Οι κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης θέλουν να έχουν την ικανότητα να κατασκοπεύουν τους δημοσιογράφους στο όνομα της εθνικής ασφάλειας, ακόμη και όταν οι νομοθέτες τους προτρέπουν να καταπολεμήσουν τα λογισμικά υποκλοπών (spyware) σύμφωνα με άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Politico.
Εκπρόσωποι των κυβερνήσεων της Ε.Ε. πρόκειται να εγκρίνουν σε συνεδρίαση του Συμβουλίου μια εξαίρεση για την εθνική ασφάλεια σε έναν νέο κανονισμό για τα ΜΜΕ, ο αρχικός σκοπός του οποίου ήταν να διαφυλάξει την ανεξαρτησία και τον πλουραλισμό των μέσων ενημέρωσης.
Οι υποστηρικτές της διαφύλαξης και προστασίας της ιδιωτικότητας και δημοσιογραφικές οργανώσεις υποστηρίζουν ότι η νέα ρήτρα θα δώσει στις χώρες-μέλη της Ε.Ε. μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να κατασκοπεύουν τους δημοσιογράφους.
Αυτό το εγχειρίδιο κανόνων για τα μέσα ενημέρωσης, που προτάθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον περασμένο Σεπτέμβριο, αγγίζει ένα ευρύ φάσμα τομέων, όπως η επιτήρηση, η συγκέντρωση των μέσων ενημέρωσης, οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς και οι διαδικτυακές πλατφόρμες.
Η αρχική πρόταση προσπάθησε να διασφαλίσει ότι οι κυβερνήσεις δεν θα μπορούσαν να «φυλακίσουν, να επιβάλουν κυρώσεις, να υποκλέψουν, να προβούν σε παρακολούθηση ή να ερευνήσουν και να συλλάβουν» δημοσιογράφους για να αποκαλύψουν τις πηγές τους, εκτός εάν «δικαιολογείται από μια επιτακτική απαίτηση για το δημόσιο συμφέρον».
Δεν θα πρέπει να αναπτύσσουν λογισμικό υποκλοπής σε συσκευές δημοσιογράφων, εκτός εάν -και πάλι- είναι για λόγους εθνικής ασφάλειας, «κατά περίπτωση» ή απαιτείται τέτοια παρακολούθηση για τη διερεύνηση «σοβαρών εγκλημάτων», τα οποία η Επιτροπή απαριθμεί ως τρομοκρατία, εμπορία ανθρώπων ή όπλων, εκμετάλλευση παιδιών, φόνος ή βιασμός, για παράδειγμα.
Όμως, οι ηγεσίες της Ε.Ε., με επικεφαλής τη Γαλλία, θέλουν μεγαλύτερη διεύρυνση του νόμου.
Αντιδράσεις από Γαλλία
Τον περασμένο μήνα, το Παρίσι απαίτησε εγγράπτως μια «σαφή και άνευ όρων» ρήτρα στο κείμενο για τη διασφάλιση των προνομίων των κρατών μελών σε θέματα ασφάλειας και άμυνας και για περιορισμένη ασυλία για τους δημοσιογράφους βάσει των νέων κανόνων για τα μέσα ενημέρωσης σε όλη την Ε.Ε.
«Η ιδιαίτερα υπερβολική φύση αυτής της ασυλίας εγείρει ερωτήματα – τόσο όσον αφορά την αναγκαιότητα όσο και την αναλογικότητά της», αναφέρει το έγγραφο, ενώ τονίζει την «προσκόλληση» της Γαλλίας στην εμπιστευτικότητα των πηγών των δημοσιογράφων και αναγνωρίζοντας «το συναίσθημα που προκάλεσε η υπόθεση με το λογισμικό Pegasus».
Είναι «ουσιαστικό να βρεθεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ της ανάγκης προστασίας του απορρήτου των πηγών των δημοσιογράφων και της ανάγκης προστασίας των πολιτών και του κράτους από σοβαρές απειλές […] όποιοι κι αν είναι οι δράστες», πρόσθεσε η Γαλλία στο έγγραφο.
Η Σουηδία, που βρίσκεται στο τιμόνι του Συμβουλίου μέχρι το τέλος του μήνα και υπεύθυνη για την καθοδήγηση των διαπραγματεύσεων, αποδέχτηκε τη λίστα επιθυμιών της Γαλλίας.
Το Συμβούλιο πρόσθεσε ένα άρθρο στο οποίο δηλώνει ότι οι διατάξεις που προστατεύουν τους δημοσιογράφους από παρεμβολές και παρακολούθηση θα είναι «με την επιφύλαξη της ευθύνης των κρατών μελών για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας».
Ο κατάλογος της Κομισιόν με τα «σοβαρά εγκλήματα» αφαιρέθηκε επίσης από το αρχικό κείμενο. Αντίθετα, το λογισμικό κατασκοπείας μπορεί να αναπτυχθεί για τη διερεύνηση των εγκλημάτων που αναφέρονται στην απόφαση του Συμβουλίου του 2002 για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης — διευρύνοντας τον αριθμό των αδικημάτων που επιτρέπουν τέτοια παρακολούθηση από 10 σε 32. Εναλλακτικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διερεύνηση εγκλημάτων που τιμωρούνται με τουλάχιστον πέντε χρόνια φυλάκιση.
Στο τελευταίο συμβιβαστικό κείμενο το οποίο πρόκειται να γίνει η επίσημη θέση του Συμβουλίου ενόψει των τριμερών διαπραγματεύσεων με την Επιτροπή και το Κοινοβούλιο, η διατύπωση “spyware” αντικαταστάθηκε από «λογισμικό παρεμβατικής παρακολούθησης». Οι Σουηδοί υπογράμμισαν επίσης ότι «μία αντιπροσωπεία» εξακολουθεί να πιέζει για αναφορά στην αποκλειστική ευθύνη των κρατών μελών για την εθνική ασφάλεια στο πρώτο άρθρο.
Το κουτί της Πανδώρας
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι δημοσιογράφοι δεν είναι ευχαριστημένοι με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
«Η εθνική ασφάλεια είναι μια κλασική εξαίρεση. Ανοίγει την πόρτα σε κάθε είδους κατάχρηση», δήλωσε η Τζούλι Μάγιερτζακ, επικεφαλής του γραφείου των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα (RSF) στις Βρυξέλλες, αποκαλώντας το «κουτί της Πανδώρας».
Μαζί με άλλες 59 οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, η RSF έγραψε ανοιχτή επιστολή στους εκπροσώπους των κυβερνήσεων της Ε.Ε. τη Δευτέρα, καλώντας τους να επανεξετάσουν τη θέση τους. Ο τρέχων συμβιβασμός «δεν αποδυναμώνει μόνο τις διασφαλίσεις κατά της ανάπτυξης λογισμικού κατασκοπείας, αλλά επίσης δίνει έντονο κίνητρο στη χρήση τους με βάση αποκλειστικά τη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών», δήλωσαν οι υπογράφοντες.
Η Μάγιερτζακ ζητά ισχυρές νομικές διασφαλίσεις —σε περίπτωση αποτυχίας απόσυρσης της ρήτρας εθνικής ασφάλειας— όπως η εμπλοκή των δικαστικών αρχών, εάν μια κυβέρνηση αποφασίσει να κατασκοπεύσει έναν δημοσιογράφο.
Ο ρόλος της Ελληνικής Κυβέρνησης
Οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα αποκάλυψαν έγγραφα τα οποία αποδεικνύουν ότι μια μικρή ομάδα κυβερνήσεων, στις οποίες περιλαμβάνεται και η κυβέρνηση Μητσοτάκη, έκαναν μια καίρια παρέμβαση στο άρθρο 4, που προστατεύει τα δικαιώματα του Τύπου.
Το άρθρο 4 έχει τίτλο «Δικαιώματα παρόχων υπηρεσιών μέσων ενημέρωσης» και θέτει μια σειρά από εγγυήσεις υπέρ της ελευθερίας του τύπου και της ελευθερίας της έκφρασης. Ανάμεσα σε άλλα, απαγορεύει ρητά στα κράτη να παρακολουθούν τους δημοσιογράφους, να εγκαθιστούν κατασκοπευτικό λογισμικό (spyware) στα τηλέφωνά τους και να τους υποχρεώνουν να αποκαλύψουν τις πηγές τους.
Όμως, στο τέλος του άρθρου 4 προστέθηκε μια λιτή παράγραφος που αναφέρει: «Το παρόν Άρθρο δεν θίγει την αρμοδιότητα των κρατών-μελών όσον αφορά τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειάς τους». Η παράγραφος έχει την ένδειξη «new» (νέο) που δείχνει ότι πρόκειται για εκ των υστέρων προσθήκη.
Σύμφωνα με διπλωματικό έγγραφο που προέρχεται από τη γερμανική ομάδα εργασίας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, η ελληνική κυβέρνηση ήταν ανάμεσα στις έξι σε σύνολο 27 που υποστήριξαν την προσθήκη 4 με την οποία ουσιαστικά αίρεται η προστασία των δημοσιογράφων. Οι άλλες πέντε ήταν η Γαλλία (που διατύπωσε την προσθήκη), η Γερμανία, η Τσεχία, η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο.
Έτσι, ένας νόμος που προτάθηκε με στόχο να προστατέψει δημοσιογράφους και ΜΜΕ από τον ασφυκτικό έλεγχο κυβερνήσεων και ιδιοκτητών σε χώρες όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία κινδυνεύει αντιθέτως να νομιμοποιήσει τη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού εναντίον όλων των δημοσιογράφων της Ευρώπης. Η σημασία του ζητήματος είναι τεράστια γιατί η δυνατότητα των δημοσιογράφων να προστατεύουν τις πηγές τους και τις επικοινωνίες τους είναι αυτό που τους επιτρέπει να ασκούν αποτελεσματικό έλεγχο στην εξουσία.