Έκανε καλά ή έκανε κακά που παραιτήθηκε ο Αλέξης Τσίπρας και με τον τρόπο που διάλεξε να παραιτηθεί;
Η απάντηση φυσικά δεν μπορεί να είναι αφηρημένη. Εξαρτάται από το κριτήριο που χρησιμοποιεί κανείς για να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα, σε τελική ανάλυση δηλαδή από το ποιος είναι και με ποιες κοινωνικές και διεθνείς δυνάμεις συνδέεται, αντικειμενικά ή και υποκειμενικά.
Εμάς δεν μας ενδιαφέρει το πρόσωπο Τσίπρας, ούτε καν το κόμμα του, παρά στο μέτρο που όσα κάνει (κάνουν) ή δεν κάνει (κάνουν) επηρεάζουν αντικειμενικά την κατάσταση του ελληνικού λαού και της χώρας. Του έχουμε άλλωστε ασκήσει πολύ έντονη κριτική, όταν κρίναμε ότι έπρεπε να την ασκήσουμε, και δεν μετανιώνουμε για όσα του είπαμε όταν χρειαζόταν να τα πούμε. Αλλά κάθε «συγκεκριμένη κατάσταση» απαιτεί και «συγκεκριμένη ανάλυση».
«Όταν χάνεις παραιτείσαι»
Υπάρχουν αυτοί, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο πρωθυπουργός που επικαλούνται κάποιον (ανύπαρκτο) νόμο της «πολιτικής ορθότητας», τον μεσοαστικό πολιτικό «καθωσπρεπισμό» δηλαδή. Είθισται, μας λένε, άμα χάνεις να παραιτείσαι, δείχνεις και «ανωτερότητα» προσθέτουν μερικοί, επικαλούμενοι τα παραδείγματα ιδίως των προηγούμενων αρχηγών της ΝΔ. Το κριτήριο αυτό δεν πρέπει όμως να είναι το κριτήριο ενός αρχηγού ενός αριστερού κόμματος. Το δικό του κριτήριο πρέπει να είναι αν η παραίτηση ή η παραμονή, αλλά και η οργάνωση του τρόπου της διαδοχής, εξυπηρετούν ή βλάπτουν τις ιδέες στο όνομα των οποίων υπάρχει η Αριστερά. Τα παραδείγματα εξάλλου της ΝΔ δεν είναι τα μόνα παραδείγματα και δεν ξέρουμε καν και αν είναι και καλά παραδείγματα. Τι κόμμα άφησαν πίσω τους φεύγοντας, καλύτερο ή χειρότερο, ο Κώστας Καραμανλής, ο Αντώνης Σαμαράς, ο Βασίλης Μεϊμαράκης (μη επιμένοντας αυτός); Αλλά το θέμα μας δεν είναι η ΝΔ.
Η περίπτωση του Ανδρέα Παπανδρέου
Ο πρώτος αριστερός πρωθυπουργός της Ελλάδας δεν ήταν κατά τη γνώμη μας (συγχώρα μας, Αλέξη!) ο Τσίπρας, ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, αν σταθούμε όχι στην ονοματολογία, αλλά στην ουσία – ίσως μάλιστα ήταν και πιο αριστερός. Άλλωστε, με ποια λογική ένα σοσιαλιστικό κόμμα, όπως το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα, που ξεκίνησε από θέσεις στα αριστερά του τότε ΚΚΕ, ΚΚεσ. και ΕΔΑ, μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ανήκει στην Αριστερά;
Ο Ανδρέας Παπανδρέου γνώρισε μια μεγάλη εκλογική ήττα το 1974 και τότε πολλοί έλεγαν ότι όπου νάναι φεύγει. Δεν πήγε πουθενά και θριάμβευσε μετά από επτά χρόνια.
Την περίοδο 1989-91 ο Ανδρέας γνώρισε τρεις εκλογικές ήττες (αν και πολύ λιγότερο σημαντικές από την εκλογική καταβαράθρωση του ΣΥΡΙΖΑ), την ανελέητη επίθεση όλου του φιλικού του τύπου, εξίσου ισοπεδωτική με την κριτική που δέχτηκε ο Τσίπρας, επιπλέον μάλιστα και με κατηγορίες διαφθοράς και με μια συμμαχία ΚΚΕ, Συνασπισμού και Μητσοτάκη εναντίον του. Τον δίκασαν, το μισό κόμμα του ξεσηκώθηκε (ακόμα και τα παιδιά του τα ίδια) και του ζητούσαν να φύγει και να παραιτηθεί.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου άντεξε όμως, παρά και την βαριά του αρρώστια, γιατί και ο ίδιος και το κόμμα του, παρά τα πολύ μεγάλα σφάλματα που διέπραξαν, παρά το ότι σπατάλησαν σε μεγάλο βαθμό (και παρά τα όχι ανύπαρκτα επιτεύγματά τους) μια ιστορική ευκαιρία για την Ελλάδα διέθεταν σπονδυλική στήλη, ήξεραν που πατούσαν, είχαν ρίζες στην κοινωνία και κάποιες ιδέες στο κεφάλι τους. Ο Παπανδρέου στάθηκε όρθιος επί κεφαλής του κόμματος που είχε ιδρύσει. Υπό την ηγεσία του, το ΠΑΣΟΚ πρωταγωνίστησε στην πάλη στους δρόμους εναντίον της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Ο ίδιος και το κόμμα του επανήλθαν θριαμβευτικά στην εξουσία τον Οκτώβριο του 1993. Ζώντος του Ανδρέα, οι σημιτικοί εκσυγχρονιστές και αναθεωρητές δεν κατάφεραν να αρπάξουν το ΠΑΣΟΚ και το πέτυχαν αυτό μόνο όταν ο τέως Πρωθυπουργός έφυγε από τη ζωή και μόνο εξαιτίας της διάσπασης των αντιπάλων τους.
«Θα πολεμήσουμε και υπό σκιά»
Δεν είναι το μόνο παράδειγμα. Το Κόμμα Εργατών του Λούλα στη Βραζιλία γνώρισε μια σειρά από δικαστικά πραξικοπήματα και εκλογική ήττα και ο ίδιος ο Λούλα μπήκε στη φυλακή με ψεύτικες κατηγορίες. Άντεξε, έδωσε τον αγώνα του και επανεξελέγη πρόεδρος της Βραζιλίας. Στο όριο βέβαια, γιατί χρειάστηκε οι ίδιοι οι αγωνιστές της κοινωνικής βάσης, μετά τον πρώτο γύρο, βλέποντας τον κίνδυνο να βγουν στους δρόμους, να πάνε σπίτι-σπίτι και να βγάλουν και τα στελέχη του κόμματός του Λούλα από τα γραφεία τους όπου κοιμόντουσαν, της εκεί Κουμουνδούρου, αλλιώς θα κέρδιζε ο Μπολσονάρου.
Υπάρχει επίσης και αντιπαράδειγμα. Τι έκαναν όλοι οι διαφωνούντες με την απόφαση της συνθηκολόγησης του Τσίπρα τον Ιούλιο του 2015 που, θυμίζω, ήταν η πλειοψηφία της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ στις αρχές Ιουλίου του 2015; Τίποτα. Απέφυγαν να δώσουν πραγματική μάχη την κρίσιμη ώρα. Ούτε καν τη σύγκλιση της Κεντρικής Επιτροπής που ζητούσαν δεν επέβαλαν. Παραιτήθηκαν. Πού είναι σήμερα όλοι αυτοί;
Αν θέλουμε να πάμε πιο πίσω και σε μια διαφορετική περίπτωση βέβαια, τι αποτέλεσμα είχε η απόφαση του Γεωργίου Παπανδρέου να μην αντιδράσει στο πραξικόπημα του Βασιλιά το 1965;
Η κούραση και τα σχέδια
Βεβαίως υπάρχει και το επιχείρημα της κούρασης. Ανθρώπινο, δεν μπορούμε να του αντιτάξουμε πολλά πράγματα. Ακούστηκε και για αυτό που φάνηκε ως αποχώρηση του Κώστα Καραμανλή παλιότερα, μετά τις πιέσεις που δέχτηκε για τη «ρωσική» του πολιτική και εν όψει πορείας προς τα μνημόνια. Μια τέτοια στάση ταιριάζει βέβαια και με την εποχή της ευκολίας που ζούμε, της αποφυγής της δαπάνης, σε όποιον τομέα. Ιδίως με την ίδια τη γενιά του Τσίπρα, που κάπως έχει «εκπαιδευτεί» από τις παλιότερες, ότι ο κόσμος όλος «της χρωστάει». Μια χώρα όπως η Ελλάδα που παράγει όλο και λιγότερα υλικά προϊόντα και ιδέες, ένας κρατικοδίατος ή ευρωδίαιτος καπιταλισμός, που μετατρέπεται τάχιστα σε καθαρά μαφιόζικο και ολοκληρωτικό, δεν μπορεί να έχει βέβαια ως έμβλημα το «αγαθά κόποις κτώνται» και δύσκολα επίσης μπορεί να παράγει και πολιτικούς της κλάσης ενός Ανδρέα, ενός Λούλα, τον τύπο του «ιεραπόστολου» που ζητούσε σε ένα ύστερο κείμενό του ο Πεπελάσης, ή ακόμα και του γείτονα, Ταγίπ Ερντογάν, που μια μέρα δήλωσε στη Βουλή του: «Όταν μπήκαμε στην πολιτική πήραμε μαζί μας και το σάβανό μας».
Ένας φίλος, μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, μας είπε κάτι άλλο: Ο Τσίπρας είναι ικανότατος πολιτικός να εφαρμόσει ένα σχέδιο, όχι όμως και να παράγει κάποιο (ούτε να αντιληφθεί πλήρως τις συνέπειες ενός που θα του εισηγηθούν και θα το υιοθετήσει, προσθέτω εγώ). Μήπως όμως οι επίδοξοι διάδοχοί του έχουν αυτήν την ικανότητα;
Εδώ άλλωστε ο ΣΥΡΙΖΑ, κατά τη γνώμη μας, προτού ασχοληθεί με τη διαμόρφωση νέων «μεγάλων σχεδίων» ή και παράλληλα με αυτή, οφείλει να κάνει κάτι άλλο, που δεν χρειάζεται απαραίτητα και μεγάλες στρατηγικές αντιλήψεις:
– Να ετοιμαστεί για τις αυτοδιοικητικές εκλογές, πιέζοντας και όλες τις όμορες δυνάμεις για συνεργασία, παρά την αρνητική τους στάση,
– Να ετοιμάσει την παρέμβασή του και να συμμετάσχει στους κοινωνικούς αγώνες που πιθανότατα θα ξεσπάσουν,
– Να ξεκαθαρίσει τις θέσεις του και να συμβάλλει στην απόκρουση μιας καταστροφικής «λύσης» στα ελληνοτουρκικά, που θα περιλαμβάνει ή θα οδηγεί σε απομείωση της ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά του Αιγαίου και σε μερικό ή ολικό αφοπλισμό τους (που έχει ήδη αρχίσει με αφορμή την Ουκρανία).
Αυτά θα θυμίσουν στον ελληνικό λαό ότι, ακόμα και αν δεν έχει (όπως και κανείς άλλος) τη «συνταγή» για το πως θα βγει η χώρα από την τόσο απειλητική πολυκρίση της, παραμένει ένα σχετικής μεν, αλλά πραγματικής χρησιμότητας εργαλείο για τις πιο ζωτικές και άμεσες ανάγκες του ελληνικού λαού, όπως υπογραμμίσαμε σε ένα άρθρο μας πριν τις εκλογές.
Αυτά δεν είναι ασφαλώς ικανή συνθήκη για να ανακάμψει ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι όμως για να σταθεροποιήσει κάπως, αν μη τι άλλο τις δυνάμεις του. Αν αντίθετα εμπλακεί σε άγονες αντιπαραθέσεις διαφόρων ομάδων, θα διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη, κάτι που θα είναι, υπό τις παρούσες συνθήκες, εις βάρος του ελληνικού λαού στο σύνολό του.
Ασφαλώς θα πρέπει το κόμμα αυτό να πάει σε μια πολύ σοβαρή και σε μια πολύ ειλικρινή συζήτηση για το τι έφταιξε και τι πρέπει να αλλάξει και να καλέσει ενδεχομένως και άλλους, έξω από τις τάξεις του να συμμετάσχουν. Αυτή η συζήτηση θα χρειαστεί καιρό και κάποια ηρεμία, όπως και μεγαλύτερη συλλογικότητα από αυτή που έως τώρα έχει επιδείξει αυτός ο χώρος.
Το πρώτο βήμα που θα ‘πρεπε να κάνουν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που ενδιαφέρονται ειλικρινά για το μέλλον του κόμματος και δεν νομίζουν εγωπαθώς ότι οι ίδιοι είναι η λύση και όλοι οι άλλοι το πρόβλημα, είναι να πάνε να ρωτήσουν και τα μέλη τους, αλλά και τους ανθρώπους στους χώρους δουλειάς, στα σωματεία, στα καφενεία, στους δρόμους, όπου τους βρουν. Να μην τους πουν τίποτα. Να τους ρωτήσουν αυτούς, και να τους ενθαρρύνουν να τους πουν τη γνώμη τους, για το τι πήγε στραβά. Θα είναι μια μεγάλη εμπειρία και για τους ίδιους αν τολμήσουν να το κάνουν. Όσο πιο μεγάλη άλλωστε είναι η κρίση, τόσο πιο μεγάλη και η εν δυνάμει ευκαιρία.
Η παραίτηση του Τσίπρα στο άψε σβήσε στις συγκεκριμένες συνθήκες, προτού καλά-καλά προλάβουν να συνέλθουν τα μέλη και οι οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να έχει εμφανισθεί άλλη ηγετική μορφή στο χώρο του, έχει ήδη εντείνει τα αισθήματα απογοήτευσης των οπαδών και ψηφοφόρων του κόμματος (αλλά και ευρύτερων στρωμάτων της κοινωνίας, που ναι μεν δεν συμφωνούν με τον Τσίπρα, διατηρούν όμως στο βάθος της ψυχής και του μυαλού τους ένα απόθεμα συμπάθειας για τον πολιτικό που τόλμησε, εκ μέρους της χώρας του, να πει ένα πολύ μεγάλο Όχι, έστω κι αν δεν το υπηρέτησε μέχρι τέλους). Έχει ενισχύσει τις αποσυνθετικές, όχι τις συσπειρωτικές τάσεις και μέσα στον ίδιο το ΣΥΡΙΖΑ και ευρύτερα στην κοινωνία. Είναι μεγάλο πολιτικό σφάλμα, από την άποψη που εξηγήσαμε και μας ενδιαφέρει: της δυνατότητας δηλαδή του ελληνικού λαού να αντισταθεί στις πιο καταστροφικές τάσεις που εκδηλώνονται στη χώρα.
Οι εκλογές στο άψε σβήσε ενός νέου προέδρου και μάλιστα με τα εξωφρενικά για κόμμα που θέλει να λέγεται αριστερό «αμερικανικά» συστήματα που του εισηγήθηκαν και ο Τσίπρας επέβαλε στο κόμμα του, συστήματα απολίτικα, που πριμοδοτούν το σταρ σύστεμ και τη δυνατότητα της διαπλοκής, των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων που ελέγχουν τις τηλεοράσεις, να επηρεάσουν το αποτέλεσμα, δεν φαίνεται να μπορούν να λύσουν τα προβλήματα. Το πιθανότερο θα παροξύνουν την κρίση.
Όλα τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ μοιράζονται, σε ένα βαθμό, την ευθύνη για όσα πήγαν στραβά. Μόνο ο Τσίπρας έχει ακόμα κάποιο υπόλειμμα από το φωτοστέφανο του ’15, εκεί που ένας πολιτικός συνδιαλέγεται με την ιστορία, ακόμα και αν τα σκάτωσε τελικά. Είχε τουλάχιστον το θάρρος να πει κάποια στιγμή το μεγάλο ‘Όχι, να συνδεθεί με το βαθύτερο νήμα και το βαθύτερο νόημα της ελληνικής ιστορίας – γι’ αυτό και τον μισούνε άλλωστε. Οι άλλοι μένει να αποδείξουν τι αξίζουν.
Με τι κριτήρια άλλωστε θα ψηφιστεί τώρα ο επόμενος αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ; Το κόμμα αυτό δεν έχει κάνει σοβαρή συζήτηση ούτε για το παρελθόν, ούτε για το μέλλον του. Πώς θα εκλεγεί νέος αρχηγός χωρίς αυτοί που θα τον εκλέξουν να ξέρουν τις απόψεις του για το είδος της αντιπολίτευσης που θέλει να κάνει, τις ιδέες του για τη χώρα, τι σκέφτεται για τα ελληνοτουρκικά, για την Ευρώπη και τον πόλεμο στην Ουκρανία, για το είδος της παραγωγικής ανασυγκρότησης που χρειάζεται η Ελλάδα και για τόσα άλλα; Πώς ένας τέτοιος αρχηγός, εκλεγμένος με κριτήρια «κοινωνίας του θεάματος» και όχι πολιτικά, θα μπορέσει να ενοποιήσει κόμμα και παράταξη, αντί να προεδρεύσει της διάλυσης, που είναι ένας πολύ πραγματικός κίνδυνος για την αριστερά.
Η χώρα χρειάζεται επειγόντως αριστερή αντιπολίτευση, η κοινωνία και η δημοκρατία χρειάζονται προστασία. Ακόμα, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, κι ο ίδιος ο Μητσοτάκης χρειάζεται την αντιπολίτευση. Γιατί θριάμβευσε μεν, αλλά διατρέχει τον κίνδυνο, με τα προβλήματα που έχει η χώρα, να του μείνει στο τέλος στα χέρια!