Η ακροδεξιά και ο φασισμός είναι συνδεδεμένα με την αντιμεταναστευτική ρητορική και πρακτική στο πολιτικό μας υποσυνείδητο – και ορθά. Η προσφυγική κρίση το 2015, κατά πολλούς αναλυτές, δίχασε τις ευρωπαϊκές κοινωνίες: από τη μία οι ακροδεξιοί χώροι προέκριναν μια αυστηρή πολιτική κλειστών συνόρων και στρατοπέδων για τους πρόσφυγες ενώ, από την άλλη, η Αριστερά διεκδικούσε «σύνορα ανοιχτά για όλους τους εργάτες». Τα δύο προτάγματα, στην πραγματικότητα, δεν κατάφεραν να διχάσουν την Ευρώπη: μαζικά οι κοινωνίες της ηπείρου μας επέλεξαν την ακροδεξιά πολιτική στο ζήτημα, αφήνοντας την Αριστερά μόνη της να υπερασπίζεται τα δικαιώματα των μεταναστών και προσφύγων. Ταυτόχρονα, πολλά τμήματα της Αριστεράς κάνουν προβολές πάνω στις μεταναστευτικές και προσφυγικές κοινότητες: αφού εμείς τους υπερασπιζόμαστε, αυτοί θα μας στηρίξουν επίσης και καθώς είναι και «της γης οι κολασμένοι» (πράγματι είναι) θα αποτελέσουν αν όχι το βασικό όχημα, σίγουρα τότε τμήμα μιας πολυπόθητης επανάστασης. Η πραγματικότητα όμως είναι ελαφρώς πιο πολύπλοκη.
Πρώτη παραδοχή που πρέπει να κάνουμε: οι προσφυγικές και μεταναστευτικές κοινότητες δεν διέσχισαν θάλασσες και ερήμους για να ικανοποιήσουν τα επαναστατικά όνειρα κανενός Ευρωπαίου. Βρέθηκαν στην ήπειρό μας, είτε για να γλιτώσουν από τη βία του πολέμου, είτε για να δραπετεύσουν από τη βία της φτώχειας. Πρώτο μέλημά τους είναι η επιβίωση, έπειτα η αποστολή χρημάτων πίσω στις οικογένειές τους, αλλά και τελικά η ταξική ανέλιξη, αν όχι για τους ίδιους, τουλάχιστον για τα παιδιά τους. Το πρόσημο στην τελευταία φιλοδοξία δεν μπορεί παρά να είναι, αν και βαθιά ανθρώπινο, τελικά πολιτικά συντηρητικό. Το όνειρο ενός μικρού μαγαζιού δεν περνά μέσα από εξεγέρσεις, αλλά μέσα από ισχυρή ανάπτυξη πχ του οικοδομικού κλάδου, στον οποίο ο ανειδίκευτος μετανάστης μπορεί δουλεύοντας σκληρά να μαζέψει το απαιτούμενο κεφάλαιο. Άλλωστε, οποιαδήποτε ριζοσπαστική πρωτοβουλία από αυτές τις κοινότητες δεν έχει ως τίμημα μια νύχτα στο κρατητήριο ή ένα ανοιγμένο κεφάλι (όπως για εμάς), αλλά σε πολλές περιπτώσεις την απέλαση.
Δεύτερη παραδοχή: Στο συλλογικό μας υποσυνείδητο ο φασίστας έχει ξυρισμένο κεφάλι, είναι ξενοφοβικός, φοράει μαύρο μπλουζάκι και είναι αποκλειστικά δυτικός. Τα πράγματα είναι ξανά πιο πολύπλοκα. Δυστυχώς δεν έχουμε το μονοπώλιο του φασισμού, ούτε ο τελευταίος έχει πάντα τα ίδια εξωτερικά γνωρίσματα. Παρ’όλα ταύτα, δυσκολευόμαστε καμιά φορά να τον εντοπίσουμε αλλού. Για παράδειγμα, η ελληνική Αριστερά πάνω στην αγωνία της να πικάρει τον εσωτερικό εθνικισμό μπήκε σε μια διαδικασία να παραγνωρίζει τη βαρύτητα του εθνικισμού άλλων – π.χ στη Βόρειο Μακεδονία. Σε αντίθεση με την Ελλάδα όμως, οι εκεί «απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων» ήταν στην κυβέρνηση και προωθούσαν χάρτες με αλλαγές συνόρων. Δεν ισχυριζόμαστε πως η επιβολή ταυτότητας από την Ελλάδα σε τρίτη χώρα είναι προσήκουσα λύση, αλλά σίγουρα η ελληνική Αριστερά αγνόησε τη σοβαρότητα μιας ανοιχτά ακραίας εθνικιστικής διεκδίκησης από μια τρίτη κυβέρνηση, θεωρώντας τον εγχώριο φασισμό ως μεγαλύτερο εχθρό. Με τον ίδιο τρόπο, συχνά αγνοούμε σημάδια σε χώρους που δεν θα υποπτευόμασταν ποτέ ως φασιστικά εφαλτήρια, για παράδειγμα τις μεταναστευτικές κοινότητες.
Δεν θα μιλήσουμε εδώ για τους αλβανικής καταγωγής μετανάστες οι οποίοι προσχώρησαν στη Χρυσή Αυγή. Ούτε για Έλληνες μετανάστες στην Αυστραλία ή στις ΗΠΑ, οι οποίοι επίσης στήριξαν το ναζιστικό μόρφωμα. Παρά την εντύπωση που προκάλεσαν τότε αυτές οι παραδοξότητες, δεν μπήκαμε ποτέ σοβαρά στη διαδικασία να καταλάβουμε γιατί αυτό συνέβη – είχαμε άλλα οξυμένα προβλήματα τότε. Θα μιλήσουμε για τον φασισμό όμως εντός των μεταναστευτικών κοινοτήτων της Γερμανίας και τους απροσδόκητους σπόνσορές του.
Γκρίζοι Λύκοι, τα μεροκάματα της μοτοσυκλέτας και οι μποναμάδες του CDU
Η πιο ενεργή φασιστική οργάνωση αυτή τη στιγμή στη Γερμανία δεν έχει ως κέντρο αναφοράς ξανθούς και γαλανομάτες Γερμανούς, όπως θα περίμενε κάποιος από τη χώρα που γέννησε τον ναζισμό. Η οργάνωση αυτή ονομάζεται «Γκρίζοι Λύκοι» και δραστηριοποιείται στην πολυάριθμη τουρκική κοινότητα. Ακραία εθνικιστική και φασιστική, αντικομμουνιστική, η οργάνωση ονειρεύεται μια «καθαρή» Τουρκία, που θα εκτείνεται από τα Βαλκάνια ως την Κεντρική Ασία, κατοικούμενη μόνο από «καθαρούς Τούρκους», οι οποίοι και είναι ανώτερη «ράτσα» από τους γείτονές τους.
Η εμφάνιση της εν λόγω οργάνωσης στη Γερμανία ξεκινά στα τέλη της δεκαετίας του ‘70. Στην προεδρία της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU/CSU) και υποψήφιος καγκελάριος βρίσκεται ο Φραντς Στράους, γνωστός για τις σχέσεις στήριξης σε μια σειρά φασιστικών καθεστώτων, όπως η δικτατορίες στη Χιλή, την Ισπανία αλλά και στη χούντα εδώ στην Ελλάδα. Γνωστός αντικομμουνιστής ο Στράους, εν μέσω Ψυχρού Πολέμου είχε ένα μεγάλο άγχος: μην και του γίνουν κομμουνιστές οι Τούρκοι εργάτες στη Γερμανία. Η λύση βρέθηκε στους Γκρίζους Λύκους, όπως αποκάλυψε και το Spiegel το 1980. Ο Στράους σε συνεργασία με τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες (BND), χρηματοδότησαν τα πρώτα βήματα της οργάνωσης στο γερμανικό χώρο – άλλωστε τη χρηματοδότηση και στήριξη των φασιστών αυτών είχε ήδη αναλάβει το ΝΑΤΟ.
Το 1981 o Μεχμέτ Αλί Αγκτσά αποπειράται να δολοφονήσει τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β’. Όταν τον συνέλαβαν, ο Αγκτσά υποστήριξε πως είχε σχέσεις με αριστερές φιλοπαλαιστινιακές οργανώσεις, όμως σύντομα αποκαλύφθηκε πως οι διασυνδέσεις του ήταν με τους φασίστες των Γκρίζων Λύκων. Παρά την τεράστια προβοκάτσια που πήγε να στηθεί, το ΝΑΤΟ και η BND συνέχιζαν να υποστηρίζουν την οργάνωση, η οποία σύντομα άρχισε να τρομοκρατεί τη μεταναστευτική κοινότητα και αποκομίζει μεγάλα κέρδη, πολιτικά, αλλά και οικονομικά μέσω του ελέγχου παρα-οικονομικών δραστηριοτήτων. Στο σήμερα οι Γκρίζοι Λύκοι έχουν ισχυρή παρουσία και παρά τις κατηγορίες για δολοφονίες, εμπρησμούς και παρεμπόριο, η BND στοχοποιεί κυρίως αριστερές οργανώσεις αφήνοντας το φασιστικό μόρφωμα να προωθεί (επιτυχημένα) τον Ερντογάν. Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως η τουρκική κοινότητα στη Γερμανία εκτός της στήριξης που προσφέρει στον Ερντογάν, αγνοεί εκλογικά πλήρως το κόμμα της Αριστεράς (το οποίο και προωθεί τα δικαιώματά τους και έχει αναλογικά τους περισσότερους τουρκικής καταγωγής εκλεγμένους βουλευτές), αλλά στηρίζει το σοσιαλδημοκρατικό SPD το οποίο και τους κάλεσε δεκαετίες πριν στη χώρα. Τελευταία παρατηρείται στη νέα γενιά μια στροφή προς το CDU, καθώς θεωρούν πως αυτό παρέχει καλύτερες ευκαιρίες σταθερότητας και προκοπής στη χώρα.
Αν κάποιος ήθελε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, θα έλεγε πως το γερμανικό πολιτικό σύστημα στήριξε τους Γκρίζους Λύκους στα δύσκολα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Αλλά όχι. Η Γερμανία δεν μας αφήνει περιθώρια δικαιολόγησης. Ο λόγος τώρα για μια λέσχη μοτοσυκλετιστών οι οποίοι και δραστηριοποιούνταν κατά κύριο λόγο στη νότιο Γερμανία. Η λέσχη λειτουργούσε ως προκάλυμμα για την «Osmanen Germania BC», φασιστική οργάνωση υπεύθυνη για απαγωγές, δολοφονίες, εμπόριο όπλων και ναρκωτικών και φυσικά τρομοκράτηση εντός της τουρκικής κοινότητας, αλλά και επιθέσεις εναντίον άλλων μεταναστευτικών κοινοτήτων. Καθόλου αυτό το προφίλ δεν προβλημάτισε τις γερμανικές αρχές. Το 2016, με την προσφυγική κρίση στο κόκκινο, η οργάνωση ανέλαβε, με χρηματοδότηση από το γερμανικό κράτος, τη φύλαξη προσφυγικών καταυλισμών.
Κάποια στιγμή τα μέσα ενημέρωσης το πήραν χαμπάρι και το γερμανικό κράτος αντέδρασε. Η οργάνωση κηρύχθηκε εκτός νόμου, οι ηγέτες και μέλη οδηγήθηκαν στα δικαστήρια, αλλά για το πώς βρέθηκαν σε τόσο κρίσιμες θέσεις, με τόσο ευάλωτους πληθυσμούς, σοφότεροι δεν γίναμε.
Οι ιστορίες για την ανάδυση των φασιστικών αυτών οργανώσεων μας δείχνει πολλά για τη φύση του ίδιου του φασισμού. Ακραία εθνικιστές, εν προκειμένω Τούρκοι εθνικιστές, δραστηριοποιούνται σε άλλο έθνος-κράτος, αλλά δεν στοχοποιούν τη γερμανική πλευρά, η οποία καταπιέζει ως κυρίαρχη το τουρκικό στοιχείο. Αντιθέτως στοχεύουν μέσα στις ίδιες τις τουρκικές κοινότητες πρώτα, τις ελέγχουν και έπειτα στοχοποιούν άλλες μεταναστευτικές κοινότητες π.χ. Κούρδων, Σύρων, Ιρανών κλπ. Ο φασισμός πάνω από όλα είναι κοινωνικός δαρβινισμός, είναι η διατήρηση με αυταρχικά μέσα της κοινωνικής ιεραρχίας, η οποία και αντιμετωπίζεται ως φυσική κατάσταση. Υπό αυτό το πρίσμα, και με το κατάλληλο αντάλλαγμα, η εθνικοφροσύνη μπορεί να μπει σε δεύτερο πλάνο – αν κάτω από τους Τούρκους υπάρχουν και άλλες κατηγορίες πολιτών, οι κατηγορίες άνωθεν στην ιεραρχία, μπορούν να μείνουν στο απυρόβλητο.
Προφανώς δεν υπάρχουν φασιστικές οργανώσεις μόνο στις τουρκικές κοινότητες. Αντίστοιχες οργανώσεις μπορεί κάποιος να βρει εντός της ρωσικής μεταναστευτικής κοινότητας (η οποία και ψηφίζει μαζικά το ακροδεξιό AfD) ή και της ελληνικής, με πυρήνες της Χρυσής Αυγής να λειτουργούν στη Γερμανία κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Κλείνοντας, τα αναφέρουμε όλα αυτά, όχι εν είδει κατηγορίας προς τους μετανάστες. Άλλωστε, δεν περιμέναμε κανέναν Τούρκο να φέρει τον φασισμό στην Ευρώπη: παράγουμε ανησυχητικές ποσότητες από μόνοι μας. Είναι σημαντικό όμως οι προοδευτικές δυνάμεις να πάψουν να αντιμετωπίζουν τους μετανάστες ως τους «ευγενείς αγρίους» οι οποίοι αθώα περιμένουν από εμάς να διαφωτιστούν περί των δικαιωμάτων τους. Οι μετανάστες και οι πρόσφυγες είναι πολιτικά υποκείμενα, όπως και ο υπόλοιπος πληθυσμός, με αξιακούς κώδικες και φιλοδοξίες, και μερικές φορές με διαφορετικά κριτήρια από τους υπερασπιστές τους. Είναι σημαντικό να υπάρξει μια στρατηγική προσέγγισης αυτών των πληθυσμών, με συγκροτημένη πολιτική δουλειά, καθώς δεν είναι καθόλου αυτονόητο του πού στέκονται πολιτικά. Βέβαια, ζούμε σε μια περίοδο που οι προοδευτικές δυνάμεις αδυνατούν να συγκροτήσουν αντίστοιχες στρατηγικές και για τον γενικό πληθυσμό, οπότε ίσως απλά θα παραμείνουμε στην πράγματι αναγκαία και επιβεβλημένη προάσπιση τους. Αλλά χωρίς πειστικό αφήγημα προς τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και προς τις μεταναστευτικές κοινότητες, ακόμη και αυτή η βασική προάσπιση θα είναι λειψή και διαρκώς μειωμένης αποτελεσματικότητας.