Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και τις αρχές του 1990 τα ποσοστά συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα κυμαίνονταν γύρω στο 80%. Μέσα στις δύο πρώτες δεκαετίες του εικοστού πρώτου αιώνα έπεσαν σε ιστορικό χαμηλό σε ολόκληρο τον ευρωαμερικανικό διατλαντικό χώρο: μικρότερα ποσοστά συμμετοχής από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για τους πολλούς και από το 1974 για την Ελλάδα.
Ορισμένες από τις σημαντικότερες μεταβολές που έλαβαν χώρα από τότε μέχρι τώρα είναι ότι, πρώτον, οι κυβερνήσεις και τα κόμματα έχασαν τον έλεγχο ή και την ιδιοκτησία που είχαν στα μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα οποία πέρασαν σε ιδιώτες, αναμορφώνοντας αμέτρητους τομείς της δημόσιας σφαίρας και, δεύτερον, αραίωσαν και αποδυναμώθηκαν τα δίκτυα από οργανώσεις, κοινωνικούς εταίρους και σωματεία που διαμεσολαβούσαν μεταξύ των κομμάτων και των πολιτών.
Στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία τα ποσοστά συμμετοχής στις εκλογές κυμαίνονται σε επίπεδα 60%, με ιστορικό χαμηλό τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 στις οποίες ήταν μόλις 56,57%. Ένα ποσοστό της τάξης του 61%, όπως αυτό των πρόσφατων εκλογών του Μαΐου, δεν είναι υψηλό υπό καθεστώς ιδεολογικής πόλωσης, ενώ 2,4 εκατομμύρια ψήφοι είναι μικρός αριθμός για το πρώτο κόμμα.
Ολοένα και λιγότεροι άνθρωποι ψηφίζουν. Μάλιστα τις τελευταίες δεκαετίες η αποχή από την εκλογική διαδικασία εξελίχθηκε ίσως στο πιο σημαντικό και γρήγορα αναπτυσσόμενο πολιτικό και κοινωνικό κίνημα στη λεγόμενη Δύση, δηλαδή στην επικράτεια των φιλελεύθερων δημοκρατιών, παρόλο που σπάνια ακούμε για αυτή την κρίση πολιτικής συμμετοχής. Έχει παρατηρηθεί εμπειρικά ότι την πτώση των ποσοστών συμμετοχής στις εκλογές ακολουθούν μαζικές μετατοπίσεις ψηφοφόρων, δηλαδή η αποχή λειτουργεί ως μια βουτιά μέσα στη θάλασσα, που μόλις ολοκληρωθεί ως διαδικασία, διαμορφώνει ένα νέο κομματικό και πολιτικό τοπίο.
Επιπλέον, όχι μόνο ψηφίζουν λιγότεροι πολίτες, αλλά και όσοι συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία ψηφίζουν περισσότερο ιδιότροπα και ιδιόρρυθμα. Ναι μεν οι πολίτες που συμμετέχουν αναγνωρίζουν και νομιμοποιούν την εκλογική διαδικασία και το κομματικό σύστημα (ανεξάρτητα από το αν ψηφίζουν με μισή καρδιά, με λευκό ή άκυρο, με αρνητική ψήφο ή με ψήφο διαμαρτυρίας), αλλά την ίδια στιγμή δείχνουν ολοένα και λιγότερη αφοσίωση σε ένα συγκεκριμένο κόμμα. Η ψήφος αποκτά μεγαλύτερη ελαστικότητα, χαρακτηρίζεται από έντονη κινητικότητα και το κομματικό τοπίο μετατρέπεται σε κινούμενη άμμο. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ολοένα και λιγότεροι άνθρωποι εγγράφονται ως μέλη πολιτικών κομμάτων, με τα τελευταία να αδυνατούν να κινητοποιήσουν κοινωνικές δυνάμεις και να οργανώσουν μαζικές συγκεντρώσεις.
Σε στενό ερμηνευτικό πλαίσιο τα προηγούμενα φανερώνουν μια κρίση νομιμοποίησης πολιτικών κομμάτων, την αποτυχία τους να λειτουργήσουν ως φορείς κοινωνικής ενσωμάτωσης και μια γενικευμένη κρίση εκπροσώπησης που συνοδεύεται από την απομάκρυνση μεγάλου μέρους του κοινωνικού σώματος από πολιτικές και συλλογικές διαδικασίες και την αποξένωσή του από το πολιτικό προσωπικό, συμπτώματα όλα εν τέλει της κακής υγείας του πολιτεύματος.
Όμως, και εδώ είναι το κρίσιμο σημείο, το ζήτημα είναι ευρύτερο: παρόλη τη συλλογική υστερία που καλλιεργούν τα μέσα ενημέρωσης, ενισχύουν ή εκτοξεύουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τροφοδοτούν τα πολιτικά κόμματα, οι εφημερίδες χάνουν αναγνώστες, τα τηλεοπτικά κανάλια χάνουν τηλεθεατές, τα κοινωνικά δίκτυα χάνουν χρήστες και τα πολιτικά κόμματα χάνουν μέλη (το ίδιο συμβαίνει και με τα συνδικάτα, ενώ υπό προϋποθέσεις ακόμα και η λεγόμενη «Μεγάλη Παραίτηση» θα μπορούσε να ενταχθεί σε αυτή την ευρύτερη τάση). Αποχή και αποστασιοποίηση: όχι απλώς από τις εκλογές και τα κόμματα, αλλά γενικότερα.
Μιλάμε για ένα ευρύ κοινωνικό ρεύμα που φανερώνει χαρακτηριστικά αποξένωσης, απομόνωσης, αδιαφορίας, απογοήτευσης, αδυναμίας ταύτισης με συλλογικές διαδικασίες και αποκοπής από τα κοινά και το γενικότερο κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον.
Η διαπίστωση φανερώνει ότι υπάρχουν κάποιες ευρύτερες παθογένειες που διαπερνούν τις κοινωνίες και τα πολιτικά συστήματα των φιλελεύθερων δημοκρατιών, οι οποίες δεν περιορίζονται απλώς στα κόμματα και σε μια κρίση πολιτικής συμμετοχής, όπως είναι η αποχή από την εκλογική διαδικασία. Η Πολιτική, με την αυθεντική ευρεία υπερκομματική της έννοια, οφείλει να τις διαγνώσει και να τις θεραπεύσει. Διότι η Πολιτική είναι, ή πρέπει να είναι, θεραπεία για ένα λαό α-σθενή και για μια κατακερματισμένη κοινωνία.