Το αποτέλεσμα της 25ης Ιουνίου είναι ίσως πολύ πιο απλό από ό,τι θέλουν να παραδεχτούν οι ηγεσίες των ηττημένων. Συνιστά άλλο ένα βήμα ρευστοποίησης του πολιτικού-κομματικού σκηνικού της χώρας. Πρόκειται για μια διαδικασία προϊούσας διάλυσής του, η οποία ξεκίνησε το 2012 και συνεχίζεται με μεσοδιαστήματα σχετικής σταθεροποίησης μέχρι σήμερα, χωρίς να ανακόπτεται. Αντιστοιχίζεται έτσι, αυτό που συμβαίνει στο κομματικό εποικοδόμημα με εκείνα που λαμβάνουν χώρα στη βάση.
Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε κρίση από το 2008. Δεν έχουμε συνειδητοποιήσει τι σημαίνει για μια κοινωνία κάτι τέτοιο. Πόσο διαλυτική είναι η επίπτωση μιας 15ετούς κρίσης, όπως και ότι δεν μπορεί μια τέτοια συνθήκη να περιορίζεται μόνο στο αμιγώς οικονομικό σκέλος, αλλά ότι επιπλέον αποκτά χαρακτηριστικά εν γένει πολιτισμικής συμπεριφοράς, διάλυσης των κοινωνικών σχέσεων συνοχής, διόγκωσης των ανισοτήτων, γενικευμένης αμορφωσιάς και κυριαρχίας υποκουλτούρας, ανάδειξης των σκοτεινότερων πτυχών κάθε κοινωνίας. Η ελληνική κοινωνία με όρους ΑΕΠ παραμένει κατά 25% φτωχότερη από ό,τι ήταν το 2007, χωρίς καμία προοπτική μέσα στα επόμενα 4 χρόνια, όταν θα συμπληρώνεται 20ετία, να έχει επιστρέψει στα προ κρίσης μεγέθη, όπως έγινε το 1959 σε σχέση με το 1939 και ενώ είχε μεσολαβήσει πόλεμος, κατοχή και εμφύλιος πόλεμος. Αυτή δε η γενική μείωση του πλούτου αποτελεί μία μόνο και όχι τη χειρότερη, από τις συνθήκες επιδείνωσης των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων στη χώρα.
Σε συνθήκες τόσο βαθιάς και μακρόχρονης κρίσης είναι τα χειρότερα στοιχεία που παίρνουν (για ένα τουλάχιστον διάστημα) το πάνω χέρι ή σε κάθε περίπτωση μεγάλη ισχύ: λούμπεν, εγκληματίες, γραφικοί τύποι, φασίζοντες ή και ανοιχτοί φασίστες, σε τέτοιες συνθήκες φτιάχνουν ένα τσίρκο, με (παρα)κρατική και ολιγαρχική χρηματοδότηση, προκειμένου να καρπωθούν την αντισυστημική ψήφο, η οποία πολύ λογικά γιγαντώνεται. Πουλώντας αντισυστημισμό επιτυγχάνουν να παίξουν το ρόλο αμορτισέρ του συστήματος εξουσίας και φυσικά μεταξύ αυτών κυριαρχούν διαφορετικές εκδοχές φασισμού. Δεν πρόκειται για τίποτα καινούριο, αλλά αντιθέτως για πολύ καλά δοκιμασμένες συνταγές του συστήματος εξουσίας.
Όλα αυτά όμως δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι πατάνε κάπου συγκεκριμένα: και αυτό συνίσταται στο γεγονός ότι εν μέσω κρίσης και διεκδίκησης ενός άλλου μοντέλου οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής συγκρότησης από μεγάλο μέρος του λαού, εκείνη η πλευρά του πολιτικού φάσματος στην οποία κατά πρώτο λόγο στράφηκαν οι εργαζόμενοι, τους πρόδωσε και τους απογοήτευσε: μιλούμε για τις διαφορετικές εκδοχές κεντροαριστεράς και αριστεράς. Το ΠΑΣΟΚ, με τα μνημόνια ΓΑΠ, Σαμαρά και Τσίπρα (το οποίο επίσης στήριξε). Ο ΣΥΡΙΖΑ με το μνημόνιο Τσίπρα. Το ΚΚΕ με την τελετουργικού τύπου αντιπολίτευσή του, η οποία σε κάθε κρίσιμο σταυροδρόμι αντικειμενικώς υποστηρίζει ό,τι το κατεστημένο θα ήθελε να υποστηρίξει το ΚΚΕ. Τα μικρότερα κόμματα της αριστεράς, με το γραφικό, φιλελεύθερο δικαιωματισμό τους, την προγραμματική τους ρηχότητα και τους εξουσιομανείς αρχηγίσκους τους, οι οποίοι προτιμούν να τα φτάσουν στην ανυπαρξία (όπως και πέτυχαν) παρά να χάσουν την ηδονή της φαντασίωσης εξουσίας. Αυτή η συνολική αποτυχία και προδοσία εξελίσσεται εδώ και μια δεκαετία και φυσικά παράγει αποτελέσματα, σε διαφορετικούς χρόνους και με διαφορετική ένταση, πλην όμως με σταθερό τρόπο. Το μέγεθος της διάρρηξης του κοινωνικού συμβολαίου από τις ηγεσίες του ΚΙΝΑΛ και του ΣΥΡΙΖΑ είναι τόσο μεγάλο, ώστε οποιαδήποτε αναγνώριση αυτού που συνέβη από πλευράς των τελευταίων θα οδηγούσε σε αναίρεσή τους. Μπροστά σε αυτήν τη δύσκολη, πλην όμως αναγκαία και λυτρωτική επιλογή, όλη η μη-δεξιά κρατιέται όμηρος και απαξιώνεται από καταφανώς ανεπαρκείς, πλην εδραιωμένες ηγεσίες, με αστείες ιδεολογικές κατασκευές και με σχέσεις αλλοτρίωσης ή και ανοιχτής διαφθοράς να διαμορφώνονται και στο εσωτερικό των εν λόγω κομμάτων. Εξ ου η ρευστοποίηση του πολιτικού σκηνικού εξελίσσεται πρώτα και κύρια στο χώρο της κεντροαριστεράς και αριστεράς. Είναι όμως επιφανειακό να πιστεύουμε ότι η δεξιά θα μείνει μετά βεβαιότητας αλώβητη. Αντιθέτως: όσο οι συνθήκες της κρίσης συνεχίζουν, η ρευστοποίηση θα αρχίσει να διαχέεται και προς τα δεξιά.
Αυτή η διαδικασία βεβαίως έχει ορισμένες επιπτώσεις: η άνοδος τυχοδιωκτικών και φασιστικών στοιχείων πάντα δηλητηριάζει τις κοινωνίες και τις ωθεί σε καταστροφές. Αρκεί να δει κανείς τι γίνεται στην Ουκρανία από το 2014. Επιπροσθέτως δεν μπορεί να συνεχίζεται ούτε επ’ άπειρον, ούτε ανεξέλεγκτα: ωθεί σε μοντέλα βοναπαρτικά ή και δικτατορικά, αναλόγως των ευρύτερων διεθνών και εσωτερικών συνθηκών.
Εδώ που βρισκόμαστε λοιπόν δεν ταιριάζουν ούτε οιμωγές, ούτε διαβατήρια στα δόντια για όσους είναι προοδευτικοί και αριστεροί άνθρωποι. Στους μικροαστούς αριστερίζοντες, μονίμως απογοητευμένους από το λαό που τους έλαχε, προφανώς και ταιριάζουν. Αυτό που χρειάζεται είναι επανίδρυση της αριστεράς και της κεντροαριστεράς. Αλλά για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο πρέπει να «χυθεί αίμα». Οι ηττημένοι, οι υπεύθυνοι της ρευστοποίησης, οι συνεχιστές ή και τα ίδια τα πρόσωπα που διέρρηξαν τα κοινωνικά συμβόλαια με τους μη προνομιούχους, τα ιδεολογικά ρεύματα που παρήγαγαν και παράγουν πρέπει να φύγουν από τη μέση. Για να επιτευχθεί δε, κάτι τέτοιο απαιτείται μάχη με τις ηγεσίες, τους ακολούθους τους και τους υποστηρικτές τους. Είναι αστείο να ακούγεται ακόμα, ότι ο Τσίπρας θέλει, αλλά δεν τον αφήνουν οι γύρω του, τη στιγμή που είναι ο παλαιότερος πολιτικός αρχηγός. Είναι γελοίο, το πιστότερο παιδί του εκσυγχρονιστικού, μνημονικού ΠΑΣΟΚ και πλέον ΚΙΝΑΛ να προβάλλει ως ο αναστηλωτής του χώρου, όταν δηλώνει υπερήφανος για όσα γκρέμισαν το χώρο. Είναι τραγικό, οι ιδεολογικές παρεκκλίσεις του ΚΚΕ να αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο της ασυλίας που απολαμβάνει ο Περισσός από το αστικό σύστημα, με ανταλλάγματα προφανώς. Και είναι κοροϊδία, οι σέχτες και οι αρχηγίσκοι της (ας πούμε) ριζοσπαστικής αριστεράς να θέλουν να μείνουν κι άλλο και να τους το επιτρέπουμε. Αν επρόκειτο απλώς για εκλογικές ήττες δεν θα υπήρχε μεγάλο πρόβλημα. Δεν πρέπει να φύγουν γιατί ηττήθηκαν σε μία-δύο εκλογές. Πρέπει να φύγουν γιατί ρευστοποιούν το πιο ελπιδοφόρο και δημιουργικό (κάποτε) τμήμα του πολιτικού φάσματος. Για την ακρίβεια πρέπει να τους διώξουμε.