Τις τελευταίες τραγικές στιγμές πριν από το ναυάγιο ανοιχτά της Πύλου περιγράφει σε σημερινό της ρεπορτάζ της η ιταλική La Repubblica, εστιάζοντας στις τηλεφωνικές κλήσεις απόγνωσης των ανθρώπων που βρίσκονταν στο σαπιοκάραβο που ξεκίνησε το ταξίδι του από το Τομπρούκ της Λιβύης για να γίνει ο τάφος εκατοντάδων ψυχών. Παράλληλα, το ρεπορτάζ ρίχνει τα βέλη του στις ελληνικές αρχές, λέγοντας πως «οι Έλληνες είναι πολύ ικανοί στο να ικανοποιούν την επιθυμία των μεταναστών να φτάσουν στην Ιταλία». Σύμφωνα με το ιταλικό δημοσίευμα έγιναν 19 απελπισμένα τηλεφωνήματα μέσα σε 13 ώρες σε εθελοντές διάσωσης, το τελευταίο στις 00.46 τα ξημερώματα της Τετάρτης. Κλήσεις, οι οποίες έγιναν μερικές ώρες πριν η Ελλάδα και όλος ο κόσμος συγκλονιστεί με ένα από τα πλέον πολύνεκρα ναυάγια που έχουν συμβεί στη Μεσόγειο.
Οι επίσημοι νεκροί ανέρχονται στους 78 και οι διασωθέντες σε 104. Πολύ δύσκολο να μάθουμε πόσο πραγματικά θα ανέβει ο αριθμός των νεκρών όταν επιβεβαιωθούν οι μαρτυρίες πως στο αλιευτικό επέβαιναν έως και 750 άτομα, με πολλα γυναικόπαιδα κλεισμένα στο αμπάρι.
«Γεια σου φίλε μου, το πλοίο που έστειλες είναι…». Το τηλεφώνημα αυτό τελειώνει εκεί. Εκείνη τη στιγμή, δύο εμπορικά και μια κορβέτα του Λιμενικού Σώματος, που «τόσο έχει διαφημίσει η Ελλάδα», είχαν ήδη φτάσει στο σημείο που βρισκόταν το αλιευτικό. Ωστόσο, έκαναν πολύ ριψοκίνδυνους ελιγμούς ώστε να κινδευνεύει με ανατροπή το σκάφος. «Το μόνο που έκαναν ήταν να ρίξουν μπουκάλια με νερό στους απελπισμένους που στριμώχνονταν στα δύο καταστρώματα, για 5 μέρες», γράφει το ιταλικό δημοσίευμα.
Ούτε ένα ναυαγοσωστικό δεν φάνηκε, ούτε μία προσπάθεια δεν έγινε να απομακρυνθούν μερικοί άνθρωποι για να ελαφρύνουν την βάρκα που κλυδωνιζόταν, συνεχίζει η La Repubblica. Ώσπου μπροστά στα μάτια των άπραγων ελληνικών Αρχών, όπως αναφέρεται στο άρθρο, στις 02:04 με τη μηχανή σβηστή, το σκάφος ανατράπηκε και βυθίστηκε μέσα σε μερικά λεπτά, παρασύροντας στην άβυσσο τουλάχιστον 500 ανθρώπους.
Ανάμεσα στους 104 διασωθέντες βρίσκονται και 9 φερόμενοι ως δουλέμποροι, αιγυπτιακής καταγωγής, οι οποίοι συνελήφθησαν, καθώς αναγνωρίστηκαν από κάποιους επιζώντες ως αυτοί που οδηγούσαν τη βάρκα που τους μετέφερε από το Τομπρούκ της Λιβύης. Την ίδια ώρα από τη Συρία, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, την Αίγυπτο φτάνουν φωτογραφίες των αγνοουμένων από τις οικογένειες που αναζητούν τους αγαπημένους τους που επιβιβάστηκαν το Σάββατο στο Τομπρούκ.
Η ιταλική εφημερίδα επικρίνει τις κινήσεις του ελληνικού Λιμενικού, γράφοντας πως «τώρα είναι η ώρα της ευθύνης, την οποία η Ελλάδα συνεχίζει να πετάει από πάνω της παρουσιάζοντας επιχειρήματα που έρχονται σε πλήρη αντίθεση τόσο με το χρονικό όπως είναι καταγεγραμμένο σε 19 τηλεφωνήματα, τόσο από την ακτιβίστρια Ναουάλ Σουφί, όσο και το Alarm Phone, όσο και με μια φωτογραφία που τραβήχτηκε μέρα μεσημέρι από ελικόπτερο του λιμενικού όπου φαίνονται εκατοντάδες χέρια υψωμένα τα οποία εκλιπαρούν για βοήθεια».
Για το ναυάγιο
Στη συνέχεια το δημοσίευμα παραθέτει το χρονικό του πολύνεκρου ναυαγίου, αναφέροντας πως το ελληνικό Λιμενικό Σώμα άφησε τουλάχιστον 16 ώρες να περάσουν μέχρι να φτάσει για βοήθεια. Συγκεκριμένα, από τις 9:47 το βράδυ της Τρίτης έως τις 2:04 τα ξημερώματα της Τετάρτης όπου συνέβη το ναυάγιο. Μέχρι τότε, είχαν πλησιάσει το αλιευτικό, δύο εμπορικά πλοία, το Lucky Sailor και το Faithful Warrior, τα οποία είχαν εντολή να περιοριστούν μόνο σε εφοδιασμό με νερό και τρόφιμα.
Το ελληνικό υπουργείο Ναυτιλίας εξηγεί, πώς κινήθηκε το Λιμενικό Σώμα μετά την πρώτη κλήση (στις 11.00) από το κέντρο επιχειρήσεων της Ρώμης που δίνει τον δορυφορικό αριθμό των μεταναστών:
Στις 13.50 απογειώνεται το πρώτο ελικόπτερο , στη συνέχεια σαλπάρει μια κορβέτα, στις 14.00 η πρώτη επαφή με το αλιευτικό, στις 18.00 δεύτερο ελικόπτερο, στις 18.30 άλλη μια επαφή με το σκάφος από το οποίο επαναλαμβάνει ένας άνδρας, στα αγγλικά: ‘Δεν ζητάμε βοήθεια, χρειαζόμαστε μόνο φαγητό και νερό. Θέλουμε να πάμε στην Ιταλία’.
Οι προμήθειες φτάνουν γύρω στις 7 μ.μ. από ένα από τα δύο εμπορικά πλοία που βρίσκονται στην περιοχή. Στις 10.40 μ.μ. πλησιάζει τελικά το πλοίο του Λιμενικού Σώματος για επιτήρηση και φωτίζει το πλοιάριο. Τρεις ώρες αργότερα η μηχανή σταματά, το σκάφος είναι εκτός ελέγχου και οι προσπάθειες να το συγκρατήσουν με σχοινιά προκαλούν μόνο τη μοιραία ανισορροπία που το οδήγησε στον βυθό. Στις 2.04, η σιωπή της νύχτας σπάει από τις κραυγές των λίγων τυχερών που καταφέρνουν να παραμείνουν στην επιφάνεια.
Σύμφωνα πάντα με τη La Repubblica ανάμεσά τους δεν είναι η νεαρή γυναίκα που, για το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, μιλούσε στο τηλέφωνο με τη Ναουάλ Σουφί, ζητώντας βοήθεια.
«Δεν υπάρχει άλλο νερό εδώ και μέρες, δεν υπάρχει φαγητό, πίνουμε θαλασσινό νερό. Μου είπαν ότι είναι νεκρή», αποκαλύπτει η Σουφί, η οποία δεν μπορεί να ξεχάσει τον άλλο άνδρα με τον οποίο μιλούσε για πολλή ώρα και ο οποίος στις 11:00 το βράδυ της είπε: «Νιώθω ότι αυτή θα είναι η τελευταία μας νύχτα». Λέξεις που επαναλαμβάνονται από τις δύο το μεσημέρι της Τρίτης στη μακροσκελή σειρά τηλεφωνημάτων με το Alarm phone. Σε μία από αυτές, στις 17.20, λένε ότι ο καπετάνιος του πλοίου τους εγκατέλειψε και έφυγε με σωσίβια λέμβο. Υπάρχουν ήδη έξι νεκροί στο πλοίο, δύο από αυτούς παιδιά.
«Η Ιταλία, αυτή τη φορά, διαφορετικά από την τραγωδία στο Κούτρο, κάνει το καθήκον της. Στις 11 το πρωί της Τρίτης, το κέντρο έρευνας και διάσωσης στη Ρώμη τηλεφωνεί στην Αθήνα και προειδοποιεί πως το αλιευτικό βρίσκεται στην ελληνική ζώνη ευθύνης διάσωσης. Λίγες ώρες ακόμα και θα είχε μπει στην περιοχή ιταλικής αρμοδιότητας, συνοδευόμενο από τους Έλληνες που είναι πολύ ικανοί στο να ικανοποιούν «την επιθυμία των μεταναστών να φτάσουν στην Ιταλία», καταλήγει το το δημοσίευμα της ιταλικής εφημερίδας, La Repubblica.