη έννοια σε έναν ολοένα και πιο ανταγωνιστικό κόσμο (σε όλες του τις εκδηλώσεις, από την στρατιωτική ισχύ, έως την «αριστεία» και την αναζήτηση του ατομικού κέρδους), που διαρκώς αποθεώνει το bellum omnium contra omnes.