Αναδημοσίευση από το Capital.gr – Γράφει ο Κώστας Ράπτης
Πραξικοπήματα και αντιπραξικοπήματα υπήρξαν ακριβώς οι γενέθλιες πράξεις της μετασοβιετικής Ρωσικής Ομοσπονδίας, ως ενός ιδιόμορφου συνασπισμού ολιγαρχικών συμφερόντων και μερίδων του βαθέος κράτους. Είτε με χαρακτηριστικά φάρσας (όπως το καλοκαίρι του 1991 όταν οι πραξικοπηματίες που κινήθηκαν κατά του Γκορμπατσόφ «ασθενούσαν» ο ένας μετά τον άλλο) είτε και με χαρακτηριστικά τραγωδίας, όπως το φθινόπωρο του 1993 όταν ο Γέλτσιν βομβάρδιζε το ίδιο του το κοινοβούλιο, με απολογισμό τουλάχιστον 147 νεκρούς.
Όμως αυτά συνέβησαν σε μία περίοδο διάλυσης και όχι ανασυγκρότησης του κράτους, όπως θεωρείται η περίοδος Πούτιν. Και κυρίως, όχι σε περίοδο που διεξάγονται πολεμικές επιχειρήσεις εκτός συνόρων.
Εξ ού και στο σημερινό διάγγελμά του για την «ανταρσία Πριγκόζιν», ο ένοικος του Κρεμλίνου επέλεξε να ανατρέξει σε ένα ακόμη πιο δραματικό ιστορικό προηγούμενο: την κατάρρευση της αυτοκρατορικής Ρωσίας εν μέσω Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και τον τετραετή εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε την Ρωσική Επανάσταση.PauseUnmuteLoaded: 22.29%Remaining Time -1:22Fullscreen
Πρόκειται για ένα μήνυμα συναγερμού, το οποίο όσο και αν δεν αντιστοιχεί στα πραγματικά δεδομένα (πώς μπορεί, ακόμη και αν διαθέτει σιδηρά πειθαρχία, να αναμετρηθεί η Wagner των 25.000 ανδρών με έναν στρατό άνω του ενός εκατομμυρίου;), περιγράφει ωστόσο πλήρως το μέγεθος του πλήγματος στο γόητρο του Πούτιν και του ρωσικού κράτους συνολικά. Και μάλιστα σε μία συγκυρία κατά την οποία η αμήχανη εξέλιξη της ουκρανικής αντεπίθεσης έδειχνε να δίνει και πάλι στην ρωσική πλευρά την πρωτοβουλία των κινήσεων στο μέτωπο.
Στο διάγγελμά του ο Πούτιν φρόντισε να διαχωρίσει τους μισθοφόρους της Wagner, τους «ήρωες» που «πολέμησαν και πέθαναν μαζί με τις άλλες μονάδες μας» και «απελευθέρωσαν το Σολεντάρ και το Αρτιόμοφσκ», από τις «υπερβολικές φιλοδοξίες και τα κεκτημένα συμφέροντα που έχουν οδηγήσει σε προδοσία».
Αποκαλύπτει έτσι το πιο ευαίσθητο «μυστικό» του: η Wagner του ήταν αναγκαία, κάλυπτε πραγματικά κενά της στρατιωτικής μηχανής, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση της ρωσικής επιρροής στην Αφρική (σε συνδυασμό με τις συμπαρομαρτούσες παράνομες οικονομικές δραστηριότητες) και συμβαδίζει με μιαν ευρύτερη τάση ιδιωτικοποίησης λειτουργιών του σκληρού πυρήνα του κράτους, η οποία μαρτυρείται διεθνώς, αλλά στη μετασοβιετική Ρωσία αναδεικνύει πλήρως τα νεο-φεουδαρχικά της χαρακτηριστικά.
Τίποτε δεν εικονογραφεί καλύτερα την κατάσταση από το ότι ο Γιεβγκένι Πριγκόζιν (ο οποίος πέρασε τη δεκαετία του ΄80 στις φυλακές ως κοινός ποινικός και τη δεκαετία του ’90 αναδείχθηκε σε «βασιλιά» του catering και του fast food) έφτασε να αναλάβει, υπογείως αρχικά και δημοσίως και υπερηφάνως μετά την εισβολή στην Ουκρανία, τον ρόλο του αρχηγού ενός παρα-στρατού, χρήσιμου στο να προσφέρει στο Κρεμλίνο την απαραίτητη «διαψευσιμότητα» για τις πιο αμφιλεγόμενες ενέργειές του.
Άλλωστε, όπως έχουν καταδείξει Αμερικανοί αναλυτές, η Wagner ως ενιαία οντότητα δεν υπάρχει: πρόκειται για μία «ορχήστρα» αλληλοεπικαλυπτόμενων δικτύων και υποδομών.
Ο Πριγκόζιν βέβαια δεν είναι παρά ένας «μπροστινός». Και πάντως δεν διαθέτει καμία στρατιωτική εκπαίδευση. Το ότι από ένα σημείο και μετά πήρε στα σοβαρά τον ρόλο του στρατηλάτη, με όλο και πιο ευφάνταστες δηλώσεις κατά της ηγεσίας του ενόπλων δυνάμεων και του υπουργείου Άμυνας (στον παραδοσιακό ρωσικό ρόλο του «σαλού» που καταγγέλλει τους «κακούς βογιάρους» στον «καλό τσάρο»), ενδεχομένως να λειτουργούσε αρχικά στο πλαίσιο του «χρηματιστηρίου Πούτιν» ως μία χρήσιμη βαλβίδα εκτόνωσης υπερπατριωτικών αισθημάτων στην κοινή γνώμη.
Η ειρωνεία του πράγματος συνίσταται βέβαια στο ότι οι καταγγελίες του Πριγκόζιν αφορούσαν ακριβώς αυτό το οποίο έδιναν στον ίδιο ενισχυμένο ρόλο: την επιθυμία του Κρεμλίνου να «πολεμά σαν να μην πολεμά», εμπνέοντας εικόνα «κανονικότητας» στην ρωσική κοινή γνώμη και εμπιστευόμενη τα περαιτέρω στο outsourcing.
Αλλά οπωσδήποτε κάθε «κόκκινη γραμμή» παραβιάστηκε όταν ο Πριγκόζιν έφθασε να αμφισβητεί την σκοπιμότητα της κατά Πούτιν «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης».
Ομοίως η στρατολόγηση ποινικών στις τάξεις της Wagner εκτόνωνε άλλου τύπου κοινωνικά προβλήματα. Αλλά το τίμημα μένει τώρα να πληρωθεί: διότι οι «ατίθασοι» μαχητές της «ορχήστρας» δεν έχουν πολλές ιδεολογικές και ηθικές αναστολές.
Όμως αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο Πριγκόζιν είναι εντέλει αναλώσιμος. Παραμένει άγνωστο το πολιτικό του πρόγραμμα – αν διαθέτει κάποιο. Και βέβαια παραμένει άγνωστο το κρίσιμο ερώτημα ποιοι κύκλοι εντός και εκτός Ρωσίας τον στηρίζουν.
Αν το προηγούμενο των αρχών της δεκαετίας του ’90 παραπέμπει κάπου, αυτό είναι ένα σενάριο της αμοιβαίας εξώθησης αντιπάλων να κινηθούν εσπευσμένα, ώστε να φανερωθεί η αδυναμία τους. Με κορυφαία σταθερά από τότε μέχρι σήμερα την πολιτική παθητικότητα του ρωσικού λαού, την οποία προϋποθέτουν αυτά τα «ξεκαθαρίσματα κορυφής».