Συνεχίζεται στο Κίεβο η κατάληψη της Λαύρας των Σπηλαίων Κιέβου-Πετσέρσκ από ένοπλες αστυνομικές δυνάμεις, που έχουν αποκλείσει κτήρια και δεν επιτρέπουν στους μοναχούς και τους πιστούς να εισέλθουν στο μοναστήρι, επιτρέποντας, ωστόσο, σε «ειδικές υπηρεσίες» να διέλθουν.
Ταυτόχρονα, η επιτροπή του Υπουργείου Πολιτισμού άνοιξε κλειδαριές και σφράγισε εκκλησιαστικά καταστήματα. Και ενώ οι πιστοί που είχαν εισέλθει στο μοναστήρι ενώνουν τις προσευχές τους για τη διάσωσή του, η Μονή της Λαύρας Κιέβου-Πετσέρσκ έδωσε στη δημοσιότητα έκκληση για να σταματήσουν οι παράνομες ενέργειες εναντίον της.
Υπενθυμίζουμε ότι η Λαύρα του Κιέβου που αποτελεί το εμβληματικό προσκύνημα της πόλης του Κιέβου και λίκνο της ορθόδοξης πίστης Ρώσων, Λευκορώσων και Ουκρανών ανήκει στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας υπό τον μητροπολίτη Ονούφριο και κατά το τελευταίο διάστημα επιχειρείται ο σφετερισμός της (με τη βοήθεια κρατικών υπηρεσιών) από την νεοπαγή Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας υπό τον Επιφάνιο (Ντουμένκο), η οποία ιδρύθηκε το 2018 με ενέργειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Στις 11 Ιουλίου ειδικές δυνάμεις με αυτόματα πολυβόλα δέσμευσαν το 54ο και 58ο κτήριο της Λαύρας των Σπηλαίων. Ο επικεφαλής του Υπουργείου Πολιτισμού της Ουκρανίας Αλεξάντρ Τκατσένκο δήλωσε στο κανάλι του στο Telegram ότι η αρμόδια επιτροπή για το Ίδρυμα της Λαύρας σφράγισε στις 11 Ιουλίου άλλα δύο κτήρια, το εκκλησιαστικό κατάστημα υπ’ αριθμόν 68 και το εμπορικό περίπτερο υπ’ αριθμόν 115. Στο βίντεο που ανάρτησε ο υπουργός ρίχνεται στο έδαφος επιδεικτικά η επιγραφή η οποία αναφέρεται στα «γλυκίσματα» που παρασκευάζονταν στο εν λόγω κατάστημα. Η κατάληψη των δύο κτηρίων χαρακτηρίστηκε από τον Ουκρανό υπουργό ως μία «απορωσοποίηση της Λαύρας» του Κιέβου.
Η συνάντηση του Προέδρου Ζελένσκι με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο
Ερωτήματα προκαλεί το αν αυτή η ανανέωση της έντασης της βίας συνδέεται με την επίσκεψη του προέδρου της Ουκρανίας στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως το προηγούμενο Σάββατο 8 Ιουλίου. Το θέμα της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου δεν βρέθηκε στο επίκεντρο των δηλώσεων του Βολοντίμιρ Ζελένσκι και του Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Ενώ ο Ουκρανός πρόεδρος ευχαρίστησε για την αμείωτη στήριξη προς την χώρα του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κατά τη δική του ομιλία επικέντρωσε στο αίσθημα χαράς του από το γεγονός ότι «ο πρόεδρος της χώρας μας, ο κ. Ερντογάν υποστηρίζει την επίτευξη της ειρήνης στην Ουκρανία μέσω διαλόγου, αλλά και γιατί υπεσχέθη ότι θα βοηθήσει η Τουρκία με όλα τα μέσα για την ανασυγκρότηση και την αποκατάσταση των πραγμάτων στην Ουκρανία μετά το τέλος του πολέμου».
Με τον τρόπο αυτό ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος χαιρέτισε τη θεωρούμενη ως φιλοδυτική τουρκική στροφή πριν από και κατά τη συνάντηση του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους της Λιθουανίας και τον αναβαθμισμένο ρόλο που καλείται από τη Δύση να παίξει η Τουρκία στην Ουκρανία. Υπενθυμίζουμε ότι πριν από τη Σύνοδο του Βίλνιους, ο Ταγίπ Ερντογάν είχε συναντήσει τον Ζελένσκι και είχε παραδώσει στην Ουκρανία μέλη του Τάγματος Αζόφ που παρέμεναν στην Τουρκία ως μέρος συμφωνίας με τη Ρωσία, την οποία ο Τούρκος ηγέτης επιδεικτικά παρέβη, ενώ ταυτοχρόνως τοποθετήθηκε εμφατικά υπέρ της εισόδου της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Για τη φιλονατοϊκή αυτή στροφή ο Ερντογάν έλαβε κατά τη σύνοδο του Βίλνιους ανταλλάγματα όπως το ξεμπλοκάρισμα του περίπλοκου ζητήματος των F-16, καθώς και υποσχέσεις επανεκκίνησης της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και απελευθέρωσης της βίζας για τους Τούρκους πολίτες που επιθυμούν να επισκεφθούν την Ευρώπη.
Πέρα από το ρητώς εκπεφρασμένο αίσθημα χαράς του Πατριάρχη Βαρθολομαίου για αυτή τη φιλοδυτική στροφή του Προέδρου Ερντογάν, το ζήτημα που τίθεται είναι αν υπάρχει σχεδιασμός να αποδοθεί το καθεστώς σταυροπηγίου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στη Μονή της Λαύρας του Κιέβου, η οποία τώρα ανήκει στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας (υπό τον μητροπολίτη Ονούφριο). Αυτή τη στιγμή οι μοναχοί που διαβιούν στη Λαύρα του Κιέβου αρνούνται σθεναρά να ενταχθούν στη νέα «Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας» υπό τον μητροπολίτη Επιφάνιο, όπως αρνούνται και τη λύση να καταστεί η Μονή τους σταυροπήγιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Υπάρχει, ωστόσο, η θεώρηση ότι αυτή η τελευταία διέξοδος θα αποτελούσε έναν «συμβιβασμό», καθώς με τον τρόπο αυτό οι μοναχοί της Λαύρας υπό τον μητροπολίτη Ονούφριο δεν θα αναγκάζονταν να μεταβούν άμεσα σε μια θεωρούμενη ως σχισματική εκκλησία υπό τον μητροπολίτη Επιφάνιο, αλλά θα υπάγονταν απευθείας στο Φανάρι σύμφωνα με τη λογική του θεσμού των «σταυροπηγιακών μονών», οι οποίες μπορούν να υπερβαίνουν την εξάρτηση από τον συγκεκριμένο τοπικό επίσκοπο/μητροπολίτη/αρχιεπίσκοπο. Σημειωτέον σχετικά ότι η Lyudmila Filippovich, μέλος της Κρατικής Επιτροπής Εθνικής Πολιτικής για την Εκκλησία της Ουκρανίας, φέρεται να δήλωσε ότι στους μοναχούς της Λαύρας προτάθηκαν τρεις επιλογές δράσης, η μεταφορά στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας υπό τον Επιφάνιο, η απευθείας υπαγωγή στο Φανάρι ή η αναχώρησή τους για τη Ρωσική Ομοσπονδία. Εάν πάντως κατά τη δεύτερη «διέξοδο» η Μονή «μπολιαζόταν» και με ελληνόφωνους μοναχούς, θα μπορούσαν να δημιουργηθούν «ζυμώσεις» που θα οδηγούσαν σε μια πιο σταδιακή αλλαγή καθεστώτος στη Μονή, αντί για την άμεση βίαιη εκδίωξη των μοναχών. Βεβαίως, η εξέλιξη δεν μπορεί παρά να εξαρτηθεί από τη βούληση των μοναχών της ίδιας της Λαύρας, η οποία παραμένει αταλάντευτη και συνίσταται στο να παραμείνουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας υπό τον μητροπολίτη Ονούφριο, χωρίς οποιαδήποτε αλλαγή του καθεστώτος τους. Και για τον λόγο αυτό ακριβώς το καθεστώς του Κιέβου επισείει απειλές άμεσης βίας, προκειμένου να κάμψει την ισχυρή αυτή αντίσταση των μοναχών.
Διώξεις για την ορολογία
Στο μεταξύ στις 13 Ιουλίου, οι Υπηρεσίες Ασφαλείας της Ουκρανίας (SBU) ανέφεραν στο σχετικό κανάλι τους στο Telegram ότι ο Μητροπολίτης Παύλος (Λέμπεντ), προκαθήμενος της Μονής της Λαύρας έχει παραβιάσει άρθρα της νέας ουκρανικής νομοθεσίας, που προβλέπουν έως και οκτώ χρόνια κάθειρξης και δήμευση περιουσίας. Το κυριότερο «αδίκημά» του ήταν ότι σε συνέντευξή του στα μέσα ενημέρωσης χαρακτήρισε τη σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας ως «εμφύλια», και με αυτόν τον τρόπο κατά τις ουκρανικές υπηρεσίες «διέψευσε την ύπαρξη της Ουκρανίας ως κυρίαρχου κράτους». Εννοείται ότι η πολιτικά ορθά διατύπωση που δεν θα προέβαινε σε παρόμοια διάψευση θα ήταν «ένοπλη επίθεση της Ρωσικής Ομοσπονδίας κατά της Ουκρανίας» ή κάποια ταυτόσημη έκφραση. Ο ίδιος ο Μητροπολίτης Παύλος φέρεται να είπε ότι αντιμετώπισε τον εκβιασμό ότι θα πρέπει είτε να αναγνωρίσει ως επικεφαλής της Ουκρανικής Εκκλησίας τον Επιφάνιο, είτε να αντιμετωπίσει ποινικές διώξεις σχετικά με τις εν λόγω «παραβάσεις» του.
Το ζήτημα της θρησκευτικής ελευθερίας ως μέρος των δημοκρατικών αξιών
Εν προκειμένω υπάρχουν δύο διακριτά ζητήματα: Αφενός το ζήτημα εκκλησιαστικού δικαίου για το ποια από τις δύο εκκλησίες είναι η κανονική Εκκλησία της Ουκρανίας, αυτή υπό τον Επιφάνιο, όπως υποστηρίζουν το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και άλλες τρεις ελληνόφωνες Ορθόδοξες Εκκλησίες ή αυτή υπό τον μητροπολίτη Ονούφριο, όπως υποστηρίζει η πλειοψηφία των υπόλοιπων αυτοκέφαλων Εκκλησιών. Αφετέρου, όμως, οποιαδήποτε και αν είναι η απάντηση στο ενδο-εκκλησιαστικό ζήτημα, υπάρχει ένα ζήτημα δημοκρατικών δικαιωμάτων ελευθερίας της θρησκευτικής έκφρασης και αποφυγής των διώξεων θρησκευτικού χαρακτήρα, το οποίο πρέπει να απασχολεί κάθε δημοκρατικό πολίτη, ανεξαρτήτως των θρησκευτικών του πεποιθήσεων. Το ζήτημα αυτό έθιξε εύγλωττα ο σημαντικός Ρωμαιοκαθολικός θεολόγος Τόμας Μπρέμερ του Πανεπιστημίου του Μύνστερ, ο οποίος τόνισε ότι αποτελεί βασική αρχή της θρησκευτικής ελευθερίας η μη ανάμειξη του κράτους στις εκκλησιαστικές και θρησκευτικές υποθέσεις. Εφόσον η Ουκρανία επιθυμεί έναν ευρωπαϊκό προσανατολισμό, επιμένει ο Γερμανός θεολόγος, τότε θα πρέπει να δεχτεί το ευρωπαϊκό κεκτημένο της εκκοσμίκευσης και τον ευρωπαϊκό δικαιωματικό πολιτισμό που συνδέεται με την ελευθερία του θρησκεύειν. Σύμφωνα με τις ιδέες του δυτικού πολιτισμού, η ελευθερία του θρησκεύειν βασίζεται στη μη ανάμειξη του κράτους στα εσωτερικά των διαφορετικών εκκλησιών. Για αυτό και οι ουκρανικές αρχές θα πρέπει να προσέξουν να μην παραβιάζουν τις αρχές της θρησκευτικής ελευθερίας.