Την άρρηκτη σχέση ψυχικής και σωματικής υγείας παραμελούν συχνά οι παθολόγοι και άλλες ειδικότητες γιατρών όταν εξετάζουν ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα σε βάρος της αποτελεσματικότητας μίας πιθανής αγωγής.
Έρευνα του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ και του Βασιλικού Κολεγίου του Λονδίνου, που δημοσιεύεται στο περιοδικό Rheumatology καταγράφει πως πάνω από το 50% των ασθενών με αυτοάνοσα νοσήματα εμφανίζουν κατάθλιψη, άγχος και άλλα προβλήματα ψυχικής υγείας. Επισημαίνει δε πως παρά τα προβλήματα ψυχικής υγείας η πλειοψηφία των ασθενών σπάνια ή ποτέ ερωτάται για αυτά από τους γιατρούς.
Για τις ανάγκες της μελέτης, οι ερευνητές εξέτασαν τα νευρολογικά και ψυχιατρικά συμπτώματα 1.853 ασθενών με συστηματικές αυτοάνοσες ρευματικές παθήσεις, όπως ο λύκος και η ρευματοειδής αρθρίτιδα. Διαπίστωσαν ότι το φάσμα των πιθανών ψυχικών και νευρολογικών συμπτωμάτων ήταν πολύ ευρύτερο από ό,τι είχε αναφερθεί στο παρελθόν. Σύντομα διαπίστωσαν πως:
- Το 55% των ασθενών με συστηματικές αυτοάνοσες ρευματικές παθήσεις βίωναν κατάθλιψη.
- Το 57% βίωναν άγχος.
- Το 89% είχε περάσει σοβαρή κόπωση.
- Το 70% γνωστική δυσλειτουργία.
Οι ερευνητές εξέτασαν 289 κλινικούς γιατρούς, κυρίως ρευματολόγους, ψυχίατρους και νευρολόγους, και διεξήγαν 113 συνεντεύξεις με ασθενείς και γιατρούς. Όπως προέκυψε, τα συμπτώματα ψυχικής υγείας που περιέγραψαν οι ασθενείς ήρθαν σε έντονη αντίθεση με τις εκτιμήσεις των κλινικών γιατρών.
Για παράδειγμα, το 47% των ασθενών με λύκο ανέφεραν ότι βίωναν σκέψεις αυτοκτονίας, έναντι του 15% που εκτιμούσαν οι γιατροί. Μάλιστα, οι κλινικοί γιατροί συχνά εξεπλάγησαν και ανησύχησαν με τη συχνότητα και το ευρύ φάσμα των συμπτωμάτων που ανέφεραν οι ασθενείς στους ερευνητές.
Επιπλέον, η μελέτη κατέγραψε διαφωνίες μεταξύ κλινικών γιατρών που ειδικεύονται σε διαφορετικές πτυχές της περίθαλψης, καθώς και ότι πολύ λίγα νοσοκομεία διέθεταν αποτελεσματικά συστήματα περίθαλψης, όπου ρευματολόγοι, νευρολόγοι και ψυχίατροι συνεργάζονταν.
Ο Τομ Πόλακ από το Ινστιτούτο Ψυχιατρικής, Ψυχολογίας και Νευροεπιστήμης στο Βασιλικό Κολέγιο του Λονδίνου δήλωσε:
«Γνωρίζουμε εδώ και αρκετό καιρό ότι η ύπαρξη μιας συστηματικής αυτοάνοσης νόσου μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ψυχική υγεία, αλλά η μελέτη αυτή δίνει μια εκπληκτική εικόνα για το εύρος και τον αντίκτυπο αυτών των συμπτωμάτων. Όλοι όσοι εργάζονται στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης με αυτούς τους ασθενείς θα πρέπει να ρωτούν τακτικά για την ψυχική ευεξία και οι ασθενείς θα πρέπει να υποστηρίζονται, ώστε να μιλούν χωρίς να φοβούνται ότι θα κριθούν. Κανένας ασθενής δεν πρέπει να υποφέρει σιωπηλά».
Επιπλέον, η μελέτη έδειξε ότι οι ασθενείς συχνά διστάζουν να αναφέρουν στους κλινικούς γιατρούς τα προβλήματα ψυχικής υγείας που μπορεί να αντιμετωπίζουν, νιώθοντας μερικές φορές ότι μπορεί να στιγματιστούν. Οι ασθενείς ανέφεραν σε κάποιες περιπτώσεις ότι ακόμη και όταν μοιράζονταν με τους γιατρούς τα συμπτώματα ψυχικής υγείας, συχνά δεν σχολιάζονταν ή δεν καταγράφονταν με ακρίβεια ή και καθόλου.