Σε προηγούμενο κείμενο, που δημοσιεύτηκε πριν από την διεξαγωγή των εκλογών, παρουσιάσαμε το γενικό πλαίσιο της αποχής από την εκλογική διαδικασία στις φιλελεύθερες δημοκρατίες μεταπολεμικά, καθώς ήταν φανερό ότι θα είχαμε μείωση της συμμετοχής και αύξηση της αποχής. Θεωρούμε ότι η αποχή αποτελεί ένα ευρύ κοινωνικό ρεύμα αποστασιοποίησης, όχι απλώς από την εκλογική διαδικασία και τα πολιτικά κόμματα, που φανερώνει ευρύτερες παθογένειες.
Στο παρόν κείμενο θα συνεχίσουμε (1) με το ειδικό εθνικό πλαίσιο της πορείας της αποχής στην Ελλάδα από το 1974 μέχρι σήμερα, και (2) με την πορεία του δικομματισμού και την υβριδική και ρευστή μεταβατική κατάσταση ενός τρικομματισμού που διαμορφώθηκε από το 2012 και ύστερα.
Πάνω σε αυτά τα δεδομένα θα οικοδομήσουμε μελλοντικές προσεγγίσεις σε επίπεδο παρατάξεων, κομμάτων και κυβερνήσεων.
Στις εκλογές που ολοκληρώθηκαν είχαμε ιστορικό χαμηλό συμμετοχής, δηλαδή την υψηλότερη αποχή από το 1974 μέχρι σήμερα, τόσο ως ποσοστό επί του εκλογικού σώματος όσο και ποσοτικά, σε απόλυτους αριθμός.
Η αποχή ξεπέρασε το 47%, ποσοστό που μεταφράζεται σε απόλυτους αριθμούς σε περισσότερους από 4,7 εκατομμύρια πολίτες που επέλεξαν να απέχουν από την εκλογική διαδικασία. Ακόμη και αν σταθμίσουμε τα υψηλότερα ποσοστά συμμετοχής από το 1974 μέχρι σήμερα και ξεκινήσουμε με βάση ένα τέτοιο ποσοστό αποχής (19,5% κατά μέσο όρο στις διπλές εκλογές του 1989), δηλαδή αν υποθέσουμε αυθαίρετα ότι ένα 19,5% αποτελεί «αποχή τριβής», έχουμε ένα καθαρό και μη αμφισβητήσιμο ποσοστό γύρω στο 27,5% επί του συνόλου του εκλογικού σώματος που αντιστοιχεί σε 2,7 εκατομμύρια πολίτες περίπου, δηλαδή μισό και πλέον εκατομμύριο περισσότερους από τις ψήφους που πήρε το πρώτο κόμμα στις εκλογές.
Έτσι τα αποτελέσματα στις εκλογές του Ιουνίου σε απόλυτους αριθμούς ψήφων σε ό,τι αφορά τον δικομματισμό και τον τρικομματισμό έχουν ως εξής:
Αποχή: 2.743.069 ελάχιστο (4.706.069 μέγιστο)
Ν.Δ: 2.113.087
ΣΥΡΙΖΑ 929.373
ΠΑΣΟΚ 617.315
Μεταξύ της εκλογικής αναμέτρησης του Μαΐου και του Ιουνίου τα κόμματα έχασαν 789.962 ψήφους. Αλλά ας δούμε τη μεγάλη εικόνα και ιστορική κίνηση.
Μπορούμε να χωρίσουμε σε τρεις περιόδους την πορεία της μεγάλης εξόδου της κοινωνίας από την εκλογική διαδικασία και αναχωρητισμού από την πολιτική ζωή. Από το 1974 μέχρι το 1993 η αποχή ήταν γύρω στο 20%, δίχως να ξεπερνά ποτέ τα δύο εκατομμύρια ανθρώπους. Από το 1996 άρχισε να κινείται ανοδικά φτάνοντας το 30% το 2009. Στις πρώτες εκλογές του 2012 προσέγγισε το 35% και στις δεύτερες εκλογές του 2015 ξεπέρασε για πρώτη φορά το 40% φτάνοντας στο μέγιστο σημείο της (43,43%) μέχρι πριν από τις τελευταίες εκλογές του Ιουνίου 2023 όπου είχαμε ιστορικό ρεκόρ με 47,17% και 4.706.069 πολίτες να απέχουν από την εκλογική διαδικασία (ή 2.743.069 αν θέλει κάποιος να ελαχιστοποιήσει τον αριθμό προκειμένου να κοιμάται καλύτερα τα βράδια).
Δεν είναι προς το συμφέρον των πολιτικών κομμάτων, και ιδιαίτερα των κομμάτων εξουσίας, όχι απλώς να μιλάνε αλλά κυρίως να αναλύουν την αποχή, παρά μόνο να την υποβαθμίζουν ή να την απαξιώνουν: και τούτο διότι η αποχή από την εκλογική διαδικασία φανερώνει την κρίση εκπροσώπησης των πολιτών από τα κόμματα, το στένεμα και την αποσύνδεση του πολιτικού και κομματικού συστήματος από την κοινωνία, και την κρίση νομιμοποίησης που διέρχονται τα πολιτικά κόμματα, είτε ως φορείς εκπροσώπησης είτε ως φορείς κοινωνικής ενσωμάτωσης, καθώς σε μεγάλο βαθμό λειτουργούν ως κλειστή επαγγελματική συντεχνία.
Η περίοδος παντοδυναμίας του δικομματισμού ήταν από το 1985 μέχρι το 2004 όταν τα δύο κόμματα εξουσίας καταλάμβαναν ποσοστά μεγαλύτερα του 80% που σε αρκετές περιπτώσεις ξεπερνούσαν και το 85% (1985, 1989 II, 1993, 2000, 2004) και σε απόλυτους αριθμούς ψήφων κινούνταν από 5,5 εκατομμύρια το ελάχιστο μέχρι 6.362.957 το μέγιστο στις εκλογές του 2004.
Το 2012 κατέρρευσε ο δικομματισμός τόσο σε απόλυτους αριθμούς, όσο και ποσοστιαία: 35,63% και 2.253.319 πολίτες ψήφισαν ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμα και ως τρικομματισμός μεταξύ ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ το ποσοστό ήταν 48,81% με τους ψήφους που αναλογούσαν στα τρία κόμματα να είναι 3.086.848.
Μέσα στη δεκαετία της κρίσης, από το 2012 μέχρι το 2023 έγινε προσπάθεια ανασύστασης ενός ανάπηρου και αδύναμου δικομματισμού, ο οποίος στις τελευταίες εκλογές του Ιουνίου έλαβε ποσοστό 58,39% και 3.042.460 ψήφους, δηλαδή λιγότερες από τους ψήφους που είχε λάβει η ΝΔ μόνη της στις δεύτερες εκλογές του 1989, το ΠΑΣΟΚ το 1993 και η ΝΔ στις εκλογές του 2004 (και ελάχιστα λιγότερους ψήφους, αλλά σε κάθε περίπτωση πάνω από 3 εκατομμύρια, το ΠΑΣΟΚ το 2000, το 2004 και το 2009).
Δηλαδή ο σημερινός δικομματισμός έχει τη δύναμη ενός κόμματος εξουσίας της εικοσαετίας 1989-2009.Ο τρικομματισμός ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ ξεκίνησε το 2012 από το ελάχιστο 48,81% με 3.086.848 ψήφους για να φτάσει το 2023 σε ποσοστό 70,23% με μόλις 575 χιλιάδες περισσότερους ψήφους! (3.660.916 και τα τρία κόμματα μαζί: ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ), συνοδευόμενος από ιστορικό υψηλό αποχής.
Το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα αποτελεί ένα κατά βάση κομματοκεντρικό στεγανοποιημένο και κλειστό σύστημα εξουσίας, που ακόμη και σήμερα (δεκαετία 2012-2023) επηρεάζεται σε μικρό βαθμό από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον και έχει χαμηλή σχέση αλληλεπίδρασης με το εκλογικό σώμα και την κοινωνία.
Η κατάρρευση, η προσπάθεια ανασύστασης και η συρρίκνωση του δικομματισμού συνοδευόμενη από τη διαμόρφωση τρικομματισμού φανερώνουν την αποδυνάμωση και την παρακμή του πυρήνα του πολιτικού συστήματος και την αποσυσπείρωση του κομματικού συστήματος, η οποία συνοδεύεται από την αύξηση του αριθμού των πολιτικών κομμάτων στη Βουλή που φανερώνει τάσεις ρευστοποίησής του μέσω πολυδιάσπασης. Το κύμα της μεγάλης εξόδου της κοινωνίας από την εκλογική διαδικασία, δηλαδή η αποχή, φανερώνει την κρίση εκπροσώπησης των πολιτών από τα κόμματα, το στένεμα, την αποσύνδεση και τη στεγανοποίηση του πυρήνα του συστήματος από την κοινωνία -που σχετίζεται με την αποκοπή του πολιτικού κόσμου της χώρας από αυτήν και τη μετατροπή του σε προνομιούχα διευθυντική τάξη-, την κρίση νομιμοποίησης των κομμάτων, με όλα τα προηγούμενα να εκβάλλουν στην υποβάθμιση και απαξίωση της εκλογικής διαδικασίας.
Όσο το Ισραήλ συνεχίζει την αυτοκαταστροφική του πολιτική, τόσο ενισχύεται διπλωματικά η θέση των Αράβων του Κόλπου γενικά και της Σαουδικής Αραβίας ειδικότερα.
26.
10.
24