Από τον Μαρξ ξέραμε ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται: πρώτα ως τραγωδία και τη δεύτερη φορά ως φάρσα. Στην περίπτωση της πολιτικής νεκρανάστασης της Ζωής Κωνσταντοπούλου, που σηματοδότησε το ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό που συγκέντρωσε η «Πλεύση Ελευθερίας» στις πρόσφατες εκλογές του Μαΐου, είναι δύσκολο να διαλέξει κανείς ανάμεσα στον χαρακτήρα της ως φάρσας ή να καινοτομήσει, προκρίνοντας ότι η πρώτη φορά υπήρξε φάρσα και τώρα ζούμε την τραγική επανάληψή της. Ίσως όμως να είναι πιο εύκολο να επιλέξει κανείς έναν τρίτο δρόμο και να περιγράψει και τις δύο περιόδους της πολιτικής ανόδου της Ζωής Κωνσταντοπούλου ως φαρσοτραγωδία.
Την εποχή του πρώτου μεσουρανήματος της Ζωής Κωνσταντοπούλου (που και μόνο η δυσκολία να γράψεις σκέτο «Κωνσταντοπούλου» για να την περιγράψεις, λες και μια ζωική ορμή πρέπει να τίθεται διαρκώς ως επιθετικός προσδιορισμός, προοικονομεί ήδη αρκετά από την συνέχεια της αφήγησης), ο Θεόφιλος Τραμπούλης περιέγραφε μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Unfollow μορφές του γκροτέσκου ως πολιτικής κατηγορίας. Πιο πρόσφατα είχαμε τη χαρά να απολαύσουμε και στα ελληνικά το πώς ο Μαρκ Φίσερ ανέλυε το αλλόκοτο και το απόκοσμο στην τέχνη, αναδεικνύοντας το πολιτικό τους πρόσημο. Και οι δύο αυτές αναλυτικές οδοί θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην ανάλυση της δράσης της πολιτικού μας. Ποιος δεν θυμάται, φερ’ ειπείν, τον τρόπο που η τότε πρόεδρος της Βουλής, εξαντλώντας το γράμμα του κανονισμού εξόντωνε τη θεσμική διαδικασία λειτουργίας του κοινοβουλίου; Γκροτέσκα και αλλόκοτα, μετατρέποντας την ύψιστη διαδικασία της αστικής δημοκρατίας σε παρωδία, αναδείκνυε το μάταιο μιας διαδικασίας που βρίσκεται σε χρονική καθυστέρηση με την κοινωνική αναταραχή στους δρόμους. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, που αυτό το αλλόκοτο θέαμα ήταν ικανό να ανοίξει μια λαγουδότρυπα στο κεφάλι του πολίτη-θεατή, προκαλώντας τον να εντοπίσει την πολιτική σημασία αυτής της ανισορροπίας, λειτουργούσε τόσο θεαματικά επικαθορισμένο που κατέληγε στο αντίθετό του: τότε ακριβώς που η αστική δημοκρατία έμοιαζε γυμνή, η περφόμανς της Ζωής Κωνσταντοπούλου δημιουργούσε αντί για οργή αιδώ, την ανάγκη για ένα «ντύστε την, ντύστε την».
Αν η στάση της Ζωής Κωνσταντοπούλου τότε χαρακτηριζόταν από μια εμμονή στην κυριολεξία, η οποία εντούτοις δεν συνιστούσε ένα «πείραμα διάσπασης» της κοινωνικής δομής, όπως κάθε γονιός οκτάχρονου παιδιού ξέρει, αλλά μια πίστη στην αλήθεια του παιχνιδιού, η οποία κατέληγε κωμική, η σημερινή της χαρακτηρίζεται από το ακριβώς αντίθετο: Ένα άνοιγμα στη μεταφορά – ή μάλλον σε μια σειρά μεταφορών γύρω από την κεντρικότητα μιας καρδούλας που δεν σημαίνει κυριολεκτικά τίποτα. Ξέρουμε προφανώς ότι η πολιτική είναι ένα παιχνίδι κενών σημαινόντων, εδώ όμως που η Ζωή Κωνσταντοπούλου καινοτομεί είναι στο ότι δεν παίζει με κενά σημαίνοντα, αλλά με το κενό ως σημαίνον. Δεν είναι οι έννοιες της ελευθερίας, της αντίστασης, της ριζοσπαστικότητας κ.λπ. που εδώ επανανοηματοδοτούνται με τρόπο που τις ξεχωρίζει από τους πολιτικούς της αντιπάλους, αλλά το γεγονός ότι τη στιγμή που τις επικαλείται κλείνει το μάτι στο ότι δεν τους δίνει απολύτως κανένα νόημα.
Η πρόσφατη περίπτωση της συγκρότησης εκλογικής λίστας για τις επερχόμενες εκλογές είναι χαρακτηριστική. Η απόφαση της Ζωής Κωνσταντοπούλου να καταρτίσει τα ψηφοδέλτια όχι με βάση την σταυροδοσία των πρόσφατων εκλογών, αλλά επιλέγοντας στενούς της συνεργάτες δικαιολογήθηκε με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι η κυνική ομολογία ότι η σταυροδοσία ή ήταν τυχαία ή ήταν ύποπτη για τη μελλοντική σταθερότητα του κόμματος, καθώς η πιθανή εκλογή των κερδισμένων της πρώτης αναμέτρησης θα τους καθιστούσε ανοικτούς σε εξαγορά και φυγή. Κρίνοντας από παρόμοια περιστατικά δεν εντυπωσιάζεται κανείς από την κυνικότητα της παραδοχής: εξάλλου τα κόμματα αποτελούν τους κατεξοχήν τόπους ολιγαρχικής διαχείρισης, πόσο μάλλον τα προσωποκεντρικά. Παράλληλα, ωστόσο, και σε συμφωνία με τη «μαλακή» γραμμή που «περνάει» καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου στο κοινό, κατέφυγε σε μια μεταφορά: «ο αρχηγός είναι ο προπονητής της ομάδας, μπορεί κάποιους να τους αφήσει στον πάγκο – αλίμονο αν αυτοί επαναστατούσαν».
Το τι είδους προπονητής εννοεί διαφαίνεται από μια άλλη δήλωσή της στο Open, αποδίδοντας την επίθεση που δέχεται η «Πλεύση» (και με αφορμή τις αποχωρήσεις στελεχών) στο ότι είναι το «μόνο κίνημα στην Ελλάδα, και από τα λίγα στον κόσμο, που μιλάμε για την αγάπη. Η οποία διαχρονικά χτυπήθηκε και χτυπιέται και τώρα». Ο συνδυασμός του στυγνού πολιτικού κυνισμού με το κήρυγμα περί αγάπης συνδιαμορφώνει μια απόκοσμη επικράτεια, που περιβάλλεσαι από «προπονητές ζωής», καθόλα έτοιμους εντούτοις να σε πνίξουν στην, κατά τ’ άλλα ζεστή, αγκαλιά τους.
Έχει επισημανθεί πολλαπλώς και επαρκώς ο χαρακτήρας της «Πλεύσης» ως ενός κόμματος που κινούμενο στην προεκλογική εκστρατεία μακριά από την αρνητική κριτική, προβάλλοντας μια «θετική ενέργεια», καβάλησε σαν σέρφερ τα κύματα της αντιδραστικής κόπωσης της κοινωνίας, αλιεύοντας από μια δεξαμενή ψηφοφόρων που έχουν κουραστεί με τη βαριά πολιτική ανάλυση και τις λεπτομέρειες κουραστικών διαδικασιών και θέλουν και αναθέσουν την ψήφο τους σε κάτι που να δημιουργεί αν όχι ελπίδα, τουλάχιστον ευχάριστη διάθεση. Το ίδιο επαρκώς έχει αναλυθεί το πώς αυτό το «πέραν δεξιάς και αριστεράς» που επικαλείται η «Πλεύση», σε συνδυασμό με το ξεκάθαρα εθνικιστικό άνοιγμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου τον καιρό που δεν ήταν στα φόρτε της (με αποκορύφωμα τη στάση της στα συλλαλητήρια για τη Βόρεια Μακεδονία) άνοιξε τις πύλες του κόμματος στις πύλες του ανεξήγητου εθνικισμού.
Ο συνδυασμός των δύο, η μακάρια yolo αγάπη για όλους μαζί με την υιοθέτηση ενός συνωμοσιολογικού-ενάντια-στην-πατρίδα-κινδύνου δημιουργούν τον βαθύ φαρσοτραγικό ιδεότυπο ανθρώπου που ενσαρκώνει η Ζωή Κωνσταντοπούλου. Στα απόνερα του γενικευμένου ΤΙΝΑ (There Is No Alternative), όπου οι κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονται με τεχνικό τρόπο σε κλειστά γραφεία τεχνοκρατών, οτιδήποτε είναι ανορθολογικό μοιάζει και εναλλακτικό. Αγάπη και μίσος συνιστούν όχι ένα πάθος αλλαγής, αλλά ένα σύμφυρμα επιβίωσης σε μια φούσκα πίστης. Το γεγονός ότι από αυτή τη στάση δεν παράγεται κανένα πρόπλασμα ούτε αλλαγής του κόσμου, αλλά ούτε καν σκέψης για τις πραγματικές διαστάσεις του, είναι ο λόγος για το ελευθέρας που δόθηκε στη Ζωή Κωνσταντοπούλου να απολαύσει αφειδώς την παροχή τηλεοπτικού χρόνου, ο οποίος την εισήγαγε στο σαλόνι της μέσης ελληνικής οικογένειας. Εκείνης που μεταξύ του λιτού μεσημεριανού και του βραδινού σήριαλ θα βρει την καθησυχαστική απάντηση στο μίζερο ερώτημα «ζωή είν’ αυτή;»: Ναι, Κωνσταντοπούλου.