Η εκλογική άνοδος της Χρυσής Αυγής, που τώρα ντύθηκε τον μανδύα των «Σπαρτιατών», δεν αποτελεί ούτε σοκ, ούτε έκπληξη. Το γεγονός ότι η αριστερά συγκλονίστηκε με την είσοδο του κόμματος του καταδικασμένου εγκληματία Ηλία Κασιδιάρη στη Βουλή, αποτελεί, όμως, και το πυρηνικό πρόβλημα της αριστεράς.
Και η φούσκα στην οποία ζει και διαβιώνει η αριστερά συνεχίζεται ακόμα πιο διογκωμένη, όπως φαίνεται μέχρι στιγμής από τις πρώτες δηλώσεις και τις πρώτες εκτιμήσεις του προοδευτικού χώρου. Κανείς δεν περίμενε ότι μέσα σε λίγες εβδομάδες, το κόμμα του Κασιδιάρη που με τόσο «κόπο» πολεμήθηκε με τα έννομα μέσα του αστικού κράτους, βρήκε τον τρόπο και να κατέβει στις εκλογές και να μπει στη Βουλή. Και όλοι καταλήγουν στο εξής συμπέρασμα: υπάρχει μια ξεκάθαρη στροφή προς την άκρα δεξιά μέσα στην ελληνική κοινωνία που ανάλογή της δεν είχαμε βιώσει ούτε καν στα χρόνια της σφοδρής οικονομικής κρίσης. Και όμως όχι, απλά υπάρχει μια συμπαγής συντηρητική μερίδα της ελληνικής κοινωνίας που λόγω έλλειψης σοβαρού αντιπάλου, παίζει μόνη της μπάλα.
Υπάρχει μια αριστερά που σχεδόν σε όλες τις εκφάνσεις και τα μορφώματά της, εμφανίζεται αδρανής και αποσβολωμένη, αδύναμη και καταθλιπτική. Δε φταίει η έλλειψη του θετικού πρόσημου, ούτε η νεφελώδης «τοξικότητα» του πολιτικού λόγου που υποτίθεται πως έχει κυριαρχήσει στη δημόσια σφαίρα. Αυτές είναι αμερικάνικες απολίτικες ορολογίες και δικαιολογίες που έχουν εγκολπωθεί από τον σημερινό ελληνικό προοδευτικό χώρο ο οποίος προσπαθεί απεγνωσμένα να ταυτιστεί πολιτικά με το εξωτερικό μέσα σε μια ανεστραμμένη εικόνα της παγκοσμιοποίησης των δικαιωμάτων, βάζοντας στην άκρη την ίδια του την πολιτική και ταξική ιστορία και συνείδηση. Είναι γεγονός ότι δεν υπάρχει καμία συγκρουσιακή διάθεση στην ευρύτερη αριστερά, καμία εγγενώς αντισυστημική στάση και κανένα δυναμικό και συμπαγές ιδεολογικό πρόταγμα. Έγινε πράξη η ονείρωξη του νεοφιλελευθερισμού, δεν υπάρχουν πλέον ιδεολογίες. Υπάρχει μόνο το τέλος της ιστορίας και η δεξιά.
Και προφανώς, το φίδι του φασισμού όχι μόνο δεν τσακίστηκε, αλλά για ακόμα μια φορά ταΐστηκε παχυλά από τη συστημική δεξιά τα προηγούμενα χρόνια της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η ΝΔ πόλωσε τον αγανακτισμένο αντιμνημονιακό κόσμο τόσο την περίοδο της πανδημίας όσο και αργότερα, τον πόλωσε τόσο πολύ που ούτε η ίδια δεν χωράει τόσο φασισμό στις γραμμές της, και αυτός ήταν και ο στόχος της. Να δημιουργηθεί ένα πλέγμα ακροδεξιών μορφωμάτων και πολιτικών λόγων στη Βουλή μέσα στο οποίο η ΝΔ θα φαντάζει η φωνή της λογικής και της δημοκρατίας. Να υπάρχει, ταυτόχρονα, μια αδρανοποιημένη, άοσμη και άχρωμη αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ και της νεκραναστημένης μούμιας του ΠΑΣΟΚ, ώστε να παίζει μπάλα σε σχεδόν άδειο γήπεδο.
Αρκούσε μόνο να πάτε στα διάφορα ακροδεξιά κέντρα, για να καταλάβετε τι εννοώ. Σε όλα εκείνα τα μέρη που βρίσκονται εξ ολοκλήρου εκτός της φούσκας μας. Στις εκκλησίες και στα κατηχητικά, στους ποδοσφαιρικούς συνδέσμους, στα καφενεία της επαρχίας και των λαϊκών συνοικιών. Σε όλα εκείνα τα μέρη που οι περισσότεροι από εμάς δεν θέλουμε να πατάμε το πόδι μας, με όλους εκείνους τους ανθρώπους που δεν θέλουμε για κανένα λόγο να συναναστραφούμε. Σε εκείνα τα μέρη, λοιπόν, η ακροδεξιά συνέχισε και συνεχίζει να ζυμώνεται. Και οι φασίστες συνεχίζουν να κάνουν καλά τη δουλειά τους, παίζοντας οριακά χωρίς κανέναν αντίπαλο.
Ο Κασιδιάρης δίνει γραμμή μέσα από τη φυλακή εδώ και χρόνια, διατηρεί δικό του κανάλι στο YouTube, καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αλλά κυρίως, λειτουργεί ακόμα πιο υπόγεια, με κλασική ρότα ναζιστικής οργάνωσης. Η γραμμή δίνεται από τη φυλακή και οι ακόλουθοι τη διαμοιράζουν στους υπόλοιπους, με την ανάδειξη όχι μόνο του παραδοσιακού τσαμπουκά και τραμπουκισμού, αλλά και την αναγωγή των καταδικασμένων εγκληματιών της Χρυσής Αυγής σε πολιτικούς κρατούμενους, σε ένα έμπρακτο ιδεώδες, δηλαδή, σε ένα πολύ ισχυρό πολιτικό σημαίνον όπου ο ιδεολογικός ηγέτης είναι φυλακισμένος για τις ιδέες του. Και αυτό, δυστυχώς, τραβάει και νέο κόσμο. Είχε φανεί ήδη από τα επεισόδια με τους νεοναζί στα ΕΠΑΛ της Σταυρούπολης στη Θεσσαλονίκη, φαίνεται από τον μαφιόζικο τρόπο με τον οποίο ολόκληρες περιοχές αποτελούν σχεδόν άβατα για την αριστερά.
Και όσοι φοβήθηκαν το 2019 να ψηφίσουν Χρυσή Αυγή ενόψει των δικαστηρίων της οργάνωσης και γιατί τους τράβηξε για λίγο η ΝΔ, δεν φοβήθηκαν τώρα, ειδικά μετά τον υποτιθέμενο «πόλεμο» που δέχθηκε από τη δεξιά. Ένα άλλο πράγμα που διαφαίνεται είναι ότι οι «Σπαρτιάτες» τράβηξαν κόσμο από την -πολύ μεγάλη- αποχή, όπως και ως ένα βαθμό η «Νίκη», κάτι που δεν λειτούργησε το ίδιο για τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΜέΡΑ25. Ο κόσμος πήγε στις κάλπες για να ψηφίσει τη δεξιά, ενώ ο προοδευτικός κόσμος έφτυσε τα κοινοβουλευτικά προοδευτικά μορφώματα. Πράγμα που σημαίνει ότι η αποχή πρόκειται για μια γκρίζα ζώνη που ελάχιστοι μπορούν να ψυχανεμίσουν, που ακροβατεί σε πολλά και διαφορετικά πολιτικά σκηνικά, με κυρίαρχο, προφανώς, την αποχαυνωμένη απολιτικοποίηση που ίσχυε πάντα.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, επιστρέφουμε σε πολιτικές της προηγούμενης δεκαετίας, τότε που καταλληλότερος για πρωθυπουργός ήταν ο «κανένας» και η ακροδεξιά απελαύνανε. Μόνο που τώρα η ελπίδα της αριστεράς χάθηκε ανάμεσα στο τρίτο μνημόνιο, στη γη και ύδωρ που δόθηκαν στην Ε.Ε και το ΔΝΤ, στις εσωτερικές μικροπολιτικές και τις ανύπαρκτες ταξικές διεκδικήσεις. Και δυστυχώς, πρέπει να αρχίσουμε να συζητάμε πολύ πιο πρακτικά πως ένα ουράνιο τόξο δεν φέρνει ούτε την άνοιξη, ούτε και την πολιτική αλλαγή σε μια βλογιοκομμένη κοινωνία που της παίρνουν τα σπίτια και της κόβουν το ρεύμα, που πεθαίνει έξω από τα νοσοκομεία και που προσπαθεί απλά να τα βγάλει πέρα μέχρι το τέλος του μήνα.
Ας το πάρουμε απόφαση για να πάμε παρακάτω, η πολυκινηματική αριστερά της Μεταπολίτευσης πέθανε. Ζήτω η νέα αριστερά που (ελπίζω ότι) θα φτιάξουμε.