Την πρώτη έκθεσή της με θέμα τη ζωή στην πόλη κατά τις δεκαετίες 1950, 1960 και 1970 μέσα από το πρίσμα Ελλήνων εικαστικών και κινηματογραφιστών, παρουσιάζει η νέα διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Συραγώ Τσιάρα.
Ο τίτλος της έκθεσης είναι: «ΑΣΤΥΓΡΑΦΙΑ/ URBANOGRAPHY Η ζωή στην πόλη τις δεκαετίες 1950- 1970».
Η Τσιάρα επέλεξε 202 εικαστικά έργα και 22 ταινίες, κάνοντας άλμα στο παρελθόν ξεκινώντας την έκθεση από σήμερα, 21 Ιουνίου ως το Μάρτιο του 2024.
Πρόκειται για μία έκθεση θεματική, με κέντρο βάρους την ελληνική αστικοποίηση, ανοικοδόμηση και μετανάστευση -εσωτερική και εξωτερική- παρακολουθώντας τρεις δεκαετίες ραγδαίου μετασχηματισμού της μεταπολεμικής Ελλάδας.
«Προσπάθησα να αποδώσω την πολυπλοκότητα του θέματος από το “μακρινό πλάνο στο κοντινό”, από τους βασικούς παράγοντες αλλαγής της πόλης έως την καθημερινότητα της, καθώς αυτή αλλάζει. Η εκθεσιακή αφήγηση, και με τον τρόπο που δομείται δίνει το εύρος του θέματος περιλαβάνοντας ισότιμα διάφορα είδη τέχνης» τονίζει η Συραγώ Τσιάρα, παρουσιάζοντας με ικανοποίηση έργα της Εθνικής Πινακοθήκης, εκ των οποίων κάποια άγνωστα στο ευρύ κοινό.
Την ίδια χαρά μοιράζεται για τις συνέργειες με άλλα μουσεία- ΕΜΣΤ, ΜΟΜus , Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας, ιδιωτικές συλλογές και την Ταινιοθήκη της Ελλάδος, απ’ όπου προέρχονται τα μισά έργα της έκθεσης.
Η δημιουργική ερμηνεία των καλλιτεχνών για το αστικό βίωμα της περιόδου, ξεκινά στην έκθεση από τον πρωτοπόρο μοντερνιστή της ελληνικής τέχνης Βλάσση Κανιάρη και την εγκατάσταση του, «Arrivederci Willkommen» ( δεκαετία 1970, συλλογή Παναγοπούλου), εμπνευσμένος από την κοινωνική, πολιτική διάσταση της ροής μεταναστών.
«Δεν είναι θέμα ενός ατόμου ή μιας χώρας, είναι θέμα του μηχανισμού που ισχύει και τώρα» έχει πει ο Κανιάρης για το έργο, προσθέτοντας « το εξής οξύμωρο, ότι τότε εμείς ήμασταν χώρα που εξήγε ένα μεταναστευτικό δυναμικό και τώρα είμαστε η χώρα που εισάγει. Αλλά η εικόνα είναι η ίδια και δεν είναι καινούργια, ούτε εκείνης της εποχής μόνο. Είναι παμπάλαιο αυτό το πρόβλημα της μετανάστευσης, που συναντιέται όχι μόνο διακρατικά αλλά και μέσα σε κάθε χώρα».
Στην εισαγωγή της έκθεσης τον επισκέπτη υποδέχονται, επίσης, οι περίφημες γιγαντοαφίσες του Γιώργου Βακιρτζή για ταινίες ελληνικές και ξένες, γεμάτες όνειρα, ελπίδες και υπερβατικό ρεαλισμό.
Ο ελληνικός κινηματογράφος της δεκαετίας 50-70 αποτελεί δομικό στοιχείο της «Αστυγραφίας», με τρεις οθόνες που προβάλλουν επιλογές από ελληνικές ταινίες της εποχής που διαπερνούν τις επτά ενότητες που συγκροτούν την έκθεση: Σκηνογραφία,Νοσταλγία, Γιαπί,Κοντινό πλάνο, Θέαμα, Όνειρο και συγκρούσεις, Υλικότητες.
Η σκηνογραφία της πόλης στους νοσταλγικούς πίνακες του Σπύρου Βασιλείου για τα νεοκλασικά που χάνονται ταυτόχρονα με το παρόν που εξαλείφεται λόγω της ανοικοδόμησης και του νέου τρόπου ζωής , τα ανθρωποκεντρικά έργα του Φασιανού, η φωτογραφία του Χαρισιάδη «Χορός», σε λαϊκό μαγαζί, ο γλυπτός κίονας του Γιάννη Αβραμίδη που συμβολίζει την καθ’ ύψος ανάπτυξη της πόλης, το μαυρόασπρο χαρακτικό «Γιαπί με οικοδόμους» του Παναγιώτη Τέτση, το γλυπτό «Η πλύστρα» του Χρήστου Καπράλου που εστιάζει στα κάτω της κοινωνίας, το Καφενείο «Νέον» του Γιάννη Τσαρούχη , ο νέος τρόπος ζωής και μαζί του οι κοινωνικές συγκρούσεις του 60, ο Χρόνης Μπότσογλου, οι νέοι Έλληνες ρεαλιστές και ο κοινωνικός, πολιτικός Γιάννης Ψυχοπαίδης, τα ποπ «reportages» της Χρύσας Ρωμανού, όπου στα κολάζ της φιγουράρουν στην ίδια σελίδα πριγκιπικοί γάμοι, και διαδηλώσεις κατά του πολέμου στο Βιετνάμ.
Επίσης, το δικό τους περιεχόμενο στην έκθεση προσδίδουν το ασπρόμαυρο χαρακτικό «Απεργία» της Αριστέας Κριτσωτάκη, τα σπουδαία αφηγηματικά έργα του ζωγράφου Γιώργου Ιωάννου που θα μπορούσαν να εικονογραφήσουν αστυνομικό μυθιστόρημα, η κατασκευή της ‘Ασπας Στασινοπούλου, η εμβληματική εγκατάσταση της Ρένας Παπασπύρου από τη σειρά «Επεισόδια στην ύλη», και ο πίνακας «Τιμής Ενεκεν στους τοίχους της Αθήνας 1959» του Βλάσση Κανιάρη είναι ενδεικτικά έργα της έκθεσης και του προβληματισμού που θέτει για τις μεταλλαγές της πόλης και την ιστορία της, κοινωνική, πολιτική, βιωματική.
Ο κατάλογος της έκθεσης θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο, «αφού πρώτα οι συγγραφείς δουν την έκθεση, την βιώσουν, χωρίς φυσικά να λείψει στα κείμενα τους η κριτική τους ματιά» τόνισε η Συραγώ Τσιάρα.